Ο σασμός είναι γυναικεία υπόθεση

Μοιάζουν με γυναίκες αρχαίας τραγωδίας, παγιδευμένες σε κύκλο αίματος – στιβαρές φιγούρες, που, αθέατες, καθορίζουν συχνά την εξέλιξη της ιστορίας. Οι γυναίκες της Κρήτης που εμπλέκονται στις βεντέτες διαδραματίζουν κομβικό ρόλο σε αυτή την αιματηρή παράδοση που κρατάει από την αρχαιότητα. Σαν ένα αόρατο νήμα να τις συνδέει με την ηρωίδα του Σοφοκλή που πίεσε τον αδελφό της να εκδικηθεί τον φόνο του πατέρα της για λόγους τιμής…

Με βάση τον άγραφο νόμο της βεντέτας, οι γυναίκες δεν σκοτώνουν και δεν σκοτώνονται – όμως κρατούν στα χέρια τους το μεγαλύτερο όπλο: μαυροντυμένες, μέσα σε σπίτια με φωτογραφίες νεκρών και σε ατμόσφαιρα βαριά από τα μοιρολόγια, γίνονται το προσάναμμα για την επόμενη μεγάλη έκρηξη ή το φρένο στην οργή. Είναι εκείνες που συχνά υποβάλλουν την ιδέα για εκδίκηση στους συζύγους, ωθώντας πιεστικά προς το έγκλημα, ή εκείνες που θα εκδικηθούν με το χέρι του γιου τους χρόνια αργότερα για την απώλεια αγαπημένων προσώπων. Και, τελικά, είναι εκείνες που μπορούν να επιβάλουν τον σασμό και να διαφυλάξουν την τήρησή του.

Κάτοικοι της Κεντρικής Κρήτης το έχουν περιγράψει με τον πιο γλαφυρό τρόπο: μετά τη δολοφονία ενός νέου στα Χανιά, ο οποίος είχε μωρό παιδί, «η γυναίκα του φύλαξε τα σαλβάρια, ματωμένα όπως ήταν και τα έβαλε στην κασέλα. Αμα το παιδί τα είδε και ρώτησε “τι είναι αυτά, μαμά;”, του λέει: “Αυτά, παιδί μου, ήταν τα ρούχα του μπαμπά σου. Είχες έναν μπαμπά μια φορά, μα εδά δεν έχεις. Αμα έρθει η ώρα θα σου τα δώσω να τα βάλεις”… Αμα ήρθε η ώρα και μεγάλωσε και έγινε 17-18 χρονών, του είπε: “Αυτά, παιδί μου, τα ρούχα τα φόριε ο πατέρας σου όταν τον σκότωσε… εκειοσές”. Και βάνει ο γιος τα ρούχα και πάει και τον σκοτώνει. Ετσι τον εκδικήθηκε», αναφέρεται στη διδακτορική διατριβή του Αριστείδη Τσαντηρόπουλου «Η βεντέτα στην Κεντρική Ορεινή Κρήτη».

Ατυπος διάλογος

Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι μετά τα συγκλονιστικά γεγονότα στα Βορίζια, οι γυναίκες είναι εκείνες που εκφέρουν δημόσιο λόγο και μάλιστα με τη μορφή ενός άτυπου διαλόγου μεταξύ τους με δίαυλο τα μέσα μαζικής ενημέρωσης: «Κάνω έκκληση στις γυναίκες της άλλης οικογένειας να ζήσουν τα παιδιά μας», είπε μία από τις συζύγους των πρωταγωνιστών της αιματηρής ιστορίας. «Οι γυναίκες είναι εκείνες που έχουν τρόπο να επηρεάσουν καταστάσεις για το καλό των παιδιών τους», ενώ η αδελφή θύματος ανέφερε: «Μπολιάζουν τα παιδιά, ιδίως τα αγόρια, να πάρουν εκδίκηση για τον θάνατο του πατέρα τους». Από την πλευρά της, η μητέρα της 56χρονης που σκοτώθηκε έστειλε μέσα στον πόνο της μήνυμα για σασμό: «Θέλω να σταματήσει το κακό εδώ, να μην έχουμε και άλλα. Δεν μισώ κανέναν, δεν έχω τίποτα με κανέναν. Το κακό να σταματήσει εδώ. Τίποτε άλλο δεν έχω να πω».

Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς: η κοινωνία της Κρήτης είναι πατριαρχική, όμως οι γυναίκες είναι εκείνες που μεγαλώνουν τα παιδιά, που τους μαθαίνουν τι σημαίνει τιμή, που καλλιεργούν το αίσθημα της ντροπής, που ποτίζουν τον σπόρο της εκδίκησης και του χρέους. Ο κώδικας της βεντέτας δομείται μέσα στο σπίτι. Πίσω από τη φιγούρα του «οπλοφόρου εκδικητή», υπάρχει μια χήρα, μια χαροκαμένη μάνα, μια αδελφή. Αλλωστε, ο όρος βεντέτα δεν συνηθίζεται στην Κρήτη – αντ’ αυτού οι κάτοικοι του νησιού χρησιμοποιούν τη φράση «ανοίξαμε οικογενειακά», καθώς η βεντέτα αποτελεί αιματηρή διαμάχη μεταξύ ολόκληρων οικογενειών και όχι μόνο ατόμων.

Τελικά, άνδρες και γυναίκες γίνονται θύματα μιας επαναλαμβανόμενης τραγωδίας, πέρα από κάθε λογική, που θεωρεί τη βία «πολιτισμικό χρέος» και «αποκατάσταση τιμής». Οι κατάρες που ακούστηκαν στις κηδείες δείχνουν πως το πάθος στον κύκλο του αίματος δεν καταλαγιάζει ούτε μετά την υποτιθέμενη «κάθαρση».