
Το παιχνίδι με την Μπραν στην Τούμπα ήταν ακριβώς τέτοιο. Και το τελικό 1-1, όπως προέκυψε, δεν σόκαρε κανέναν — αλλά άφησε μια παγωμάρα. Όχι επειδή ο ΠΑΟΚ έπαιξε άσχημα, αλλά επειδή άφησε δύο πόντους να του γλιστρήσουν μέσα από τα χέρια. Πόντους που τους είχε… υπολογισμένους, αν μπορεί να πει κανείς κάτι τέτοιο.
Η Μπραν, ισόβαθμη με τον ΠΑΟΚ, ήρθε στη Θεσσαλονίκη με διάθεση αντίδρασης και ξεκάθαρη προσέγγιση στο παιχνίδι. Ο ΠΑΟΚ δυσκολεύτηκε να τη «διαβάσει», όμως το σημείο καμπής ήρθε νωρίς: το πέναλτι που έβγαλε ο Παβλένκα, ένα σήμα συναγερμού και ταυτόχρονα αυτοπεποίθησης.
Από εκεί και μετά, ως το τέλος του πρώτου μέρους, ο ΠΑΟΚ παίρνει το ματς πάνω του και το κυριαρχεί. Με ταχύτητα, με καθαρές μεταβάσεις, με τον Τάισον να καθοδηγεί κάθε γρήγορη επίθεση και να στριμώχνει συνεχώς τους Νορβηγούς.
Η Μπραν υστερούσε σε τεχνικό επίπεδο και φαινόταν αδύναμη να ακολουθήσει τις εντάσεις. Όμως ο ΠΑΟΚ, για ακόμη μία φορά φέτος, δεν εξαργύρωσε αυτή την υπεροχή. Το δεύτερο μέρος ξεκίνησε με την ίδια συνταγή και ο Ιβανούσετς, σχεδόν από το πουθενά, έβγαλε από το συρτάρι ένα απίθανο πλασέ για το 1-0. Ένα γκολ που αντικατόπτριζε δίκαια την εικόνα. Κι όμως, όσο ο Κροάτης ανέβαζε στροφές, τόσο η συνολική εικόνα της ομάδας έχανε ενέργεια.
Η απουσία του Κωνσταντέλια αποδείχθηκε πιο καθοριστική απ’ όσο φάνηκε αρχικά. Ο ΠΑΟΚ δεν μπόρεσε να δημιουργήσει το δεύτερο καθαρό τελείωμα που θα «σκότωνε» το παιχνίδι. Ούτε ο Τάισον, ούτε οι παρεμβάσεις από τον πάγκο (Γιακουμάκης, Σβάμπ, Μπίσεσβαρ κ.ά.) έφεραν την έξτρα ένταση που χρειαζόταν. Αντίθετα, μετά τις αλλαγές, ο ΠΑΟΚ έχασε συνοχή και μέτρα. Κι όταν δεν κλειδώνεις το 1-0, το ποδόσφαιρο σου κρατάει πάντα έναν λογαριασμό ανοιχτό.
Σε όλο το παιχνίδι ο ΠΑΟΚ έδινε εύκολα στατικές φάσεις. Και αυτή η αίσθηση ανασφάλειας επιβεβαιώθηκε στο χειρότερο σημείο: ένα κόρνερ που δεν απομακρύνθηκε, μια άτσαλη φάση, και η μπάλα στο στήθος του σκόρερ της Μπραν. 1-1. Και δύο βαθμοί που πέταξαν στα σκουπίδια με τον πιο «κρύο» τρόπο.
Το παράδοξο σε σύγκριση με πέρσι – και γιατί δεν υπάρχει λόγος για πανικό
Παρά τον εκνευρισμό που δικαίως προκάλεσε το αποτέλεσμα, η πραγματικότητα είναι πως ο ΠΑΟΚ παραμένει γερά στο παιχνίδι της πρόκρισης. Με οκτώ βαθμούς σε πέντε ματς, και μοναδική ήττα στην Ισπανία, ο Δικέφαλος όχι μόνο είναι «ζωντανός», αλλά λογίζεται ως φαβορί.
Κι εδώ έρχεται το μεγάλο παράδοξο: τέτοια εποχή πέρσι, ο ΠΑΟΚ ταξίδευε στη Ρίγα έχοντας… έναν βαθμό. Έναν! Με τρεις ήττες στις τέσσερις πρώτες αγωνιστικές και με σχεδόν μηδενική αισιοδοξία για πρόκριση. Κι όμως, βρήκε τρόπο να ανατρέψει τα δεδομένα και, τελικά, με 10 βαθμούς και τη «νίκη της χρονιάς» επί της Φερεντσβάρος, προκρίθηκε.
Φέτος τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Η νίκη της χρονιάς μοιάζει ήδη να είναι το «διπλό» κόντρα στη Λιλ, αποτέλεσμα που κρατά τον ΠΑΟΚ σε πλεονεκτική θέση. Οι 11 βαθμοί φαίνεται ότι θα είναι το όριο για πρόκριση, άρα οι Θεσσαλονικείς χρειάζονται ουσιαστικά τρεις ακόμη βαθμούς στα τρία εναπομείναντα ματς.
Το παιχνίδι με τη Λουντογκόρετς στη Βουλγαρία μοιάζει με την πιο βατή αποστολή — αλλά αυτό ισχύει μόνο στη θεωρία. Στην πράξη, οι Βούλγαροι έχουν νέο προπονητή, μετράνε δύο σερί νίκες και χθες «καθάρισαν» τη Θέλτα με τρία γκολ. Τίποτα δεν θα είναι εύκολο.
Όσο για τα τελευταία δύο παιχνίδια, με Μπέτις και Λυών, αποτελούν οριακά τα πιο δύσκολα του ομίλου από τη στιγμή της κλήρωσης. Κι όμως, ο ΠΑΟΚ έχει δείξει ότι σε τέτοια ματς δεν φοβάται. Το έδειξε στη Γαλλία. Το έχει δείξει πολλές φορές στην Ευρώπη.
Και σε μια τόσο εύθραυστη βαθμολογία, όπου ένα αποτέλεσμα σε πηγαίνει πέντε θέσεις πάνω ή κάτω, το μόνο σίγουρο είναι ότι ο ΠΑΟΚ κρατά ακόμη την τύχη στα χέρια του. Αν κέρδιζε Μακάμπι και Μπραν, σήμερα θα ήταν πρώτος. Αν δεν κέρδιζε στη Λιλ, θα ήταν εκτός 24άδας. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση — και το τελευταίο κομμάτι του ομίλου θα τη γράψει.
Προς το παρόν, ο ΠΑΟΚ πάει στη Βουλγαρία για το δεύτερο «qualification point». Και τον Ιανουάριο θα ψάξει, ίσως, την πραγματική απογείωση.