Παπανδρέου – Γουίτλαμ: Μια διπλή αποπομπή

ΓΙΑ ΤΟΥΣ Ελληνοαυστραλούς, τα γεγονότα του 1975 και η αποπομπή της κυβέρνησης Γουίτλαμ παραμένουν ανεξίτηλα χαραγμένα στη συλλογική μνήμη. Υποβόσκει όμως και μια ακόμη βαθύτερη ανάμνηση: η αποπομπή του Γεωργίου Παπανδρέου το 1965, η οποία ανέτρεψε την πορεία της νεότερης ελληνικής πολιτικής ιστορίας.

Η συνύπαρξη των δύο αυτών βιωμάτων καλλιέργησε στους ομογενείς εντονότερη επίγνωση της ευθραυστότητας των δημοκρατικών θεσμών. Σε συνδυαστική θεώρηση, η αποπομπή Παπανδρέου και η παύση της κυβέρνησης Γουίτλαμ αποκαλύπτουν πόσο ευάλωτη καθίσταται η κοινοβουλευτική δημοκρατία όταν η συνταγματική ασάφεια συναντά τη διακριτική ευχέρεια όσων κατέχουν εξαιρετικές εξουσίες.

Υπογραμμίζουν ότι η εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατικής διακυβέρνησης στηρίζεται λιγότερο στο κείμενο του Συντάγματος και περισσότερο σε ένα κοινό δημοκρατικό ήθος που περιορίζει τη χρήση των εφεδρικών εξουσιών.

Το συνταγματικό πλαίσιο των δύο χωρών διαφέρει ουσιωδώς. Το αυστραλιανό Σύνταγμα βασίζεται στην παράδοση του Westminster για την πρακτική εφαρμογή του. Κεντρική προσδοκία υπήρξε πάντοτε ότι ο Γενικός Κυβερνήτης, ως εκπρόσωπος του Στέμματος, θα ασκούσε τις εφεδρικές εξουσίες με ύψιστη φειδώ και σύμφωνα με τα εθιμικά συνταγματικά ήθη.

Οι άγραφες αυτές συμβάσεις υπήρξαν θεμέλιο της υπεύθυνης διακυβέρνησης και, σύμφωνα με ειδικούς, η μη κωδικοποίησή τους υπήρξε συνειδητή επιλογή που διατηρούσε την απαραίτητη ευελιξία του συστήματος.

Η ευελιξία αυτή αντέχει μόνο όταν οι πολιτικοί φορείς σέβονται τις συμβάσεις που τη στηρίζουν, όπως επεσήμανε ο Jennings, ότι δηλαδή οι συνταγματικές συμβάσεις επιβιώνουν χάρη στην προσήλωση και όχι στον εξαναγκασμό. Η κρίση του 1975 αναδύθηκε ακριβώς τη στιγμή που οι άγραφοι κανόνες έπαψαν να λειτουργούν ως αδιαμφισβήτητοι οδηγοί της πολιτικής συμπεριφοράς.

Η ελληνική συνταγματική παράδοση ακολούθησε διαφορετική διαδρομή. Από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους τον 19ο αιώνα, ο θεσμός της βασιλείας ασκούσε καθοριστική επιρροή στην πολιτική ζωή. Αν και τα Συντάγματα του 1911 και του 1952 καθιέρωσαν κοινοβουλευτική διακυβέρνηση, το Στέμμα διατηρούσε αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση κυβερνήσεων, στη διαιτησία πολιτικών συγκρούσεων και στον έλεγχο των Ενόπλων Δυνάμεων.

Οι περιπέτειες του 20ού αιώνα παγίωσαν έναν άξονα βασιλικής και συντηρητικής κυριαρχίας. Ακόμη και όταν επανήλθαν κοινοβουλευτικές μορφές μετά από περιόδους αναταραχής, η μοναρχία αυτοπροβαλλόταν ως θεματοφύλακα της εθνικής σταθερότητας, με άρρητη εντολή παρέμβασης όταν θεωρούσε ότι απειλείται η πολιτική ισορροπία. Η ύπαρξη τέτοιων βασιλικών προνομίων, μαζί με τον ελλιπή πολιτικό έλεγχο του στρατεύματος, δημιούργησε έδαφος για άμεση σύγκρουση μεταξύ Παλατιού και εκλεγμένης κυβέρνησης.

Μέσα σε αυτό το διαφορετικό θεσμικό περιβάλλον εκδηλώθηκαν δύο κρίσεις που δοκίμασαν τη δημοκρατική αντοχή των θεσμών. Στην Αυστραλία, η κυβέρνηση Γουίτλαμ, η οποία εξελέγη το 1972 με ένα φιλόδοξο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, βρέθηκε αντιμέτωπη με αυξανόμενες πολιτικές και οικονομικές πιέσεις.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου με τον πατέρα του Γεώργιο Παπανδρέου. Φωτογραφία: Eurokinissi

Το 1975, η αντιπολίτευση, ελέγχοντας τη Γερουσία, αρνήθηκε να εγκρίνει τις πιστώσεις του προϋπολογισμού, επιδιώκοντας να εξαναγκάσει τον Γουίτλαμ σε εκλογές. Εκείνος, έχοντας την πλειοψηφία στη Βουλή, πρότεινε εκλογές για τη μισή Γερουσία, ώστε να αρθεί το αδιέξοδο χωρίς να τεθεί εν αμφιβόλω η κυβερνητική εντολή. Το Σύνταγμα δεν προέβλεπε διαδικασία επίλυσης μιας τέτοιας άρνησης έγκρισης.

Το θεσμικό κενό που δημιουργήθηκε οδήγησε τον Γενικό Κυβερνήτη, Τζον Κερ, να ζητήσει γνωμοδότηση από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Γκάρφιλντ Μπάρουικ, ο οποίος και επιβεβαίωσε ότι ο Γενικός Κυβερνήτης έχει την εξουσία να παύσει πρωθυπουργό που αδυνατεί να εξασφαλίσει χρηματοδότηση του κράτους. Στις 11 Νοεμβρίου 1975 ο Κερ απέπεμψε τον Γουίτλαμ και όρισε υπηρεσιακό πρωθυπουργό τον αρχηγό της αντιπολίτευσης, Μάλκολμ Φρέιζερ, με την προϋπόθεση ψήφισης των πιστώσεων και προκήρυξης εκλογών.

Η παρέμβαση συγκλόνισε τη χώρα, διότι έγινε χωρίς προειδοποίηση προς τον εκλεγμένο πρωθυπουργό και χωρίς εξάντληση των κοινοβουλευτικών οδών. Η χαρακτηριστική δήλωση του Γουίτλαμ έξω από το Κοινοβούλιο αποτύπωσε το αίσθημα ρήξης.

Τα ΜΜΕ διαμόρφωσαν καθοριστικά το πολιτικό κλίμα μέσα στο οποίο εξελίχθηκε η αποπομπή του πρωθυπουργού. Εφημερίδες που είχαν στηρίξει τον Γουίτλαμ το 1972 αντιμετώπιζαν πλέον επικριτικά την κυβέρνησή του. Έτσι, ο Τύπος δεν περιορίστηκε στην ενημέρωση· διαμόρφωσε την κοινή αντίληψη περί νομιμοποίησης και τα όρια του συνταγματικά επιτρεπτού. Αυτό αντανακλά τη διαπίστωση του Habermas ότι η δημόσια σφαίρα αποτελεί τον χώρο όπου οικοδομείται και αμφισβητείται η πολιτική νομιμοποίηση.

Οι εκλογές που ακολούθησαν ανέδειξαν τον Φρέιζερ με ευρεία πλειοψηφία, όμως η αποπομπή του Γουίτλαμ άφησε παρακαταθήκη έντονου συνταγματικού προβληματισμού. Πολλοί μελετητές θεώρησαν την κρίση σύγκρουση δύο εκδοχών κυριαρχίας: της λαϊκής βούλησης, εκφραζόμενης μέσω του Κοινοβουλίου, και της εξουσίας που ενσαρκώνει ο αντιπρόσωπος του Στέμματος.

Στην Ελλάδα, τα γεγονότα που οδήγησαν στην αποπομπή του Γεωργίου Παπανδρέου τον Ιούλιο του 1965 συνδέθηκαν με τη διαμάχη για τον έλεγχο του Υπουργείου Άμυνας κατά την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ», μια συνωμοσία αξιωματικών, ορισμένοι από τους οποίους θα συμμετείχαν αργότερα στη Χούντα.

Ο Παπανδρέου, με σαφή κοινοβουλευτική πλειοψηφία από το 1964 και πρόγραμμα εδραίωσης της δημοκρατίας, επιδίωξε να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο, ώστε να διασφαλιστεί ο πολιτικός έλεγχος των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος αρνήθηκε να κάνει δεκτή την παραίτηση του Υπουργού Άμυνας, χωρίς την οποία ο Παπανδρέου δεν μπορούσε να αναλάβει το χαρτοφυλάκιο. Εκείνος δήλωσε ότι θα παραιτηθεί εάν εμποδιζόταν η άσκηση των αρμοδιοτήτων του.

Ο βασιλιάς έκανε αμέσως δεκτή την παραίτηση και διόρισε άλλον πρωθυπουργό, χωρίς προσφυγή στις κάλπες. Η πράξη αυτή ανέδειξε την ανισορροπία του ελληνικού συνταγματικού συστήματος, αφού το Στέμμα αξιοποίησε το προνόμιό του για αλλαγή κυβέρνησης χωρίς λαϊκή νομιμοποίηση.

Ο ελληνικός Τύπος, σε μεγάλο βαθμό ευθυγραμμισμένος με φιλοβασιλικούς και συντηρητικούς κύκλους, διόγκωσε την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και αμφισβήτησε τις προθέσεις toy Παπανδρέου. Τα ΜΜΕ μετατράπηκαν σε ενεργό παράγοντα διαμόρφωσης της ηθικής κρίσης περί της συνταγματικής συμπεριφοράς των θεσμών.

Οι αντιδράσεις υπήρξαν σφοδρές. Διαδηλώσεις συγκλόνισαν τη χώρα και η νομιμότητα της βασιλικής πράξης τέθηκε στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Η λεγόμενη «Αποστασία» είδε βουλευτές της Ένωσης Κέντρου να στηρίζουν κυβερνήσεις της αρεσκείας του Παλατιού, οι οποίες δυσκολεύονταν να εξασφαλίσουν ευρεία κοινοβουλευτική στήριξη και να πείσουν για τη νομιμοποίησή τους.

Η πολιτική αστάθεια εντάθηκε έως ότου το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών τον Απρίλιο του 1967 κατήργησε την κοινοβουλευτική τάξη. Μετέπειτα αναλύσεις επισημαίνουν ότι η αποπομπή του Παπανδρέου αποτέλεσε καμπή που υπονόμευσε τους δημοκρατικούς θεσμούς, απαξίωσε τη μοναρχία και άνοιξε τον δρόμο για την εκτροπή.

Και στις δύο περιπτώσεις αποκαλύφθηκε η ευθραυστότητα της προσδοκώμενης ουδετερότητας του θεσμικού παράγοντα που παρενέβη. Στην Αυστραλία, ο Γενικός Κυβερνήτης θεωρούνταν θεματοφύλακας του Συντάγματος υπεράνω κομματικών συγκρούσεων.

Στην Ελλάδα, η μοναρχία νοούνταν ως σύμβολο εθνικής ενότητας. Κάθε παρέμβαση διέλυσε την εικόνα αμερόληπτης θεσμικής εποπτείας. Όπως παρατηρεί ο Weber, η εξουσία διατηρεί κύρος μόνο όταν αναγνωρίζεται ως νομιμοποιημένη από τους πολίτες· η απώλεια αυτής της αναγνώρισης αφαιρεί το ηθικό της θεμέλιο. Η άσκηση εξουσίας χωρίς κοινά αποδεκτό μέτρο αλλοίωσε το συνταγματικό ήθος και των δύο χωρών.

Η παράλληλη εξέταση των δύο αποπομπών προσφέρει χρήσιμο υπόδειγμα για το πώς οι κοινοβουλευτικές δημοκρατίες αντιδρούν σε θεσμικές κρίσεις. Και στις δύο περιπτώσεις, ο πρωθυπουργός διέθετε πλειοψηφία στη Βουλή. Και στις δύο, ένας μη εκλεγμένος θεσμικός παράγοντας επενέβη σε στιγμή πολιτικής έντασης, επικαλούμενος συνταγματική νομιμότητα.

Επιπλέον, και στις δύο χώρες, τα ΜΜΕ λειτούργησαν ως κριτές της συνταγματικής ηθικής, επηρεάζοντας την κοινή γνώμη για το κατά πόσον η παρέμβαση ήταν θεσμικά ορθή. Σε αυτό το σημείο, οι δρόμοι των δύο χωρών αποκλίνουν αισθητά..

Στην Αυστραλία, ο Γενικός Κυβερνήτης κινήθηκε εντός ενός ασαφούς συνταγματικού πλαισίου, αναζήτησε νομική τεκμηρίωση και προχώρησε σε εκλογές, δίνοντας στον λαό τη δυνατότητα να επιλύσει την κρίση. Στην Ελλάδα, ο βασιλιάς ενήργησε βάσει προνομίου, χωρίς εκλογική επιβεβαίωση· η παρέμβασή του αποδυνάμωσε την εμπιστοσύνη στους θεσμούς, αποσταθεροποίησε τη δημοκρατική ζωή και επηρέασε καταλυτικά την ιστορική πορεία της χώρας.

Αν αναδύεται κάποιο συμπέρασμα από αυτές τις εμπειρίες, είναι ότι κανένα Σύνταγμα δεν μπορεί από μόνο του να θωρακίσει τη δημοκρατία όταν όσοι ασκούν εξουσία δεν επιδεικνύουν εγκράτεια.

Για τους Ελληνοαυστραλούς, η μνήμη του 1965 προσέδωσε ιδιαίτερο βάρος στο 1975, διότι κατέδειξε πόσο εύκολα η συνταγματική τάξη εκτρέπεται όταν απομακρύνεται από τα άγραφα ήθη που τη στηρίζουν.

Η ζωτικότητα της πολιτείας εδράζεται σε ένα δημοκρατικό ήθος που τιμά τη λαϊκή εντολή, διαφυλάσσει την ακεραιότητα των θεσμών και ασκεί την εξουσία με σύνεση. Όπου επικρατεί αυτό το ήθος, οι κρίσεις μπορούν να οδηγήσουν σε αναζωογόνηση της δημοκρατίας. Όπου απουσιάζει, το Σύνταγμα μετατρέπεται σε εργαλείο αποδόμησης της δημοκρατικής τάξης. Η εμπειρία των δύο χωρών υπενθυμίζει ότι η ανθεκτικότητα της δημοκρατίας εξαρτάται κυρίως από την ποιότητα όσων τη διακονούν.

The post Παπανδρέου – Γουίτλαμ: Μια διπλή αποπομπή appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.