Σε μια γωνιά της Bellarine Peninsula, μια Ελληνίδα της διασποράς έχει περάσει 25 χρόνια κρατώντας την κοινότητα όρθια — από την ίδρυση του Greek Elderly Club μέχρι τη δημιουργία ενός ολόκληρου δικτύου προσφοράς μέσα από το Hellenic Red Cross. Πρόσφατα, η Στέλλα Τζανίνη τιμήθηκε με Certificate of Appreciation and Recognition για τη μακρόχρονη προσφορά της, μια διάκριση που σφράγισε δεκαετίες αθόρυβης ανθρωπιάς.
Αυτή είναι η ιστορία της…
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ: ΟΤΑΝ Η ΔΙΓΛΩΣΣΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΗΤΑΝ ΔΥΝΑΜΗ
Για τη Στέλλα Τζανίνη, η έννοια της «τρίτης γενιάς» δεν είναι απλώς ένας όρος. Είναι ένα βίωμα που ξεκινά από πολύ νωρίς. Έφτασε στην Αυστραλία το 1966, πέντε χρονών παιδάκι, και μέσα σε λίγα χρόνια βρέθηκε να κάνει κάτι που άλλα παιδιά στην ηλικία της δεν θα τολμούσαν καν να φανταστούν.
«Θυμάμαι τον εαυτό μου έξι, επτά χρονών να πηγαίνω με τους γονείς μου, τους θείους μου, τους φίλους τους… και να τους κάνω τον διερμηνέα», λέει.
«Και αυτό έχει μείνει μαζί μου μέχρι σήμερα, στα 64 μου. Το ίδιο πράγμα ακόμα κάνω».
Η δίγλωσση ταυτότητα —αυτό το «μείγμα» Ελλάδας και Αυστραλίας— έγινε από νωρίς πολύ περισσότερα από δεξιότητα. Έγινε δύναμη, χωρίς όμως η μικρή Στέλλα να το ξέρει τότε. Ήταν η φωνή των δικών της ανθρώπων σε ιατρεία, σε υπηρεσίες, σε χαρτιά σύνταξης που τότε γράφονταν όλα στο χέρι. «Πολύ μικρή κατάλαβα ότι μπορώ να βοηθήσω», θυμάται. «Αλλά τότε δεν το έβλεπα ως δύναμη. Το έβλεπα ως εξυπηρέτηση για τον γονιό μου — κυρίως για τον πατέρα μου».
Κι όμως, παρά όλο αυτό το βάρος ευθύνης που άλλοι θα το ένιωθαν σαν σταυρό, η ίδια δεν λύγισε ποτέ. «Όχι, δεν το αισθάνθηκα βάρος. Ήταν για μένα ευχαρίστηση. Ευχαρίστηση να εξυπηρετώ τον κόσμο».
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ GREEK ELDERLY CLUB OF THE BELLARINE PENINSULA
Η Στέλλα Τζανίνη λέει πως ήταν 35 χρονών όταν βρέθηκε στο κατώφλι μιας μεγάλης ευθύνης, δεν το λέει για να εντυπωσιάσει. Το λέει γιατί τότε ξεκίνησε μια διαδρομή που άλλαξε την ελληνική κοινότητα της Bellarine για πάντα.
Την ιδέα είχαν κάποιες κυρίες της περιοχής—γυναίκες που σήμερα δεν βρίσκονται πια στη ζωή. Γύρω στο 2000, πήγαιναν πόρτα-πόρτα στα ελληνικά σπίτια μαζεύοντας υπογραφές για να ανοίξουν ένα club που θα λειτουργούσε ως σημείο συνάντησης, κουβέντας, ανακούφισης. «Οι υπογραφές ήταν είκοσι, είκοσι-πέντε τότε. Δεν ήταν πολλές,» θυμάται η Στέλλα. «Τις μαζέψαμε, πήγαμε στο Δημοτικό Συμβούλιο και ο Δήμος Greater Geelong μάς βοήθησε να βρούμε χώρο». «Όχι κάτω από το council, δεν υπήρχε τέτοια δυνατότητα τότε».
Ο χώρος που δόθηκε ήταν απλός – ένα δημοτικό hall, διαθέσιμο κάθε μέρα εκτός από Σάββατο. Μόνο που οι Έλληνες της Bellarine είχαν ήδη αποφασίσει: Σάββατο.
Ήταν η μέρα που μαζεύονταν όσοι είχαν εξοχικά, όσοι ανέβαιναν από την πόλη, όσοι ήθελαν να σμίξουν με φίλους και γνωστούς, να πιουν έναν καφέ, να πιάσουν κουβέντα.
Κι έτσι ξεκίνησε το club.
Με έναν καφέ, ένα γλυκό κι ένα πιάτο φαγητό από το σπίτι. Όλα πάνω σε ένα κοινό τραπέζι — σαν οικογενειακό τραπέζι διασποράς.
Πλέον, το club λειτουργεί στο Port Arlington Citizens’ Club, κάθε Σάββατο από τις 4 έως τις 8 το απόγευμα. Έχει 91 μέλη. «Δυστυχώς κατεβαίνουμε σε αριθμό λόγω ηλικίας», λέει η Στέλλα. «Αλλά υπάρχουν τα παιδιά τους… όπως είμαι εγώ τώρα. Ίσως σε 5–6 χρόνια να έρθουν κι αυτά».
Το διοικητικό κομμάτι ήταν (και παραμένει) ένα άλλο, μεγάλο κεφάλαιο. Από το 2002–2003 η Στέλλα ανέλαβε να «τρέχει» τις γραφειοκρατικές διαδικασίες: «Multicultural Commission, City of Greater Geelong, consumer affairs, έπεσαν όλα πάνω μου», λέει αλλά δεν αγανακτεί. Κι όλα αυτά ενώ το καταστατικό δεν της επέτρεπε καν να γίνει μέλος, αφού καθόριζε όριο ηλικίας τα 65. Όπως σημειώνει η ίδια «χρειάστηκε να συνταχθεί ειδικό παράρτημα για χάρη μου».
Κι αν όλα αυτά μοιάζουν βουνό, η ίδια τα σήκωνε δίπλα στην καθημερινότητα: δουλεύοντας 7 μέρες την εβδομάδα σε fish and chips, προσπαθώντας παράλληλα να βρίσκεται στο club κάθε Σάββατο «έστω για 10-15 λεπτά, για να δω ότι όλοι είναι εντάξει, ότι δεν έχει κανείς παράπονο».
Σήμερα το διοικητικό συμβούλιο αποτελείται μόνο από γυναίκες. «Και είναι το καλύτερο πράγμα,» λέει γελώντας. «Δεν έχουμε να μοιράσουμε τίποτα. Αφεντικό δεν υπάρχει. Αν υπάρχει κάπου, το ρίχνουν σε μένα—αλλά εγώ ποτέ δεν θα κάνω αυτό που θέλω. Ό,τι γίνεται, γίνεται με συμφωνία».

HELLENIC RED CROSS: ΜΙΑ ΣΤΡΑΤΙΑ ΑΠΟ ΒΕΛΟΝΕΣ ΚΑΙ ΚΑΡΔΙΕΣ
Για τη Στέλλα Τζανίνη, ο εθελοντισμός δεν είναι υποχρέωση. Είναι ο τρόπος που αναπνέει. «Έχει αλλάξει η ζωή μου», λέει χωρίς δισταγμό. «Το ευχαριστιέμαι. Γι’ αυτό και όταν μου πρότειναν να ξαναζωντανέψουμε το Hellenic Red Cross εδώ στην Αυστραλία, δέχτηκα με χαρά τη θέση της Γραμματέα. Το θέμα είναι τι μπορούμε να κάνουμε για να βοηθήσουμε.»
Και πράγματι, αυτό που έχει δημιουργήσει στο Hellenic Red Cross μοιάζει περισσότερο με κίνημα παρά με πρόγραμμα. Στην καρδιά του βρίσκεται μια μικρή στρατιά γυναικών που πλέκουν — και πλέκουν με αποστολή. «Το Red Cross έχει το Trauma Bear», εξηγεί. «Ένα αρκουδάκι που βρίσκεται στα νοσοκομεία, σε καταστροφές, σε κρίσεις· κάτι για να μπορεί ένα παιδί ή μια οικογένεια να κρατήσει στην αγκαλιά. Και αυτά τα αρκουδάκια, σήμερα, είναι όλα φτιαγμένα από εθελοντές.»
Στο σπίτι της Στέλλας, το πλέξιμο ξεκινά από τη μητέρα της. Μετά έρχεται η μία γυναίκα, μετά η άλλη, μέχρι που όλο αυτό μετατρέπεται σε μια μορφή ευγενικού ανταγωνισμού· ένας «μαγικός συναγωνισμός», όπως τον λέει η ίδια. «Αν δεν μπορείς να πλέξεις ένα αρκουδάκι, κάνε ένα κασκόλ ή ένα καπέλο. Κάτι. Όλοι μπορούν να προσφέρουν.»
Και προσφέρουν. Με ρυθμό σχεδόν απίστευτο. «Πριν φύγω για την Ελλάδα τον Μάη, τους έστειλα 400 αρκουδάκια», λέει. «Τώρα μπορεί να έχουμε 700–800.»
Όταν επέστρεψε στη Μελβούρνη τον Σεπτέμβριο, την περίμεναν κουτιά ολόκληρα, γεμάτα πλεκτά. Χωρίς να χρειάζεται η ίδια να δώσει οδηγίες, να ελέγξει, να πιέσει. «Τα καταφέρνουν μόνες τους. Το έχουν πάρει ζεστά.»
Το δίκτυο έχει μεγαλώσει τόσο, που πλέον συμμετέχουν και άνθρωποι έξω από την ελληνική κοινότητα. Μια κυρία από το Salvation Army φέρνει μαλλί. Άνδρες από την κοινότητα δίνουν χρήματα για να αγοραστούν υλικά. «Ό,τι μαλλί συγκεντρώνουμε, πάει εκεί που χρειάζεται», λέει. «Είναι όλα οργανωμένα. Το ένα φέρνει το άλλο.»
Και έτσι, σιγά-σιγά, ένα δίκτυο εθελοντισμού που ξεκίνησε γύρω από μερικές γυναίκες με βελονάκια έχει γίνει ένα κύμα προσφοράς που απλώνεται σε ολόκληρη τη Βικτώρια.
ΠΑΝΔΗΜΙΑ: ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΤΗΣ BELLARINE
Όταν ξέσπασε η πανδημία, η Στέλλα Τζανίνη βρέθηκε —χωρίς να το ζητήσει, αλλά χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά— στην πρώτη γραμμή για τους ηλικιωμένους της Bellarine. «Εκεί ήταν λίγο δύσκολα», λέει ήσυχα, σαν να ξαναγυρίζει για μια στιγμή σε εκείνες τις σιωπηλές, αγωνιώδεις μέρες.
Το πρώτο και πιο δύσκολο βήμα ήταν να εντοπιστούν οι άνθρωποι που είχαν μείνει μόνιμα στην περιοχή. Στην Bellarine, πολλοί είναι παραθεριστές από τη Μελβούρνη· έρχονται Σαββατοκύριακα, καλοκαίρια, γιορτές. Αλλά εκείνη την περίοδο, κάποιοι δεν είχαν πού να γυρίσουν. «Υπήρχαν περίπου δέκα άτομα που ήταν εντελώς μόνοι», λέει. «Δεν είχαν σπίτι στη Μελβούρνη, δεν είχαν παιδιά, δεν είχαν κανέναν.»
Η Στέλλα επικοινωνούσε μαζί τους καθημερινά. Τηλέφωνα, λίστες αναγκών, ψώνια που πήγαινε η ίδια ή κάποια άλλη κυρία από το συμβούλιο.
Και όταν χρειαζόταν γιατρό — τα πράγματα γίνονταν πιο σκληρά.
«Έπρεπε να μπω μέσα στα σπίτια τους με τη μάσκα, είτε είχαν είτε δεν είχαν Covid, για να τους βοηθήσω να μιλήσουν με γιατρούς. Κάποιοι είχαν μόνο σταθερό τηλέφωνο. Έπρεπε να εξηγήσω εγώ τα συμπτώματα, να τους βοηθήσω να γίνει μια βιντεοκλήση. Εκεί… ράγισε η καρδιά μου».
Η στεναχώρια της δεν ήταν για τον φόβο. Ήταν για τη μοναξιά.
«Σκεφτόμουν: τι όμορφο θα ήταν αν είχαν κάποιον δικό τους να τους βοηθήσει… Κάποιοι δεν είχαν κανέναν. Κάποιοι είχαν, αλλά δεν μπορούσαν να τους φτάσουν.»
Κι όμως, μέσα σε όλο αυτό το βάρος, η πιο τρυφερή στιγμή ήρθε απλά, αθόρυβα, ένα Σάββατο.
Το πρώτο Σάββατο που επέστρεψαν όλοι στο club.
«Ήμασταν πάλι όλοι μαζί. Σώοι και αβλαβείς. Με μάσκες, ναι. Αλλά μαζί. Αυτό ήταν το πιο όμορφο πράγμα που είδα».

Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ
Η Στέλλα Τζανίνη θυμάται καθαρά τη στιγμή που έλαβε την επίσημη αναγνώριση: «Έκλαψα», λέει. «Μόλις το είδα, έκλαψα.»
Ήταν ένα Certificate of Appreciation and Recognition — αλλά για τη Στέλλα ήταν κάτι πολύ βαθύτερο.
Ήταν το πρώτο «μπράβο» μετά από δεκαετίες. Μια δικαίωση που πήγε κατευθείαν στην ψυχή της, εκεί όπου είχαν αποθηκευτεί όλες οι σιωπηλές προσφορές, οι μεταφράσεις, τα Σάββατα που θυσιάστηκαν, οι ηλικιωμένοι που στήριξε χωρίς να το μάθει κανείς.
«ΚΑΛΑ ΕΚΑΝΕΣ, ΣΤΕΛΛΑ»
Όταν γυρίζει πίσω, θυμάται τον πατέρα της να την «σπρώχνει» προς την προσφορά.
«Του έλεγα: ‘πού με έχεις μπλέξει;’» θυμάται με ένα νοσταλγικό χαμόγελο.
Εκείνος της απαντούσε πάντα με τον ίδιο τρόπο:
«Έλα να τους βοηθήσεις και θα σε πληρώνω εγώ. Βάλε άνθρωπο στο μαγαζί. Θα τα καλύψω εγώ».
Εκείνη, φυσικά, του απαντούσε: «Όχι ρε πατέρα, δεν χρειάζεται.»
Τώρα, στα 64 της, έχει συμφιλιωθεί με τη διαδρομή.
Αν μπορούσε να μιλήσει στη Στέλλα των 35, θα της έλεγε μία μόνο φράση: «Καλά έκανες και τα έκανες όλα αυτά».
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ — ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΠΟΥ ΣΩΖΕΙ ΖΩΕΣ
Η Στέλλα πιστεύει ότι ο εθελοντισμός γεννιέται από κάτι πολύ απλό: μια ερώτηση.
«Να ρωτάς: ‘Πώς μπορώ να βοηθήσω; Τι χρειάζεσαι;’» λέει.
Όμως η πραγματική τέχνη της προσφοράς, αυτή που δεν διδάσκεται, είναι το ένστικτο.
«Το gut feeling», όπως λέει η ίδια.
Το να δεις έναν άνθρωπο που άλλοτε χόρευε και τώρα κάθεται στην άκρη. Κάποιον που ήταν γελαστός και τώρα σωπαίνει.
«Κάτι υπάρχει», λέει με γνώση δεκαετιών. «Μπορεί να είναι μοναξιά, φόβος, βία. Έχουν ακούσει τα αυτιά μου πολλά».
Η στάση της είναι ξεκάθαρη: «προσφέρεις βοήθεια με τον τρόπο που θέλει ο άλλος, όχι με τον τρόπο που νομίζεις εσύ».
Η ΣΤΕΛΛΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΘΕΛΟΝΤΙΣΜΟ
Η Στέλλα Τζανίνη κατάγεται από τη βόρεια Ελλάδα. «Είμαι από τα Γρεβενά, από ένα χωριό που λέγεται Κρανιά», λέει. Ο άντρας της είναι «γέννημα θρέμμα Αθηναίος από την Αγία Παρασκευή. Μαζί έχουν δύο γιους, και η οικογένεια έχει πλέον μεγαλώσει: «έχουμε τρία εγγόνια από τον έναν, κι ένα από τον άλλο — τέσσερα συνολικά». Μια γενιά που συνεχίζει ό,τι ξεκίνησε η προηγούμενη.
Τι είναι όμως αυτό που τη σηκώνει κάθε μέρα;
Η απάντησή της δεν χρειάζεται σκέψη:
«Αυτό που προσφέρω στην κοινότητα. Αυτό που προσφέρω στον άνθρωπο που χρειάζεται βοήθεια. Να μπω στην πόρτα, να πάω τραπέζι-τραπέζι, να χαιρετήσω όλους. Αυτή είναι η ευχαρίστησή μου. Το κίνητρό μου».
Παρότι είναι το παλαιότερο μέλος ως προς τη διάρκεια της θητείας της στο club, η Στέλλα δεν διεκδίκησε ποτέ την προεδρία. Δεν χρειάστηκε τίτλους για να σταθεί στη μέση της κοινότητας.
«Δεν ήθελα ποτέ να γίνω πρόεδρος και δεν έγινα ποτέ», λέει. «Μένω γραμματέας. Στο club είμαι ό,τι θέλεις — όποια δουλειά θέλεις την κάνω».
Με μια μικρή εξαίρεση, που αποκαλύπτει το χιούμορ και την αλήθεια της:
«Αρκεί να μην με βάλουν στην κουζίνα. Πολλά χρόνια μαγειρεύω fish and chips — δεν θέλω καμία κουζίνα πια».
Στο τέλος της συζήτησης, της ζητήθηκε να περιγράψει τον εαυτό της με τρεις λέξεις.
Δεν δίστασε ούτε στιγμή:
«Dynamic Greek woman» (Δυναμική Ελληνίδα).
Και ύστερα, με εκείνο το χαμόγελο που δείχνει πως δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω, πρόσθεσε:
«Τα είπα όλα».
The post Στέλλα Τζανίνη: «A Dynamic Greek Woman» appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.