
Η παρουσίαση των ανασκαφικά βεβαιωμένων ευρημάτων από την ελληνική γη στα μουσεία και κατ’ επέκταση στην κοινωνία είναι μία από τις μεγαλύτερες υποχρεώσεις των αρχαιολόγων και επιμελητών των μουσείων.
Το κάθε αντικείμενο έχει μια μοναδική ιστορία που ξεκινά από τη στιγμή που αυτό κατασκευάζεται και σιγά σιγά αυτή συμπληρώνεται τόσο από την ιστορική περίοδο στο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της οποίας αυτό εντάσσεται όσο και από τους ίδιους τους ανθρώπους που το χρησιμοποιούσαν. Η ανακάλυψή του, η μελέτη του, η παρουσίασή του στη σημερινή κοινωνία, αλλά και η έμπνευση που αυτό μπορεί να δώσει σε έναν σύγχρονο καλλιτέχνη για να δημιουργήσει τα δικά του καλλιτεχνικά έργα (μουσική, χορό, ζωγραφική, θέατρο), συμπληρώνουν τη βιογραφία του.
Η αντιγραφή έργων τέχνης είναι μια πολύ διαδεδομένη πρακτική από την αρχαιότητα ήδη, την οποία ξεκίνησαν οι Ρωμαίοι. Ωστόσο τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη μαγεία του πρωτοτύπου. Μόνο σε ένα πρωτότυπο έργο μπορεί ο επισκέπτης του μουσείου να δει ή να φανταστεί με την κατάλληλη πληροφόρηση τον αρχαίο δημιουργό που το κατασκεύασε και τον άνθρωπο που το χρησιμοποίησε στην καθημερινότητά του, το πρόσφερε ως δώρο στους θεούς του ή τέλος τον συνόδεψε στην τελευταία του κατοικία.
Και αυτό είναι κάτι που κανένα αντίγραφο δεν μπορεί να το αντικαταστήσει.
Τα αρχαία έργα τέχνης και τα αντικείμενα της καθημερινότητας του προϊστορικού και ιστορικού παρελθόντος κάθε πολιτισμού αντικατοπτρίζουν τις ποικίλες εκφάνσεις της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής και είναι αυτά που δίνουν τη δυνατότητα στους μελετητές του σήμερα – αρχαιολόγους, ιστορικούς, ιστορικούς της τέχνης – να ανασυστήσουν την ιστορία της κάθε κοινωνίας. Η εξέλιξη της τεχνολογίας σήμερα μπορεί να μας βοηθήσει να θωρακίσουμε τα μουσεία μας και μαζί με το επαρκές φυλακτικό προσωπικό να μας διασφαλίσουν ότι θα θαυμάζουμε τα αρχαία έργα τέχνης και τα ποικίλα τέχνεργα του παρελθόντος, θα μεταφερόμαστε μέσα από αυτά στην κοινωνία μιας άλλης εποχής την οποία θα κατανοούμε μέσα από τις ποικίλες ιστορίες που αυτά τα αντικείμενα έχουν να μας διηγηθούν.
Μόνο με αυτόν τον τρόπο ο εκπαιδευτικός και διδακτικός ρόλος των μουσείων είναι δυνατό να πληρωθεί και να δοθεί η δυνατότητα στους σημερινούς επισκέπτες των μουσείων να γίνουν οι φορείς της ιστορικής πληροφορίας που θα μεταφερθεί στις επόμενες γενιές.
Αυτός ίσως είναι και ένας τρόπος να αντισταθούμε στην εικονική πραγματικότητα που μας περιβάλλει όλο και περισσότερο και διαμορφώνει επικίνδυνα την καθημερινότητά μας.
Τα μουσεία μας μπορούν να είναι ένας από τους τόπους πολιτισμού όπου θα κυριαρχεί η αυθεντικότητα η οποία θα βοηθά στη βιωματική προσέγγιση της ιστορίας.
H δρ Αναστασία Γκαδόλου είναι γενική διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης