
Μια αιματηρή επίθεση κατά αστυνομικών το 2001 από μέλη της οικογένειας Καργάκη και μια παρ’ ολίγον εκτεταμένη βεντέτα το 2004 με πρωταγωνιστές – αλλά και θύματα – μέλη της οικογένειας Φραγκιαδάκη έχουν καταγραφεί στα Βορίζια της ορεινής Κρήτης, όπου τις τελευταίες ημέρες εξελίσσεται μεγάλη αστυνομική επιχείρηση ύστερα από την ανταλλαγή πυρών ανάμεσα σε αυτές τις δύο οικογένειες, με τραγικό απολογισμό δύο νεκρούς και αρκετούς τραυματίες
Οπως παρουσιάζουν «ΤΑ ΝΕΑ», το δραματικό συμβάν των τελευταίων ημερών δεν είναι το μόνο που καταγράφεται μετά την άγρια βεντέτα του 1955 με τους έξι νεκρούς και τους 25 τραυματίες: έχουν υπάρξει και άλλα αιματηρά συμβάντα μεταξύ κατοίκων του χωριού και γειτονικών περιοχών αλλά και επίθεση σε αστυνομικούς με δύο τραυματίες ενστόλους που έχουν εντυπωσιακές ομοιότητες με τη –μετέπειτα – εν ψυχρώ δολοφονία αστυνομικού το 2007 στα Ζωνιανά. Ολα αυτά, σύμφωνα με αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ., αποτελούν δείγμα των έκρυθμων καταστάσεων που επικρατούν σε πολλές ορεινές περιοχές της Κρήτης λόγω εχθροτήτων κτηνοτρόφων αλλά και τη σύσταση σε ορισμένες περιπτώσεις «οικογενειακής δομής» εγκληματικών οργανώσεων που προχωρούν σε αιματηρές επιθέσεις, ληστείες, εκβιάσεις κ.λπ. Αλλωστε, την τελευταία δεκαπενταετία κάτοικοι της περιοχής έχουν εμπλακεί σε υποθέσεις απόπειρας ανθρωποκτονιών, εκβιάσεων, ζωοκλοπών και άλλων αδικημάτων.
Ενα από τα πιο ενδεικτικά περιστατικά ήταν αυτό της 2ας Οκτωβρίου 2001, όταν υπήρξε επίθεση κατοίκων των Βοριζίων – μελών της οικογένειας Καργάκη – εναντίον αστυνομικών του Τμήματος Αστυνομικών Επιχειρήσεων Ηρακλείου (ΤΑΕ) που είχαν σπεύσει στην περιοχή ύστερα από συμπλοκή μελών της ίδιας οικογένειας, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί με σφαίρα στην πλάτη ένας αστυνομικός και ένας άλλος ελαφρότερα στην προσπάθειά του να καλυφθεί από τα πυρά των δραστών. Ολα ξεκίνησαν όταν ένας 53χρονος κτηνοτρόφος επέστρεφε με την 51χρονη σύζυγό του από έναν γάμο. Ενώ πλησίαζαν στο σπίτι και βρίσκονταν εν κινήσει μέσα στο αυτοκίνητό τους δέχθηκαν επίθεση με κυνηγετικό όπλο από τον 28χρονο ξάδελφό τους με τον οποίο είχαν κτηματικές διαφορές.
Τα ξημερώματα της ίδιας ημέρας 30 άνδρες των ΤΑΕ που επέβαιναν σε αυτοκινητοπομπή πέντε τζιπ έφθασαν στο χωριό, μπαίνοντας στο οποίο δέχθηκαν καταιγισμό πυρών με πυροβόλα όπλα, χωρίς σε αυτή την πρώτη φαση να υπάρξει τραυματισμός. Οι αστυνομικές δυνάμεις ενισχύθηκαν και αμέσως άρχισαν διαπραγματεύσεις μεταξύ αστυνομικών και κατοίκων για να επικρατήσει ηρεμία. Ωστόσο το απόγευμα της ίδιας ημέρας και ενώ κόσμος ήταν στους δρόμους ένοπλοι επιτέθηκαν σε άλλο τζιπ της ΕΛ.ΑΣ. Οπως περιγράφεται σε σχετικό ρεπορτάζ των «ΝΕΩΝ» την επόμενη ημέρα με τίτλο «Φαρ Ουέστ σε χωριό του Ηρακλείου», οι δράστες «πυροβολούσαν με μανία τους αστυνομικούς που προσπάθησαν να καλυφθούν, με πρόθεση να τους σκοτώσουν». Οταν πλέον έφθασαν ενισχύσεις, οι δράστες είχαν εξαφανιστεί σε δύσβατες περιοχές…
Στις 13 Σεπτεμβρίου 2004 είχε υπάρξει και άλλο φονικό περιστατικό στην ίδια περιοχή με τον θάνατο του 21χρονου Μανώλη Φραγκιαδάκη από τα Βορίζια, ο οποίος δεχθηκε πυρά στο γειτονικό χωριό Καμάρες (σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από τα Βορίζια) καθώς έπινε καφέ μαζί με έναν 17χρονο συγχωριανό του. Ενας 57χρονος, μέλος μιας οικογένειας με την οποία υπήρχαν κτηματικές διαφορές, πυροβόλησε τους δύο νεαρούς, με αποτέλεσμα ο 21χρονος να πέσει αιμόφυρτος χτυπημένος στο κεφάλι (για να εκπνεύσει λίγες ώρες μετά την άφιξή του στο νοσοκομείο), ενώ ο 17χρονος φίλος του δέχθηκε σκάγια στην πλάτη.
Και τότε υπήρχαν αναφορές για το «ξεκινήμα μιας βεντέτας και ενός νέου κύκλου αίματος, μετά τη μεγάλη βεντέτα του ’55», όπως μνημονεύεται και τώρα. Και πάλι τότε υπήρχε ισχυρή αστυνομική παρουσία στην περιοχή και προσπάθεια κατευνασμού των συγγενών. Οπως σημειωνόταν τότε στο ρεπορτάζ των «ΝΕΩΝ» με τίτλο «Ο φόβος της βεντέτας ερημώνει το χωριό», υπήρξε συνάντηση των μελών της οικογένειας του θύματος με στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. στο Ηράκλειο. Οπως γραφόταν τότε, οι συγγενείς του 21χρονου «έχουν ζητήσει να μην επιστρέψουν οι συγγενείς του δράστη στο χωριό τους, αλλά και να απομακρυνθούν οι αστυνομικές δυνάμεις από την περιοχή και να μην υποβάλλονται σε ελέγχους από τους αστυνομικούς. Αιτήματα φυσικά που δεν γίνονται αποδεκτά».