
Σε μια άκρη της πόλης, ανάμεσα σε ξεχασμένα ίχνη μιας άλλης εποχής, στέκεται σιωπηλή. Η Φαλκονέρα. Όχι απλώς ένα παλιό τρόλεϊ, αλλά μια σπάνια μαρτυρία της ελληνικής βιομηχανικής και αστικής ιστορίας.
Κατασκευάστηκε το 1967, με πλαίσιο Lancia, ηλεκτρικό εξοπλισμό CGE και ελληνικό αμάξωμα από τη Βιαμάξ. Δεν ήταν το πρώτο τρόλεϊ που κινήθηκε στην Ελλάδα — αλλά ήταν ένα από τα πρώτα με ελληνική συμμετοχή στην κατασκευή, που διασώθηκε. Και σήμερα, αποτελεί μοναδικό δείγμα εκείνης της τεχνολογικής και κοινωνικής εποχής.
Η Φαλκονέρα δεν είναι απλώς σίδερο και μέταλλο. Ήταν καθημερινό μέσο για χιλιάδες επιβάτες. Συνόδευε μαθητές και εργάτες, μανάδες με παιδιά, ηλικιωμένους με τα ψώνια. Ήταν κομμάτι της πόλης – κυριολεκτικά και συμβολικά.
Μέσα από τα παράθυρά της, περνούσε μια ολόκληρη εποχή. Ηλεκτροκίνητη, αθόρυβη, προχωρούσε στα καλώδια της Αθήνας. Και χωρίς καν να το καταλαβαίνει, αποτύπωνε στιγμές, ανθρώπους, μικρές ζωές που συνέβαιναν κάθε μέρα.
Σήμερα, το σώμα της φέρει πληγές του χρόνου. Η σκουριά και η σιωπή την έχουν αγκαλιάσει. Όμως η παρουσία της είναι βαριά, σχεδόν τελετουργική. Σαν να επιμένει να υπάρχει — όχι από πείσμα, αλλά από ανάγκη να μην ξεχαστεί.
Ίσως δεν σώθηκε τυχαία. Ίσως η Φαλκονέρα διατηρήθηκε για να μας θυμίσει πως η τεχνολογία έχει ψυχή, όταν κουβαλά ανθρώπινες ιστορίες. Δεν μεταφέρει πια επιβάτες. Μα κουβαλά τη μνήμη μιας Ελλάδας που μεγάλωνε με τα δικά της μέσα.
Αυτό το τρόλεϊ δεν ταξιδεύει πια. Αλλά είναι εδώ, παρόν. Ίσως επειδή αντιπροσωπεύει κάτι που μας λείπει: την απλότητα, τη σταθερότητα, την αυθεντική σύνδεση με τον χώρο και τον χρόνο.
Η Φαλκονέρα είναι στάσιμη. Μα κάθε τόσο, κάποιος την πλησιάζει. Την κινηματογραφεί. Τη θυμάται. Και τότε, κάνει άλλη μια διαδρομή — όχι στους δρόμους της πόλης, αλλά στις ράγες της μνήμης μας.


