Έρευνα: Το «πορτοφόλι» Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς- Τι αναμένει ο εμπορικός κόσμος

Σε ρυθμό Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς έχει ήδη μπει η αγορά, με το εορταστικό ωράριο των εμπορικών καταστημάτων (το οποίο θα διαρκέσει έως τις 31 Δεκεμβρίου) να έχει ξεκινήσει. Με δεδομένο ότι τα οικονομικά των Ελλήνων δεν τους επιτρέπουν να ξεφύγουν πολύ από τις προγραμματισμένες δαπάνες τους, η τιμή παραμένει – για τους εννέα στους δέκα καταναλωτές – το βασικό κριτήριο των επιλογών τους αυτή την περίοδο, έστω και αν δείχνει να ανακάμπτει και το ποσοστό εκείνων που θα επιλέξουν φέτος με βάση και την ποιότητα.

Την ίδια στιγμή, καθώς τα στοιχεία της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας δείχνουν πως ο τζίρος στην αγορά στις αρχές Δεκεμβρίου υστερούσε κατά περίπου 750 εκατ. ευρώ λιγότερα σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι, είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς τη βαρύτητα που θα έχει η πορεία των πωλήσεων τις επόμενες ημέρες για τις επιχειρήσεις, καθώς για πολλούς κλάδους ο τζίρος των γιορτών αφορά το 20% – 30% ολόκληρης της χρονιάς.

Στην παραπάνω «εξίσωση» έρχεται φέτος να προστεθεί και μία ακόμη παράμετρος, που μπορεί να ανατρέψει πλήρως δεδομένα και εκτιμήσεις. Πρόκειται, βεβαίως, για τα μπλόκα αγροτών και κτηνοτρόφων, στα οποία δείχνουν έτοιμοι να προστεθούν και οι οδηγοί φορτηγών. Σε μια τέτοια περίπτωση, εφόσον δηλαδή το αδιέξοδο συνεχιστεί και οι κινητοποιήσεις κλιμακωθούν – «θα κάνουμε γιορτές στα μπλόκα» δηλώνουν αρκετοί εκπρόσωποί τους – τότε είναι ορατό το σενάριο να υπάρξουν τόσο νέες αυξήσεις στις τιμές όσο και σημαντικές ελλείψεις στην αγορά.

6 στους 10 θα ξοδέψουν όσο και πέρυσι

Υπό κανονικές συνθήκες, πάντως, σύμφωνα με τις έρευνες για την καταναλωτική συμπεριφορά των Ελλήνων, το 59% των ερωτηθέντων σκοπεύει να ξοδέψει περίπου τα ίδια χρήματα με πέρυσι και μόνο το 13% θα ξοδέψει περισσότερα – από μόλις 4% πέρυσι – με το ποσοστό αυτό να φτάνει στο 26% μεταξύ των νέων 18-29 ετών. Μειωμένο, στο 24%, από 36% πέρυσι, είναι το ποσοστό όσων σκοπεύουν να ξοδέψουν λιγότερα, ενώ μόλις 3%, από 6%, δήλωσαν ότι δεν θα πραγματοποιήσουν αγορές. Επίσης, 4 στους 10 ανέφεραν ότι θα αγοράσουν δώρα για τα αγαπημένα τους πρόσωπα, ενώ παραμένει η διάθεση για αποφυγή των «περιττών», καθώς 32% δήλωσαν ότι θα προσπαθήσουν να μη σπαταλήσουν φαγητό ή να μη μαγειρέψουν παραπάνω από όσο χρειάζονται.  Οι έξι στους δέκα καταναλωτές (έρευνα της ΕΥ Ελλάδος σε συνεργασία με την MRB και την Choose Communications), κυρίως άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, σκοπεύουν να αγοράσουν τρόφιμα και ποτά, ενώ 58% ρούχα και αξεσουάρ (κυρίως οι νεότερες ηλικίες). Χαμηλότερη προτεραιότητα (35%) φαίνεται να αποτελούν οι εμπειρίες (φαγητό έξω, συναυλίες, κ.λπ.), αλλά και τα προϊόντα προσωπικής φροντίδας και ομορφιάς (32%) και μόνο 28% σχεδιάζουν να αγοράσουν είδη τεχνολογίας και ηλεκτρονικές συσκευές κατά την εορταστική περίοδο.

Αισθητά μειωμένο σε σχέση με πέρυσι εμφανίζεται το ποσοστό εκείνων που θα αναζητήσουν προϊόντα σε προσφορά (44%, από 55%), αν και οι γυναίκες και οι μεγαλύτερες ηλικίες φαίνεται να εξακολουθούν να αναζητούν εκπτωτικές ευκαιρίες. Την ίδια ώρα, ανακάμπτει και το κριτήριο της επωνυμίας, με τον έναν στους τέσσερις να θέλει να αγοράσει επώνυμα προϊόντα, έναντι 17% πέρυσι.

Το γιορτινό τραπέζι

Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι ένας στους δύο καταναλωτές (53%) σκοπεύει να περάσει τις γιορτές στο σπίτι με την οικογένεια ή φίλους.

Αυτό κάνει αρκετούς να έχουν ήδη ξεκινήσει την έρευνα αγοράς για το πόσο θα τους κοστίσει το εορταστικό τραπέζι.   Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις και χωρίς να συνυπολογίζονται οι πιθανές εξελίξεις στα μπλόκα, οι καταναλωτές θα χρειαστεί να πληρώσουν κάτι παραπάνω, κυρίως για τα κρέατα του γιορτινού τραπεζιού. Ειδικότερα, οι τιμές της γαλοπούλας θα κυμανθούν ως εξής: για την κατεψυγμένη γαλλικής εκτροφής από 5,75 ευρώ έως και 6,64 ευρώ το κιλό, για την ελληνική νωπή από 10-13 ευρώ ενώ η ελληνική βιολογική ελευθέρας βοσκής αναμένεται να πωλείται από 14-15 ευρώ και άνω.

Το αρνί και το κατσίκι εκτιμάται ότι θα πωλούνται από 14 έως 17 ευρώ το κιλό, το χοιρινό από 5,98-6,50 ευρώ, ενώ το μοσχάρι – ανάλογα με το κομμάτι του ζώου – από 15,7 έως 19 ευρώ.  Οσο για τα γλυκά, οι τιμές παραμένουν σχετικά σταθερές σε σχέση με πέρυσι, με την τιμή στα μελομακάρονα να κυμαίνεται από 12,5 έως και 18 ευρώ το κιλό και στους κουραμπιέδες από 14 έως 20 ευρώ – με ακριβότερα εκείνα τα προϊόντα που έχουν ιδιαίτερες γεύσεις, όπως επικάλυψη σοκολάτας ή γέμιση κάστανου.

Ταβέρνες και εστιατόρια η πιο δημοφιλής εορταστική επιλογή- Από 35 ευρώ το άτομο έως 120 ευρώ

Αρκετοί, στο μεταξύ, διοργανώνουν ήδη το χριστουγεννιάτικο και πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν τους. Αλλοι αναζητούν μια ζεστή ταβέρνα για παραδοσιακό γιορτινό τραπέζι, άλλοι προτιμούν μια πιο εκλεπτυσμένη εμπειρία σε εστιατόριο, ενώ δεν λείπουν και όσοι επιλέγουν μια ολοκληρωμένη πρόταση διαμονής σε ξενοδοχείο ή ένα λαμπερό πάρτι σε νυχτερινά κέντρα. Για τη συγκεκριμένη κατηγορία, το 2025 δεν φαίνεται να φέρνει μεγάλες ανατροπές στο κόστος, με τις τιμές να κινούνται περίπου στα ίδια επίπεδα με πέρυσι, προσφέροντας στους καταναλωτές μια σχετική σταθερότητα σε μια περίοδο γενικευμένης ακρίβειας.

Σύμφωνα με επαγγελματίες του κλάδου, το κόστος για το ρεβεγιόν παρουσιάζει σημαντικές διαβαθμίσεις, ανάλογα με το είδος της επιχείρησης, τις παρεχόμενες υπηρεσίες και το αν η βραδιά συνοδεύεται από ζωντανή μουσική ή ειδικό μενού. Οι τιμές στις παραδοσιακές ταβέρνες παραμένουν οι πλέον προσιτές επιλογές, ενώ οι πιο υψηλές χρεώσεις καταγράφονται σε εστιατόρια υψηλής γαστρονομίας, πολυτελή ξενοδοχεία και μεγάλα κέντρα διασκέδασης.

«Ανάλογα με την επιχείρηση»

Χαρακτηριστικά είναι όσα μάς είπε ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εστιατορικών Επαγγελμάτων, Γιώργος Καββαθάς: «Υπάρχουν κατηγορίες καταστημάτων: Αλλοι δουλεύουν με κλειστό μενού και άλλοι όχι. Οι τιμές κυμαίνονται ανάλογα με την επιχείρηση. Ξεκινούν από 30-35 ευρώ το άτομο και μπορεί να φτάσουν ακόμα και τα 100-120 ευρώ, ανάλογα με το επίπεδο του εστιατορίου. Σε σχέση με πέρυσι, οι τιμές είναι πάνω-κάτω οι ίδιες, γιατί οι αυξήσεις που έχει κάνει ο κλάδος είναι περιορισμένες. Εχουμε μια μεσοσταθμική αύξηση του λειτουργικού κόστους την τελευταία διετία, κατά 40%, αλλά σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ οι αυξήσεις στον κλάδο αγγίζουν το 15%. Αρα έχουμε προσπαθήσει να κρατήσουμε τις τιμές και πάντα λαμβάνοντας υπ’ όψιν το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών δεδομένης της γενικότερης ακρίβειας».

Οσον αφορά τις κρατήσεις, ο ίδιος τονίζει πως αυτή την περίοδο οι πελάτες κάνουν έρευνα αγοράς και οι κρατήσεις κυμαίνονται στο 50%. Από τις 15 Δεκεμβρίου και μετά κορυφώνεται η διαδικασία. Στις ταβέρνες, οι τιμές για ένα πλήρες γιορτινό μενού κυμαίνονται συνήθως από 25 έως 40 ευρώ το άτομο, ανάλογα με το αν προσφέρονται παραδοσιακά εδέσματα, ζωντανή μουσική ή ειδικές χριστουγεννιάτικες επιλογές. Πολλές επιχειρήσεις επιλέγουν «α la carte» προσέγγιση, επιτρέποντας στους πελάτες να διαμορφώσουν οι ίδιοι το κόστος. Τα εστιατόρια, κυρίως εκείνα με πιο σύγχρονο ή γκουρμέ χαρακτήρα, κινούνται σε υψηλότερα επίπεδα, με τιμές από 35 έως 120 ευρώ το άτομο όταν προσφέρεται κλειστό μενού πολλών πιάτων. Οι επιχειρήσεις που διαθέτουν ζωντανό πρόγραμμα ή προσθέτουν premium υλικά στα πιάτα τους παρουσιάζουν το μεγαλύτερο εύρος τιμών.

Τα ξενοδοχεία αποτελούν έναν ολοένα και πιο δημοφιλή προορισμό για ρεβεγιόν, ιδιαίτερα για όσους θέλουν να συνδυάσουν ρεβεγιόν και ολιγοήμερη απόδραση. Τα χριστουγεννιάτικα και πρωτοχρονιάτικα πακέτα περιλαμβάνουν συνήθως διαμονή, πρωινό και εορταστικό δείπνο, με τιμές που ξεκινούν από 150-250 ευρώ το άτομο για μία διανυκτέρευση, ενώ σε πολυτελέστερα καταλύματα μπορούν να φτάσουν τα 300-500 ευρώ, ανάλογα με τις παροχές και το επίπεδο της εκδήλωσης.

Για όσους ενδιαφέρονται αποκλειστικά για το ρεβεγιόν χωρίς διαμονή, τα περισσότερα ξενοδοχεία διαθέτουν μεμονωμένα γιορτινά μενού που ξεκινούν από 70-90 ευρώ και φτάνουν έως και 150 ευρώ ανά άτομο.

Τέλος, στα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης οι τιμές διαμορφώνονται κυρίως από το είδος του προγράμματος και το πακέτο που προσφέρει κάθε επιχείρηση. Συνήθως οι κρατήσεις αφορούν τραπέζια με ελάχιστη κατανάλωση, που μπορεί να κυμαίνεται από 250 έως 500 ευρώ ανά τετράδα, ενώ σε πιο δημοφιλή σχήματα το ποσό μπορεί να ξεπεράσει και τα 700 ευρώ. Παρά την αυξημένη ζήτηση λόγω των γιορτών, και εδώ παρατηρείται σχετική σταθερότητα σε σχέση με το 2024.

Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, παρά τις αυξήσεις στο λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων και τις πρώτες ύλες, οι τιμές για το ρεβεγιόν 2025 παραμένουν σε μεγάλο βαθμό σταθερές. Αυτό προσφέρει μια «ανάσα» στους καταναλωτές, καθώς οι επιλογές είναι πολλές και προσαρμόζονται σε κάθε πορτοφόλι.

Ακριβό μου δεντράκι

Για τους περισσότερους, το στόλισμα του δέντρου συνδέεται με την οικογενειακή θαλπωρή, τη ζεστασιά του σπιτιού και τη δημιουργία αναμνήσεων. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια το αυξημένο κόστος έχει αναγκάσει πολλούς να αναρωτιούνται αν το στόλισμα για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά παραμένει μία προσιτή συνήθεια ή αν έχει μετατραπεί σε πολυτέλεια.

«ΤΑ ΝΕΑ» ερεύνησαν και σύγκριναν επιτόπου προϊόντα που αφορούν τον στολισμό σε δύο μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ. Το συμπέρασμα είναι ότι, παρά τις διακυμάνσεις στις τιμές και τις προσφορές, το χέρι πρέπει να μπει στην τσέπη και σε αυτή την περίπτωση. Για του λόγου το αληθές, για ένα «αξιοπρεπώς» στολισμένο δέντρο (όχι, βεβαίως, φυσικό) μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους, ως 1,80 μέτρα σε ύψος, το κόστος της αγοράς – μαζί με τα λαμπάκια και τα στολίδια του – ξεπερνά τα 100 ευρώ και μπορεί εύκολα να φτάσει και τα 200. Κάτι που, προφανώς, εξαρτάται και από την ποιότητα των υλικών και τη χώρα κατασκευής τους.