Γιατί αυξάνονται οι άστεγοι στην Αθήνα

Κάθε πρωί που πηγαίνω στη δουλειά, σε έναν παράδρομο κάτω από το Πολυτεχνείο είναι ένας νεαρός, πότε ξύπνιος, πότε κοιμισμένος, στο πλατύσκαλο μιας κλειστής πολυκατοικίας. Εχει φτιάξει εκεί το ιδιότυπο σπίτι του με κουτιά και πράγματα που συνέλεξε. Εχει στολίσει και χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η εικόνα των αστέγων στο κέντρο της Αθήνας είναι πια συνηθισμένη. Ξέρεις πού συχνάζουν, πού φτιάχνουν τις καβάτζες τους, πού θα τους συναντήσεις. Με το παιδί αυτό, γύρω στα 35, ανταλλάσσουμε μερικές κουβέντες. Ζει στην Ελλάδα πέντε χρόνια, είναι από τη Συρία, πρώτα έμενε σε σπίτι, μετά στον δρόμο, έπειτα φυλακή για λόγο που αγνοώ και μετά πάλι στον δρόμο.

Αποφάσισα να γνωρίσω μερικούς από αυτούς τους ανθρώπους και να συζητήσω μαζί τους καταγράφοντας τις ιστορίες τους. Πέρασα κάποιες μέρες προσπαθώντας να τους προσεγγίσω. Δεν ήταν εύκολο. Κάθε περίπτωση φυσικά είναι ξεχωριστή και δεν εμπιστεύονται εύκολα για να πιάσουν κουβέντα. Ενας μου ζήτησε να του αγοράσω αλκοόλ για να μου μιλήσει. Γνωρίζοντας μερικούς και συγκεντρώνοντας υλικό, άρχισα να σκέφτομαι διαρκώς πώς θα το παρουσιάσω. Πού θα ήταν χρήσιμο; Με ποιον τρόπο θα διαφώτιζε κάποιον που θα το διάβαζε. Οσο το σκεφτόμουν όλο και περισσότερο μου φαινόταν λάθος. Δεν περιμένει κανείς έναν δημοσιογράφο να του πει πόσο δύσκολα περνούν οι άστεγοι στην Αθήνα, ότι όντως έχουν την ανάγκη του δίευρού μας. Αυτά τα ξέρει ήδη. Ούτε είναι χρήσιμο να αραδιάσω σε ένα κείμενο τον πόνο και το βίωμα διαφόρων ανθρώπων που ενδεχομένως δεν θα ξανασυναντήσω ποτέ. Θα ήταν οριακά πορνογραφία του πόνου, αποικιοκρατικό με την έννοια που δίνουμε στις κινήσεις ενός προνομιούχου που κάνει σαφάρι στις διαλυμένες ζωές των άλλων για να προκαλέσει συναίσθημα, να ευαισθητοποιήσει ή να δει κάτι διαφορετικό.

Η καταγραφή

Αλλαξα πορεία και έψαξα να βρω τι κάνει το κράτος για αυτούς τους αόρατους για εμάς ανθρώπους. Για να το κάνω αυτό, μίλησα με τη Μαρία Στρατηγάκη, αντιδήμαρχο Κοινωνικής Συνοχής και Ισότητας, καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου, στην αρμοδιότητα της οποίας για τον Δήμο Αθηναίων υπάγονται τόσο το Πολυδύναμο Κέντρο Αστέγων όσο και οι δράσεις υποστήριξης αστέγων streetwork. H ίδια διαθέτει πλούσια εμπειρία, έχοντας χρηματίσει στην ίδια θέση και στην περίοδο της δεύτερης τετραετίας του Γιώργου Καμίνη.

Στο πλαίσιο της συζήτησης προέκυψε αρχικά μια συνολική αποτύπωση της παρούσας κατάστασης. Οπως ανέφερε η Μαρία Στρατηγάκη, φέτος, στις 20 Οκτωβρίου, πραγματοποιήθηκε καταγραφή αστέγων στην Αθήνα, η πρώτη ύστερα από αρκετά χρόνια, με μέριμνα του Δήμου Αθηναίων. Η απογραφή αυτή εντάχθηκε σε ένα πανευρωπαϊκό πρόγραμμα που υλοποιήθηκε ταυτόχρονα σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, με τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα να αναμένονται εντός του Ιανουαρίου του 2026 από το Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου.

Η προηγούμενη αντίστοιχη καταγραφή είχε πραγματοποιηθεί το 2018 από την ίδια επιστημονική ομάδα, τότε όμως με τη μέριμνα του αρμόδιου υπουργείου. Εκείνη την περίοδο είχαν καταγραφεί περίπου 500 έως 600 άτομα. Η εικόνα που υπάρχει σήμερα στον Δήμο Αθηναίων, σύμφωνα με την αντιδήμαρχο, είναι πως ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν στον δρόμο – και ειδικότερα εκείνων που κάνουν χρήση ουσιών – έχει αυξηθεί αισθητά, χωρίς ωστόσο να υπάρχει ακόμη επίσημο, επικαιροποιημένο ποσοτικό αποτύπωμα.

Παρά τις προσπάθειες τόσο του δήμου όσο και άλλων εμπλεκόμενων φορέων, οι δυνατότητες για ουσιαστική παρέμβαση παραμένουν περιορισμένες. Οπως εξηγεί η Μαρία Στρατηγάκη, όταν για παράδειγμα οι ομάδες streetwork εντοπίζουν ένα άτομο σε κατάσταση που χρήζει άμεσης βοήθειας και κινείται εισαγγελική διαδικασία με την εμπλοκή της Αστυνομίας, η εξέλιξη είναι συνήθως προδιαγεγραμμένη. Το άτομο οδηγείται για ιατρικές εξετάσεις και τις περισσότερες φορές, βάσει της εμπειρίας των υπηρεσιών, διαπιστώνεται ότι χρειάζεται ψυχιατρική υποστήριξη. Οι δημόσιες δομές υγείας συνταγογραφούν μια φαρμακευτική αγωγή και θεωρούν την κατάσταση «ρυθμισμένη», αφήνοντας τελικά το άτομο να επιστρέψει στον δρόμο, χωρίς συνέχεια στη φροντίδα ή ουσιαστικό σχέδιο επανένταξης.

Το πρόβλημα, όπως υπογραμμίζεται, δεν είναι η απουσία διάθεσης αλλά η έλλειψη κρατικών δομών: δομές ψυχιατρικής φροντίδας με δυνατότητα φιλοξενίας, θεσμοί υποστηριζόμενης διαβίωσης και μηχανισμοί μακροπρόθεσμης παρακολούθησης απουσιάζουν ή είναι ανεπαρκείς. Αντίστοιχα, στην περίπτωση των επαιτών, πρόκειται για μια κατηγορία ανθρώπων που, ελλείψει ουσιαστικού νομικού πλαισίου και υποστηρικτικών δομών, επιστρέφουν σχεδόν αναπόφευκτα στον δρόμο. Η επαιτεία δεν συνιστά σοβαρό αδίκημα· έτσι, ύστερα από μια απλή εξακρίβωση στοιχείων, οι άνθρωποι αυτοί αφήνονται και πάλι στην τύχη τους.

Η τρίτη βασική κατηγορία αφορά τους χρήστες ουσιών. Οπως επισημαίνεται, πολλοί από αυτούς δεν είναι τυπικά άστεγοι, αλλά επιλέγουν να διαμένουν στον δρόμο λόγω της ανάγκης τους να βρίσκονται κοντά στις «πιάτσες» των ναρκωτικών. Και σε αυτή την περίπτωση, ο δήμος έχει περιορισμένες δυνατότητες παρέμβασης, καθώς δεν διαθέτει προγράμματα απεξάρτησης, ενώ η σχετική αρμοδιότητα ανήκει στον ΟΠΑΕ, τον φορέα που προέκυψε από τη συνένωση του ΟΚΑΝΑ και του ΚΕΘΕΑ.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μια σημαντική καινοτομία αναμένεται να ενισχύσει ουσιαστικά το έργο των ομάδων streetwork του Δήμου Αθηναίων. Σύντομα, οι ομάδες θα εκπαιδευτούν στη χρήση και θα φέρουν μαζί τους τη φαρμακευτική ουσία ναλοξόνη, η οποία χορηγείται σε περιπτώσεις οξείας τοξίκωσης ή υπερδοσολογίας από οπιοειδή και μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια. Η δυνατότητα αυτή κατέστη εφικτή μέσω χορηγίας του φιλανθρωπικού οργανισμού Bloomberg, ο οποίος έχει στηρίξει και στο παρελθόν τον Δήμο Αθηναίων, ήδη από την περίοδο της δημαρχίας Γιώργου Καμίνη.

Η Μαρία Στρατηγάκη αναφέρθηκε επίσης σε πρόσφατο περιστατικό άστεγης οικογένειας, όπου ο πατέρας αντιμετώπιζε και πρόβλημα εθισμού σε ουσίες. Οι υπηρεσίες του δήμου παρενέβησαν ώστε η οικογένεια να φιλοξενηθεί σε ξενώνα ΜΚΟ, με βασικό κριτήριο να μη διασπαστεί ο οικογενειακός πυρήνας. Οπως εξηγεί, στους ξενώνες και τα υπνωτήρια του δήμου γίνονται δεκτοί μόνο ενήλικοι, χωριστά κατά φύλο, και αποκλειστικά κατόπιν ατομικής προσέλευσης. Παιδιά δεν μπορούν να φιλοξενηθούν σε αυτές τις δομές, γεγονός που καθιστά τη συνδρομή των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών απολύτως κρίσιμη, καθώς συχνά καλύπτουν τα δομικά κενά του κρατικού μηχανισμού.

Ενα ακόμη ζήτημα που επιχειρεί να αλλάξει ο δήμος αφορά τις προϋποθέσεις ένταξης σε κοιτώνες, όπως αυτές ορίζονται από Κοινή Υπουργική Απόφαση του 2016. Οι προϋποθέσεις περιλαμβάνουν έναν εκτενή κύκλο εξετάσεων πριν δοθεί το τελικό «πράσινο φως» για φιλοξενία, καθιστώντας τη διαδικασία χρονοβόρα και αποτρεπτική για ανθρώπους που βρίσκονται σε συνθήκες ακραίας επισφάλειας. Ο δήμος έχει απευθύνει επανειλημμένα επιστολές στο αρμόδιο υπουργείο, ζητώντας την τροποποίηση του πλαισίου και την υιοθέτηση της αμερικανικής πρακτικής του «safe haven», όπου βασική προϋπόθεση φιλοξενίας είναι να μη φέρει κάποιος όπλα ή παράνομες ουσίες.

Τέλος, διευκρινίζεται ότι οι δομές που υπάγονται στην αρμοδιότητα του δήμου είναι αποκλειστικά μεταβατικής φιλοξενίας, διάρκειας έως έξι μηνών, ή νυχτερινής διαμονής. Ολες οι υπόλοιπες δομές – γηροκομεία, μονάδες ψυχικής υγείας, ιδρύματα πρόνοιας – ανήκουν στην ευθύνη των αρμόδιων υπουργείων. Η απουσία επαρκών δομών για ψυχικά ασθενείς δημιουργεί ένα διαρκές αδιέξοδο: δεν υπάρχει η δυνατότητα φιλοξενίας, εξατομικευμένης ρύθμισης και ουσιαστικής επανένταξης. Χαρακτηριστικό είναι ότι μέχρι πρόσφατα νοσοκομεία της Αθήνας, αδυνατώντας να διαχειριστούν ψυχιατρικά περιστατικά μετά την παροχή αγωγής, τα μετέφεραν με ταξί στο Πολυδύναμο Κέντρο Αστέγων του δήμου – μια πρακτική προβληματική, καθώς το Κέντρο δεν διαθέτει ούτε την αρμοδιότητα ούτε το κατάλληλο προσωπικό. Η πρακτική αυτή σταμάτησε, ευτυχώς, ύστερα από σχετική παρέμβαση και επιστολή του δήμου προς τις διοικήσεις των νοσοκομείων.