
Δεύτερη παράταση στην προθεσμία υποβολής αιτήσεων των υποψηφίων για την προκήρυξη πρόσληψης 290 οδηγών αναγκάστηκε να δώσει η εταιρεία Οδικές Συγκοινωνίες (ΟΣΥ).
Το περιορισμένο ενδιαφέρον για τις θέσεις των οδηγών τής ΟΣΥ κατέδειξε για άλλη μία φορά πως παρά την καμπάνια που έτρεξε η εταιρεία, αλλά και τις συχνές αναφορές της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Μεταφορών για «ευκαιρία επαγγελματικής αποκατάστασης των οδηγών», οι επαγγελματίες οδηγοί εξακολουθούν να γυρνούν την πλάτη στην εταιρεία των οδικών μέσων της πρωτεύουσας.
Σημειώνεται ότι η θέση του οδηγού στις αστικές συγκοινωνίες δεν είναι ελκυστική, εξαιτίας κυρίως του χρόνιου προβλήματος της μη μισθολογικής αναγνώρισης της προϋπηρεσίας τους στον ιδιωτικό τομέα. Δηλαδή, οδηγοί με προϋπηρεσία 10 και 15 χρόνων στον ιδιωτικό τομέα, ξεκινούν στην ΟΣΥ με μισθό πρωτοδιόριστου, παρά τις εξαγγελίες του αρμόδιου υπουργείου για αυξήσεις στις αποδοχές των οδηγών.
Ο διαγωνισμός
Ο διαγωνισμός για την πρόσληψη των 290 οδηγών άρχισε να «τρέχει» από τον Νοέμβριο, με αρχική προθεσμία υποβολής των αιτήσεων τη 12η Δεκεμβρίου. Η διαδικασία παρατάθηκε για πρώτη φορά έως την Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου, ενώ τώρα επεκτείνεται χρονικά μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου.
Σύμφωνα με πληροφορίες, έχουν υποβληθεί περίπου 330 αιτήσεις, αριθμός που πιθανότατα θα οδηγήσει σε αρκετά λιγότερες έγκυρες «υποψηφιότητες» από τον ζητούμενο αριθμό των 290 οδηγών. Στελέχη με εμπειρία σε τέτοιου είδους διαγωνισμούς σημειώνουν ότι από τον αριθμό των ενδιαφερομένων, ορισμένοι υποψήφιοι θα απορριφθούν, καθώς θα τεθούν εκτός διαδικασίας κατά τον έλεγχο των δικαιολογητικών τους ή επειδή δεν θα διαθέτουν τα απαραίτητα προσόντα. Επιπλέον, ο αριθμός αυτός «δεν εξασφαλίζει σε καμία περίπτωση τη δημιουργία μιας εφεδρείας υποψηφίων», οι οποίοι θα κληθούν να καλύψουν ως επιλαχόντες θέσεις που θα «χηρέψουν» εξαιτίας νέων παραιτήσεων ή συνταξιοδοτήσεων.
Κομβικό πρόβλημα
Η ανάγκη της ΟΣΥ για πρόσθετο προσωπικό κίνησης είναι πιεστική, καθώς εάν η αιμορραγία σε οδηγούς συνεχιστεί, δεν θα υπάρχει επαρκής αριθμός για να κινήσει τα λεωφορεία. Αλλωστε, η προσθήκη των 290 οδηγών – εφόσον τελικά ο αριθμός αυτός καλυφθεί – θα οδηγήσει στην ενίσχυση μόλις κατά 30% των δρομολογίων σε γραμμές υψηλής επιβατικής ζήτησης. Η έλλειψη οδηγών αποτελεί κομβικό πρόβλημα για τη λειτουργία της ΟΣΥ και κατ΄ επέκταση και για την εξυπηρέτηση του επιβατικού κοινού, καθώς σύμφωνα με την έκθεση πεπραγμένων της ΟΣΥ, μόνο το 2024 χάθηκαν πάνω από 500.000 δρομολόγια με κύρια αιτία την έλλειψη οδηγών. Συγκεκριμένα, από τα 3.331.749 προγραμματισμένα δρομολόγια, εκτελέστηκαν 2.826.981, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 84,8% του σχεδιασμένου έργου. Οι συνολικές απώλειες συγκοινωνιακού έργου το 2024 ανήλθαν σε 504.769 δρομολόγια, εκ των οποίων το 87,3% αποδίδεται από την εταιρεία στην έλλειψη οδηγών, ενώ το υπόλοιπο 12,7% σε αιτίες όπως βλάβες οχημάτων, αποκλεισμούς δρόμων και στάσεις εργασίας.
Πρακτικά, 440.457 δρομολόγια δεν πραγματοποιήθηκαν λόγω έλλειψης οδηγών – μια αύξηση 37,3% σε σχέση με το 2023 – με το ποσοστό των «χαμένων δρομολογίων» να αποτελεί το μεγαλύτερο των τελευταίων ετών.
Το ζήτημα της στελέχωσης των αστικών συγκοινωνιών παραμένει ιδιαίτερα οξύ, με το υπουργείο Μεταφορών να προετοιμάζει και νέα πρόσκληση ενδιαφέροντος στις αρχές της επόμενης χρονιάς, έχοντας ήδη ανακοινώσει αυξήσεις στις αποδοχές των ενεργών οδηγών, με στόχο να περιοριστούν οι παραιτήσεις προσωπικού και να ενισχυθεί η προσέλκυση νέων εργαζομένων. Σημειώνεται, ότι μέσα στο 2025 υπήρξαν ανά διαστήματα μαζικές παραιτήσεις νεοπροσληφθέντων οδηγών, εξαιτίας του χρόνιου προβλήματος της μη μισθολογικής αναγνώρισης της προϋπηρεσίας τους στον ιδιωτικό τομέα.
Η ηλικιακή κατανομή
Την ίδια στιγμή, η ΟΣΥ καλείται να αντιμετωπίσει ένα ευρύτερο πρόβλημα που αφορά το προσωπικό. Εκτός των οικειοθελών παραιτήσεων, το ανθρώπινο δυναμικό της εταιρείας μειώνεται και εξαιτίας των συνταξιοδοτήσεων, ενώ παράλληλα γερνά. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της εταιρείας, στο τέλος του 2024 ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων διαμορφώθηκε σε 4.527 άτομα, μειωμένος κατά 172 σε σχέση με το 2023. Η πτωτική αυτή τάση δεν είναι συγκυριακή, καθώς το 2022 το προσωπικό ανερχόταν σε 4.774 άτομα, το 2021 σε 4.921, ενώ το 2017 ξεπερνούσε τις 5.000. Εκτιμάται ότι σε ετήσια βάση περίπου 150 εργαζόμενοι εγκαταλείπουν την εταιρεία λόγω συνταξιοδότησης, μετακίνησης σε άλλους φορείς ή οικειοθελούς αποχώρησης, γεγονός που δυσχεραίνει τη σταθεροποίηση του προσωπικού. Την εικόνα επιδεινώνει και η ηλικιακή κατανομή του προσωπικού. Οι εργαζόμενοι ηλικίας έως 35 ετών αποτελούν ελάχιστο ποσοστό, μόλις το 1,5%, με τον συνολικό αριθμό τους να φτάνει τους 70 το 2024. Στον αντίποδα, περισσότεροι από τους μισούς εργαζομένους είναι άνω των 50 ετών, ενώ σημαντικό μέρος του προσωπικού, περίπου 42%, βρίσκεται στο ηλικιακό φάσμα των 36 έως 50 ετών.