Γιατί τελειώνει ο μισθός στις 20 του μηνός

Ο βασικός μισθός (880 ευρώ μεικτά, 743 ευρώ καθαρά) δεν φτάνει για έναν ενήλικο, που νοικιάζει την κατοικία του, ούτε μέχρι τις 20 του μήνα, όπως αποκαλύπτει η έρευνα των «ΝΕΩΝ», βάσει πραγματικών λογαριασμών. Επίσης, για έναν εργαζόμενο με καθαρό εισόδημα 1.000 ευρώ μηνιαίως (1.267 ευρώ μεικτά), τα έξοδα ξεπερνούν τα έσοδα πριν από το τέλος του μήνα, ενώ ίσα-ίσα «βγάζει» τον μήνα ένας εργαζόμενος με μεικτό μισθό 1.500 ευρώ (1.153 ευρώ καθαρά), που είναι ο στόχος που έχει τεθεί για το 2027 από την κυβέρνηση.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ για το 2024, ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα υπολογίζεται στα 1.342 ευρώ μεικτά (1.049 ευρώ καθαρά). Προκύπτει, δε, ότι περίπου δύο στους τρεις εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα έχουν καθαρό μηνιαίο μισθό κάτω από 1.200 ευρώ μεικτά (956 ευρώ καθαρά). Για το 2025, ο μέσος μισθός εκτιμάται γύρω στα 1.400 ευρώ.

Ούτε για τα ζευγάρια η κατάσταση είναι πολύ ευκολότερη. Με καθαρά έσοδα 1.800 ευρώ (1.000 + 800 ευρώ καθαρά), ένα ζευγάρι φτάνει στο τέλος του μήνα με άδειο πορτοφόλι – κι αυτό, κάνοντας σημαντικές περικοπές στα «μη απαραίτητα» έξοδα, όπως είναι η… ψυχαγωγία. Η δυσκολία αυξάνεται στην περίπτωση που το ίδιο ζευγάρι θέλει να αποκτήσει ή έχει παιδιά, γεγονός που συμβάλλει αρνητικά στο δημογραφικό.

Η καταβολή του δώρου Χριστουγέννων μέχρι τις 21 Δεκεμβρίου έρχεται να «σώσει» νοικοκυριά και επιχειρήσεις, δίνοντας επιπλέον ρευστότητα περίπου 1 δισ. ευρώ. Αλλωστε, οι «υποχρεώσεις» των γιορτών δεν είναι αμελητέες: δώρα σε φίλους και συγγενείς, περισσότερες έξοδοι, γιατί όχι και ένα ταξίδι για τους πιο τυχερούς… Τους υπόλοιπους μήνες όμως οι εργαζόμενοι βιώνουν μια πραγματική οδύσσεια για να τα βγάλουν πέρα.

Δεύτεροι από το τέλος

Τα στοιχεία της Eurostat, άλλωστε, αναδεικνύουν το μέγεθος του προβλήματος. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σταθμισμένο ως προς την αγοραστική δύναμη ανέρχεται στην Ελλάδα στο 70% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η χώρα μας βρίσκεται στην προτελευταία θέση μεταξύ των 27 χωρών της Ενωσης, ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία. Μεταξύ των 20 χωρών της ευρωζώνης (η Βουλγαρία μπαίνει στη νομισματική ένωση από το 2026), η Ελλάδα είναι τελευταία.

Σε ό,τι αφορά το διάμεσο διαθέσιμο εισόδημα (ο «μέσος» πολίτης, που έχει περισσότερα χρήματα από το 50% του πληθυσμού και λιγότερα από το άλλο 50%), τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι η Ελλάδα είναι τρίτη από το τέλος στην ΕΕ, πάνω μόνο από την Ουγγαρία και τη Σλοβακία. Στην Ελλάδα υπολογίζεται στις 12.436 μονάδες αγοραστικής δύναμης, έναντι ευρωπαϊκού μ.ό. 21.245 μονάδων. Βουλγαρία και Ρουμανία τοποθετούνται ψηλότερα από τη χώρα μας, με περίπου 13.000 μονάδες έκαστη.

Τι «τρώει» τον μισθό

Οι βασικές-πάγιες δαπάνες, όπως είναι τα κόστη στέγασης (ενοίκιο, κοινόχρηστα, ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, Ιnternet), το σουπερμάρκετ, το κινητό τηλέφωνο και η φορολογία αντιστοιχούν περίπου στα δύο τρίτα του μισθού: 59% για τα ζευγάρια και 66% για τους άγαμους. Αν σε αυτά προστεθούν και τα κόστη συντήρησης και χρήσης αυτοκινήτου, το ποσοστό φτάνει το 72% για τα ζευγάρια και το 78% για τους άγαμους.

Σε αυτά, προστίθενται τα έξοδα για τη διασκέδαση (μία έξοδος την εβδομάδα με μέσο κόστος 30 ευρώ ανά άτομο), οι καφέδες και οι παραγγελίες από καταστήματα εστίασης (15-20 ευρώ την εβδομάδα ανά άτομο), οι συνδρομές σε πλατφόρμες ταινιών και μουσικής (10-12 ευρώ), οι συνδρομές σε αθλητικούς συλλόγους και γυμναστήρια (40 ευρώ), αλλά και έκτακτα κόστη που προκύπτουν σχεδόν κάθε μήνα: ιατρικά έξοδα, επισκευές οχήματος, μισθώσεις ταξί, πρόστιμα, δώρα σε φίλους και συγγενείς, αγορές κ.ά. Συμπέρασμα; Μηδενική ή αρνητική αποταμίευση για την πλειονότητα των νοικοκυριών.