Όταν γεμίζει η ματιά γκριζόχρωμη αυγή
και η σκέψη απαντοχή,
όταν ρομφαίες πέτρινες τρυπάνε την ψυχή
στην ξένη γη.
Όταν βαριά η καρδιά απ’ ατέλειωτη σιγή
ψάχνει για προσμονή, τότε γυρίζει η ματιά μου
σε μέρη γνώριμα, δικά μου,
και προσπαθεί ν’ αγκιστρωθεί.
Την άπνοια του Δεκέμβρη να μη δει.
Τότε αργά, δειλά-δειλά, οι θύμησες με παίρνουν
και στ’ ακρογιάλια της πατρίδας μου με φέρνουν,
στα χρόνια τα όμορφα, τα παιδικά μου.
Στου Κάστρου μου του βενετσιάνικου τις ανεμώνες,
του Δάσους τις πευκοβελόνες,
όπου γιορτάνια έπλεκα σαν ήμουνα μικρή.
Εκεί που, δωδεκάχρονη παιδούλα,
δεκαεφτάχρονο αγόρι ντροπαλό,
«Αν ήμουνα Θεός», μου τραγουδούσε,
«θα σου ‘δινα καρδιά να μ’ αγαπούσες».
Και κάνω το ταξίδι μου και τα μνημόσυνά μου,
φόρο τιμής στα ξέγνοιαστά μου χρόνια.
Πώς να δεχτεί η ψυχή εδώ που ζει
Δεκέμβρη δίχως χιόνια, χωρίς να επαναστατεί;
Κι Απρίλη δίχως παπαρούνες, ούτε της Μπόχαλης
τις κοπελούλες — κυκλάμινα τις λένε εδώ.
Αμύρωδα είναι και φανταχτερά.
Πώς τις μικρές μου κοπελούλες
να φτάσουνε σε ομορφιά;
Έρημη η σκέψη όλο εκεί γυρνάει,
μα το εκκρεμές αδιάφορα χτυπάει
στη μοναξιά, καθώς με παραστέκει.
Να φύγω πρέπει.
Το χιόνι του Δεκέμβρη, του δικού μου, λιώνει.
Αργά-αργά ταξίδι και μνημόσυνο τελειώνει.
Με φέρνει πίσω η γκριζόχρωμη αυγή.
Ακόμα δεν το δέχτηκες, ψυχή,
πως θα ‘σαι εδώ χωρίς καντήλι και κερί.
The post Δεκέμβρης δίχως χιόνια appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.