Δημοσκοπήσεις: Ποιος χάνει, ποιος κερδίζει από τις μετακινήσεις ψηφοφόρων

Βουλή

Για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια οι δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας πριν κλείσει το 2025 βρίσκονται μπροστά σε ένα αδιέξοδο: κανείς δεν μπορεί να κάνει ασφαλή πρόβλεψη για την επόμενη εθνική κάλπη, καθώς τα δεδομένα που ισχύουν σήμερα μπορεί να μην είναι τα ίδια μέχρι την επόμενη άνοιξη. Η κυβέρνηση ξέρει ότι δέχεται πυρά τόσο από τα αριστερά όσο και από τα δεξιά της, στην πραγματικότητα όμως δεν γνωρίζει πόσους και ποιους αντιπάλους θα έχει.

Αυτή η συνθήκη αντικατοπτρίζεται και στις έρευνες, καθώς οι δημοσκόποι μετρούν το εύρος επιρροής τριών κομμάτων που ενδεχομένως θα σχηματιστούν μέσα στο 2026. Και παρατηρούν κινήσεις ψηφοφόρων τόσο προς παραδοσιακούς δέκτες όσο και προς ανορθόδοξες επιλογές, που δείχνουν πόση κινητικότητα αλλά και πόση αναποφασιστικότητα υπάρχει στο εκλογικό σώμα. Για κάποιους αναλυτές, αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας χρόνιας εικόνας «ενάμισι κόμματος» σε ένα πολιτικό σύστημα που άνθησε έχοντας δύο στιβαρούς πόλους. Είναι όμως η σημερινή εικόνα δείκτης αλλαγής ή δείκτης διαιώνισης της σημερινής κατάστασης;

Παιχνίδι για τρεις

Στο κεντροαριστερό πεδίο, το τοπίο είναι πιο ρευστό από ποτέ. Εν αναμονή της ανακοίνωσης ίδρυσης αλλά και της μορφής που θα έχει το «κίνημα» του Αλέξη Τσίπρα, τουλάχιστον δύο κόμματα, ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Αριστερά, διερευνούν αν αυτές οι κινήσεις θα σημάνουν και την αυτοδιάλυσή τους. Με δεδομένο πως ο πρώην πρωθυπουργός θέλει να διεκδικήσει εκ νέου τη διακυβέρνηση της χώρας, στόχος του είναι εμφανώς η δεύτερη θέση – στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι δεν αρκεί να προσελκύσει ψηφοφόρους μόνο από τον χώρο του πάλαι ποτέ ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ (που έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει πια), αλλά και να προσεγγίσει ψηφοφόρους που κινούνται ανάμεσα στο πρώην κόμμα του και το ΠΑΣΟΚ. Τα πράγματα, σε αυτή τη δεξαμενή, δεν είναι ωστόσο τόσο εύκολα – και αυτό αντικατοπτρίζεται όχι μόνο στις επίσημες δηλώσεις των στελεχών του ΠΑΣΟΚ, αλλά και στις έρευνες που δείχνουν πως το εγχείρημα της Αμαλίας, τουλάχιστον για την ώρα, έχει συγκεκριμένη διεισδυτικότητα στην πασοκική βάση, που μεταφράζεται περίπου στο 1% με 1,5% της σημερινής δύναμης της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Παρότι το κόμμα Τσίπρα δεν μπορεί να μετρηθεί με πρόθεση ψήφου, η διάθεση που έχει καταγραφεί ως τώρα δείχνει πως κερδίζει περίπου τα 2/3 των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ από τις εθνικές εκλογές του 2023 (μένει να φανεί αν όσο μένει μπορεί να επιτρέψει στον ΣΥΡΙΖΑ να σταθεί αυτόνομα), ενώ μικρότερο περιθώριο εισροών υπάρχει από το ΠΑΣΟΚ και την Πλεύση Ελευθερίας – αποδεικνύοντας, πάντως, αν οι δημοσκοπήσεις παραμείνουν ως έχουν σήμερα, ότι η δυναμική των τριών αυτών κομμάτων θα κρίνει όχι μόνο τη δεύτερη σχέση, αλλά και τις επόμενες. Ως τώρα, ΠΑΣΟΚ και Πλεύση Ελευθερίας βλέπουν θετικά σημεία στα ποσοστά τους.

Η αυξημένη συσπείρωση του ΠΑΣΟΚ, ακόμα και αν δεν μεταφράζεται σε εμφανή άνοδο, οφείλεται, σύμφωνα με τις αναλύσεις, στην απειλή της εμφάνισης Τσίπρα – ο πρώην πρωθυπουργός, πάντως, δεν κερδίζει τον κόσμο του πολιτικού κέντρου, που σε ποσοστό 80% δηλώνει «όχι τόσο πιθανό/απίθανο» να τον ψηφίσει. Αυτό σημαίνει πως και αυτή η δεξαμενή είναι ακόμα ανοιχτή για τη Χαριλάου Τρικούπη, αν και μέχρι τώρα οι εισροές από τη ΝΔ και οι εκροές προς αυτή είναι περίπου ίδιες σε αριθμό, άρα αλληλοεξουδετερώνονται χωρίς να ενισχύουν το ποσοστό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Από την άλλη πλευρά, η Πλεύση Ελευθερίας «χτίζει» πάνω στις κοινοβουλευτικές εμφανίσεις της Ζωής Κωνσταντοπούλου, γνωρίζοντας πως η πίεση θα αυξηθεί με την εμφάνιση Τσίπρα – και με δεδομένη την αντιπαραθετική στάση μεταξύ του πρώην πρωθυπουργού και της Κωνσταντοπούλου, που επιβεβαιώθηκε από την περιγραφή της πρώην προέδρου της Βουλής στην «Ιθάκη».

Το δίλημμα «κόμμα ή πρόσωπο» παίζει τον δικό του ρόλο στη συζήτηση, καθώς Ανδρουλάκης, Τσίπρας και Κωνσταντοπούλου προσέρχονται με διαφορετική απάντηση στην ερώτηση «ποιος και πώς μπορεί να κερδίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη;». Και αυτό επιβεβαιώνεται στις εκροές του ΠΑΣΟΚ, όπως αναλύονται στην τελευταία δημοσκόπηση της Metron Analysis, που δείχνει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να χάνει 6,3% προς την πλευρά της Κωνσταντοπούλου. Η Πλεύση Ελευθερίας, στην ίδια έρευνα, είναι ο κύριος αποδέκτης των εκροών από τον ΣΥΡΙΖΑ, με 15,2%, ενώ παίρνει και 3,1% από τη ΝΔ – δεδομένο που ενδεχομένως εξηγεί γιατί η στάση του Μεγάρου Μαξίμου έχει σκληρύνει απέναντι στην Κωνσταντοπούλου.

Ο παράγοντας «αντισυστημισμός»

Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι μόνο οι διαθέσεις προς την Πλεύση Ελευθερίας, που κερδίζει και εξ αριστερών και εκ δεξιών, ο μόνος δείκτης που αποδεικνύει πως ο αντισυστημισμός κερδίζει χώρο στο πολιτικό σύστημα – η δυνητική ψήφος της Μαρίας Καρυστιανού ξεπερνάει καθαρά αυτή δύο εν αναμονή κομμάτων που σχετίζονται με δύο πρώην πρωθυπουργούς, τον Αλέξη Τσίπρα και τον Αντώνη Σαμαρά, με τους οποίους έχει ήδη δηλώσει πως δεν προτίθεται να συνεργαστεί. Μια ενδεχόμενη πολιτική προσπάθεια από την Καρυστιανού, που δεν έχει ξεκάθαρη πολιτική κατεύθυνση στον παραδοσιακό άξονα Αριστερά – Δεξιά, δείχνει να «κερδίζει» κόσμο και από την Πλεύση Ελευθερίας (οι δύο πλευρές έχουν σηκώσει εξίσου το ζήτημα των Τεμπών και η επικράτηση της μιας ή της άλλης εκτιμάται από τους αναλυτές πως θα φανεί και επί των ευρύτερων πολιτικών ζητημάτων αλλά και επί της δημοφιλίας του επικεφαλής), όπως και από την Ελληνική Λύση, η οποία αποτελεί μια δεξιά λύση διαμαρτυρόμενων ψηφοφόρων.

Ενδεικτικό πως σε αυτού του τύπου την ψήφο η ιδεολογία δεν μετράει, η Ελληνική Λύση κερδίζει ψηφοφόρους και από το ΠΑΣΟΚ, εξού και η πρόσφατη επίθεση του Νίκου Ανδρουλάκη στον Κυριάκο Βελόπουλο σε μία από τις τελευταίες του τηλεοπτικές εμφανίσεις – το φαινόμενο αυτό απαντάται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, όπου στις περισσότερες περιοχές η Ελληνική Λύση «χτυπάει» έως και διψήφια ποσοστά.

Αυτό που δεν είναι ακόμα σαφές είναι πόσο θα κονταροχτυπηθούν για ίδιες δεξαμενές ψηφοφόρων ο Τσίπρας και η Καρυστιανού – επειδή ακριβώς τα κόμματα δεν είναι σχηματισμένα και καταγραφή πρόθεσης ψήφου δεν μπορεί να υπάρξει, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει η ταυτόχρονη παρουσία να κόψει την εκλογική φόρα του ενός ή ακόμα και των δύο.