Εκλογές ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση: Γιατί επιστρέφει η τοξικότητα

Οταν ο Κώστας Σημίτης είπε τη φράση «αυτή είναι η Ελλάδα», αναφερόμενος στις ευθύνες μιας τραγωδίας (του ναυαγίου του «Σάμινα»), σχηματοποίησε το αιώνιο ερώτημα για τη φύση και τις δυνατότητες του ελληνικού κράτους. Ποια είναι στα αλήθεια η Ελλάδα – αυτή που είναι ικανή για το καλύτερο ή αυτή που πράττει το χειρότερο; Μπροστά σε αυτή την πρόκληση έχουν βρεθεί πολλοί πρωθυπουργοί από τότε. Και ο Κυριάκος Μητσοτάκης καθ’ οδόν προς τον έβδομο χρόνο διακυβέρνησης δεν αποτελεί εξαίρεση. Διότι μόνο τις τελευταίες ημέρες έχει μπροστά του δύο εκ διαμέτρου διαφορετικές Ελλάδες: την εικόνα του Κυριάκου Πιερρακάκη να κερδίζει την ψήφο των ευρωπαίων συναδέλφων του στο Eurogoup και την εικόνα των καταγεγραμμένων σε επισυνδέσεις αγροτοπαραγωγών να ορκίζονται πως θα είναι ΝΔ μέχρι να πεθάνουν.

Απέναντι σε μία Ελλάδα που μπορεί να έχει λόγο στα κέντρα λήψης αποφάσεων, η Ελλάδα των «κουμπάρων», λίγων «κολλητών» και σκανδάλων. Κόντρα σε μια χώρα με θετικές μακροοικονομικές ειδήσεις, η χώρα εκείνων που παλεύουν να τα βγάλουν πέρα με τιμιότητα, διαπιστώνοντας σε ζωντανή μετάδοση την περισσή άνεση κάποιων να περιφρονούν τους πάντες. Μέσα στο ίδιο 24ωρο αποδείχθηκε με τον πιο πανηγυρικό τρόπο και ταυτόχρονα με τον πιο απογοητευτικό ότι συνεχίζουν να υπάρχουν και οι δύο Ελλάδες – και άρα να συγκρούονται. Κι αν ο Μητσοτάκης θέλει να λέει ότι ξέρει «με ποια Ελλάδα είμαι, για ποια αγωνίζομαι και τελικά ποια εκφράζει τους περισσότερους Ελληνες», στην πραγματικότητα γνωρίζει ότι όσο κουβαλάει την άλλη Ελλάδα, χωρίς δραστικές κινήσεις για την εξαφάνισή της, το ερώτημα θα μένει ανοιχτό: ποια Ελλάδα θα υπερισχύσει;

Κυριάκος Πιερρακάκης: Από το περιθώριο στην κορυφή της Ευρώπης

Λίγο πριν από την ψήφιση του προϋπολογισμού του 2026 ο Κυριάκος Μητσοτάκης επικαλέστηκε από το βήμα της Βουλής το άλλοτε κίνημα «Μένουμε Ευρώπη» και το μετέπειτα νεοδημοκρατικό σύνθημα «γινόμαστε Ευρώπη». Δεν το έκανε γιατί ήθελε να μιλήσει ξανά για νίκες της περασμένης δεκαετίας κατά του λαϊκισμού και της οπισθοδρόμησης. Αυτή τη φορά ήθελε εμφατικά να αντιστρέψει το σύνθημα: «Η Ευρώπη λέει «εμείς γινόμαστε Ελλάδα»». Παρά την υπερβολή που εκπέμπει η συγκεκριμένη αποστροφή, η περίπτωση της ανάληψης της ηγεσίας του Eurogroup από τον έλληνα υπουργό Οικονομικών Κυριάκο Πιερρακάκη για τα επόμενα δυόμισι χρόνια, ύστερα από την αιφνιδιαστική παραίτηση του Ιρλανδού Πασκάλ Ντόναχιου, επισφραγίζει πράγματι το τέλος της Ελλάδας ως ευρωπαϊκής εξαίρεσης.

Η κυβέρνηση μίλησε για «εθνική ανάταση», για επιστροφή της χώρας «από το περιθώριο της Ευρώπης στην κορυφή του οικονομικού συμβουλίου των πιο ανεπτυγμένων χωρών», για δικαίωση των θυσιών των πολιτών «ακριβώς 10 χρόνια από τότε που η χώρα βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού». Είχε προηγηθεί άλλωστε η δημόσια στήριξη της ελληνικής υποψηφιότητας από την πλευρά – τη γερμανική – που προ δεκαετίας ήθελε την Ελλάδα εκτός ευρώ. Η κυβέρνηση πιστεύει ότι η εκλογή Πιερρακάκη στο Eurogroup έρχεται να λειτουργήσει ενισχυτικά στο γαλάζιο αφήγημα της «προόδου» (της χώρας και της οικονομίας της) και στο σύνθημα περί «αξιοπιστίας» σε μια περίοδο που η κυβερνητική παράταξη αιμορραγεί σε μια σειρά από βαθιά τραύματα και εντείνονται οι πρωθυπουργικές μάχες αποκατάστασης της εμπιστοσύνης με τις κοινωνικές συμμαχίες που είχαν διαμορφωθεί στην προηγούμενη εξαετία. Οπωσδήποτε ύστερα από την εκλογή Πιερρακάκη, η Ελλάδα της «προόδου» εντάχθηκε και επισήμως στη λίστα του θετικού απολογισμού, την οποία σκοπεύει να προβάλλει με κάθε ευκαιρία ο Μητσοτάκης προς τα ακροατήρια που τον στήριξαν στις προηγούμενες δύο εθνικές αναμετρήσεις.

Οχι τυχαία στη ρητορική Μητσοτάκη εμφανίζεται η λέξη «σύγκλιση». Δεν είναι όμως καινούργια, η αλήθεια είναι ότι την επαναφέρει. Αυτήν όριζε ο ίδιος ως τίτλο αρχής της κυβέρνησής του – ως σύνθημα επανεκκίνησης, ακριβέστερα – ύστερα από την πύρρειο εκλογική νίκη της ΝΔ το 2024, όταν άρχιζαν οι προσπάθειες ουσιαστικής ανάταξης της κυβερνητικής φθοράς, οι οποίες, σημειωτέον, μένουν στον μεγαλύτερο βαθμό άκαρπες έως σήμερα.

Καθ’ οδόν προς τον έβδομο χρόνο διακυβέρνησης και, αναγνωρίζοντας ότι δεν έχει πια πολλές ευκαιρίες, το Μέγαρο Μαξίμου σπεύδει να καλλιεργήσει προσδοκίες για την Ελλάδα του 2030, θεωρώντας ότι με αυτό τον τρόπο μπορεί να απευθυνθεί στην περίφημη «σιωπηλή πλειοψηφία» που περιμένει την προσέγγιση με την Ευρώπη σε όλα τα επίπεδα. Μόνο που ζητούμενα για τα εν λόγω ακροατήρια – δεξαμενές που ψήφισαν Μητσοτάκη το 2019 και το 2023 και πλέον… αγνοούνται – εξακολουθούν να είναι οι ευκαιρίες, η ευημερία (και όχι μόνο στα μακροοικονομικά δεδομένα) και, το σημαντικότερο, η απαλλαγή από βαρίδια του παρελθόντος.

Γιώργος Ξυλούρης (Τζιτζής)

Αυτό που γίνεται στον ΟΠΕΚΕΠΕ, έλεγε μέσα στην εβδομάδα ο Κυριάκος Μητσοτάκης, «είναι ουσιαστικά μια από τις τελευταίες μάχες που δίνουμε με την παλιά Ελλάδα. Με μια Ελλάδα η οποία μας πλήγωσε, μας χρεοκόπησε τελικά». Για το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας το σκάνδαλο των αγροτικών επιδοτήσεων έχει καταστεί συνώνυμο της διαφθοράς, μιας «σαπίλας» που έρχεται από τα παλιά και ουδέποτε αντιμετωπίστηκε – ούτε κατά την εξαετή διακυβέρνηση της ΝΔ, η οποία έχει διαλαλήσει πολλές φορές έως σήμερα την αποφασιστικότητά της για πόλεμο με το «βαθύ κράτος». Αυτό αποκαλύπτεται πια μπροστά στα μάτια όσων παρακολουθούν τις συνεδριάσεις με τα ανοιχτά μικρόφωνα και κάμερες της εξεταστικής επιτροπής: με «Φραπέδες» και «Χασάπηδες» να μιλούν για Porsche και Ferrari, να νιώθουν ότι ήταν και παραμένουν στο απυρόβλητο διότι μόνο έτσι μπορούν να δικαιολογηθούν τα χτυπήματα του χεριού στο κοινοβουλευτικό έδρανο και τα απαξιωτικά τους βλέμματα.

Η Ελλάδα του «Φραπέ» (για τους φίλους «Τζιτζής») δεν έχει τίποτα ευρωπαϊκό. Αντίθετα συμπυκνώνει όλες τις δυσλειτουργίες και την ανεπάρκεια της κρατικής λειτουργίας, τις αδυναμίες των θεσμών, την αδιαφάνεια στη διαχείριση του δημόσιου ταμείου, παλαιοκομματικές νοοτροπίες και σκοτεινές αντιλήψεις. Στο Μέγαρο Μαξίμου, αναγνωρίζουν το πολιτικό κόστος (το διαβάζουν πίσω από τις δημοσκοπικές μπάρες) και γνωρίζουν το δύσκολο στοίχημα: πως αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη;

Η πρόταση Μητσοτάκη για τη συγκρότηση διακομματικής επιτροπής ώστε όλα τα κόμματα να καταλήξουν από κοινού σε ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης του πρωτογενούς τομέα ήταν έμμεση γέφυρα προς τους έντιμους εκπροσώπους του πρωτογενούς τομέα. Το ίδιο και η αποστροφή του «δεν πρόκειται να απολογηθώ ποτέ για καμία παρανομία κανενός καιροσκόπου (…) τα «παράσιτα» πάντα αναζητούν την ευκαιρία να προσκολληθούν σε οργανισμούς εξουσίας». Ο δρόμος είναι μακρύς και ανηφορικός, όπως επιβεβαιώνει και ο τελευταίος κύκλος των δημοσκοπήσεων για το 2025, ενόσω πολιτικοί αναλυτές παρατηρούν ότι στους παράγοντες που επηρεάζουν εκλογικές συμπεριφορές και πρωτίστως στα κεντρογενή ακροατήρια είναι η αξιοπιστία των θεσμών και της λειτουργίας του κράτους.

Το πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση φαίνεται από τα γκάλοπ που δείχνουν ότι η διατύπωση των κυβερνητικών προθέσεων δεν πείθει τους πολίτες, αφού ακόμα και ανάμεσα σε ψηφοφόρους της ΝΔ εκφράζεται η θέση πως τελικά δεν θα αποδοθεί δικαιοσύνη για τις παράνομες επιδοτήσεις, αλλά και από τις μετρήσεις που δείχνουν το πώς η κοινωνία αντιμετωπίζει την οργή των αγροτών στον απόηχο του σκανδάλου: το 81% χαρακτηρίζει δίκαια τα αιτήματά τους, το 63% δικαιολογεί τη μορφή των κινητοποιήσεων (τα μπλόκα στους δρόμους δηλαδή), σύμφωνα με τη Metron Analysis/Mega.

Η επιστροφή της τοξικότητας

Η «τοξικότητα», μια λέξη της ποπ ψυχολογίας, ταιριάζει πάρα πολύ στην πολιτική επικοινωνία. Γιατί σημαίνει τα πάντα και τίποτα. Ταυτόχρονα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει και πραγματικό περιεχόμενο. Ισα ίσα. Εχει και παραέχει και εσχάτως σημειώνει εκ νέου θεαματική δημοφιλία όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά γενικότερα σε δυτικές δημοκρατίες, όπου παρατηρούνται και οι κοινές θεματικές του.

Στην εγχώρια σκηνή, η κυβερνητική φθορά και το κοινό αίσθημα ότι μπαίνουμε σε μια χρονιά προεκλογική, η ένταση που προκαλεί στο πολιτικό σκηνικό το γεγονός ότι το 2025 κλείνει με μαζικές κινητοποιήσεις των αγροτοκτηνοτρόφων και μπλόκα με μεγάλη λαϊκή υποστήριξη, έχει ανοίξει έναν νέο κύκλο αντιπαράθεσης, ο οποίος επανέφερε την τοξικότητα για τα καλά στο προσκήνιο. Από τον πολιτικό λόγο ως τις… μπουνιές του ευρωβουλευτή Νίκου Παππά σε έναν πολίτη και δημοσιογράφο, η πόλωση δείχνει να επιστρέφει στην καθημερινότητά μας και να πρωτοστατεί στη μιντιακή απεικόνισή της, με την κυβέρνηση να την καταδικάζει ρητορικά την ίδια ώρα που τη χρησιμοποιεί για να αναδειχθεί ως πυλώνας σταθερότητας και πολιτικού πολιτισμού. Ενα μεγάλο ακροατήριο, ωστόσο, δείχνει – και δημοσκοπικά – να «ψήνεται» περισσότερο από την οργή και την επιθετικότητα.

Πολύ περισσότερο που τις τελευταίες εβδομάδες ζούμε ένα reality show που παράγει υπέροχα τοξικό περιεχόμενο για τα social media, ακριβώς όπως και κάμποσα τηλεοπτικά προϊόντα. Απλώς δεν διεξάγεται σε πλατό, αλλά στη Βουλή. Λέγεται Εξεταστική Επιτροπή και, όπως όλα τα σόου, έχει επεισόδια με λιγότερο ή περισσότερο ενδιαφέρον. Οσο περισσότερο μένει στο θέμα των αγροτικών επιδοτήσεων και του Οργανισμού, τόσο λιγότερο ενδιαφέρον παράγει. Το virality των βίντεο με τις καταθέσεις ανθρώπων που έγιναν γνωστοί με παρατσούκλια, όπως «Φραπές» και «αγρότης με Φεράρι», είναι όσα χρειάζεται να ξέρουμε για το τι τραβάει την προσοχή πολιτών, έχοντας στον νου μας τα ποιοτικά στοιχεία που καταγράφουν όλες οι έρευνες για τις κοινωνικές τάσεις. Μέσα σε μια κοινωνία όπου επικρατεί μια συσσωρευμένη και σιωπηλή κόπωση, άγχος και παραίτηση, οι πολίτες ξεσπούν ή σπάνε πλάκα με ατάκες όπως το «επικαλούμαι το δικαίωμα της σιωπής», αφού δεν ελπίζουν ότι θα προκύψει κάτι σοβαρό και χειροπιαστό από την πολιτική και τις θεσμικές διαδικασίες.

Παρομοίως, ενδεικτικό είναι ότι οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν αυξημένα τα ποσοστά της Ζωής Κωνσταντοπούλου και της Πλεύσης Ελευθερίας, γεγονός που αποδίδεται στις εμφανίσεις της στην Εξεταστική, όπου παρεμβαίνει, διαπληκτίζεται με μάρτυρες και άλλα μέλη της. Οι υπόνοιές της για την ακεραιότητα της δικαστικού και συζύγου του Ακη Σκέρτσου ήρθαν να «ξεκλειδώσουν» το Μέγαρο Μαξίμου ώστε να στραφεί ευθέως εναντίον της, μη διστάζοντας και αυτοί να προβούν σε αναφορές προσωπικές και οικογενειακές της. Παράλληλα, τους διαπληκτισμούς στην Εξεταστική σιγοντάρουν άλλα μέλη της Επιτροπής, που θέλουν κι αυτοί να πρωταγωνιστήσουν σε βιντεάκια για το δικό τους κοινό. Χαρακτηριστική περίπτωση ο Μακάριος Λαζαρίδης, ο οποίος παρενέβη στο παραπάνω περιστατικό με τον υπουργό Επικρατείας, προκειμένου να τσακωθεί και να εκτοξεύσει κι αυτός χαρακτηρισμούς.

Ο τοξικός λόγος, λοιπόν, έχει φύση πολλαπλασιαστική. Υπό αυτή την έννοια, είναι σαν να ακολουθεί τους αλγορίθμους των ψηφιακών πλατφορμών, για τις οποίες η έρευνα έχει καταδείξει εδώ και χρόνια ότι όσο πιο «τοξικό» είναι το περιεχόμενο τόσο περισσότερη προσοχή και αλληλεπίδραση έχει από τους χρήστες. Εξού και οι δημοφιλείς πολιτικοί στα κοινωνικά δίκτυα (με την έννοια του όγκου αναγνωστών κι αλληλεπίδρασης) είναι οι ενεργοί που δεν κωλώνουν να τσακωθούν, όπως π.χ. ο Αδωνις Γεωργιάδης και ο Παύλος Πολάκης, ενώ στα social media βασίζει την πολιτική παρουσία της η Αφροδίτη Λατινοπούλου. Με τα αγροτικά μπλόκα ως ντεκόρ, σε έναν δρόμο πιο σκληρής ρητορικής κινείται και ο Κυριάκος Βελόπουλος.

Η προοπτική τους επόμενους μήνες να τραβήξουν το ενδιαφέρον του λεγόμενου αντισυστημικού ακροατηρίου ή να αποτελέσουν δεξαμενή αντικυβερνητικής ψήφου πολιτικές κινήσεις όπως αυτή που προαναγγέλλει η Μαρία Καρυστιανού, επίσης φαίνεται να αναγκάζει τους ανταγωνιστές να αναζητήσουν αντίδοτο μέσα από την εκτράχυνση του πολιτικού λόγου.

Την ίδια ώρα, η τοξικότητα και η επιθετικότητα, πέραν του ότι δυναμιτίζουν τον πολιτικό διάλογο και προκαλούν σοβαρά ζητήματα, μάλλον θέτουν εμπόδια στην πολιτική συμμετοχή. Επισημαίνεται, άρα, μια μεγάλη παγίδα: Το γεγονός ότι υπάρχει πολιτικός λόγος που δικαίως μπορεί να κατηγοριοποιηθεί στην «τοξικότητα» δεν σημαίνει ότι πρέπει να μπερδευόμαστε όταν η έννοια αυτή χρησιμοποιείται ως καταγγελία με σκοπό το πολιτικό κέρδος. Κοινώς, δεν πρέπει να την μπερδεύουμε με τη σκληρή κριτική, ακόμη και τη σύγκρουση, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Διόλου τυχαία, η κατηγορία περί «τοξικότητας» των αντιπάλων έχει ενταχθεί στο λεξιλόγιο προσώπων και κομμάτων που αισθάνονται ότι ευνοούνται από την ένταση στον δημόσιο λόγο. Είναι ενδεικτικό ότι ο Ντόναλντ Τραμπ συνηθίζει να κατηγορεί ως «τοξικούς» τους αντιπάλους και τους επικριτές του.

Στα καθ’ ημάς, τον όρο «τοξικότητα» έβαλε στον δημόσιο πολιτικό διάλογο συστηματικά τα τελευταία χρόνια ο Κυριάκος Μητσοτάκης, κάνοντας τη, μάλιστα, μια από τις λέξεις – κλειδιά των εκλογών του 2023, για τις οποίες έθεσε το δίλημμα «τοξικότητα και λαϊκισμός ή πολιτική σταθερότητα και υπεύθυνος λόγος». Αυτό δείχνει να επαναλαμβάνει και σήμερα, δίνοντάς μας μια γεύση από όσα μπορούμε να περιμένουμε για τα διακυβεύματα και τα διλήμματα που θα βρούμε μπροστά μας το 2026.