Παντελής Βολάρης: 50 χρόνια μουσικής κληρονομιάς στην Αυστραλία

Η μουσική, διαχρονικά, δεν υπήρξε ποτέ απλώς μια μορφή ψυχαγωγίας.

Αποτελεί επίσης φορέα πολιτισμού και ιδεών, αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς, της παράδοσης και της συλλογικής μνήμης.

Λειτουργεί σαν νήμα που συνδέει τις βαθύτερες σκέψεις, τις επιθυμίες και τα όνειρα των ανθρώπων, διασχίζοντας χρόνο, αποστάσεις και γενιές.

Για τους ξενιτεμένους ειδικά, η επαφή με τη μουσική αναδύεται συχνά ως μια βαθιά ανάγκη σύνδεσης με την πατρίδα.

Αρκεί πολλές φορές ένα γνώριμο τραγούδι ή μελωδία για να ξυπνήσουν θύμησες που μεταφέρουν την καρδιά κοντά σε μέρη οικεία. Κοντά σε όσα αγαπά και νοσταλγεί…

Για πολλούς ομογενείς, η συμβολή του Παντελή Βολάρη (Peter Volaris) στην παροικία υπήρξε καθοριστική για τη διατήρηση και τη μετάδοση της ελληνικής μουσικής, ενώ ταυτόχρονα άνοιξε δρόμους σε νέους, ανερχόμενους μουσικούς ειδικά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80.

«Δεν υπάρχει πιο ευγενικό, πιο ικανοποιητικό να ξέρεις ότι μεταλαμπάδευσες γνώσεις και έδωσες μία συνέχεια σε αυτό που πιστεύεις και αυτό που ωφελεί την παροικία μας και αυτό πιστεύω ότι το έκανα…», δήλωσε ο κ. Παντελής Βολάρης στον «Νέο Κόσμο».

Ο Παντελής Βολάρης (αριστερά) με το γιο του Κυριάκο, στο «Volaris Music Centre». Φωτογραφία: Supplied

Φέτος ο πολυχώρος μουσικής του μουσικοσυνθέτη λημνιακής καταγωγής, «Volaris Music Centre», συμπλήρωσε 50 χρόνια «ζωής» στο Brunswick της Μελβούρνης.

Ένα επίτευγμα που, όπως τόνισε, οφείλεται και στη στήριξη του γιου του, Κυριάκου (Ken), ο οποίος έχει αναλάβει τη λειτουργία του καταστήματος πώλησης μουσικών οργάνων.

«Είναι μια μεγάλη ικανοποίηση που μπόρεσε και έφτασε στα 50 χρόνια. Φυσικά δεν μπορώ να παραλείψω ότι είμαι εδώ 50 χρόνια επειδή με βοήθησε ο Κυριάκος, ο γιος μου».

Ωστόσο με το δικό του μεράκι, αφοσίωση και προσπάθεια, ο κ. Βολάρης έχτισε βήμα-βήμα όσα σήμερα του προσφέρουν πολλούς λόγους να αισθάνεται υπερήφανος για τη διαδρομή του.

«Πιστεύω ότι πρόσφερα κάτι… ίσως να ήμουν ένας φορέας που μπορούσα να συνεχίσουμε να ολοκληρώσουμε τα όνειρα των Ελλήνων μεταναστών να μάθουν γράμματα, μουσική κουλτούρα…».

Από τα «θρανία» του κ. Βολάρη πέρασε το «μεγαλύτερο ποσοστό των νέων ορχηστρών» που δραστηριοποιούνταν στα μουσικά δρώμενα της παροικίας την εποχή εκείνη. Φωτογραφία: Supplied

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΒΗΜΑΤΑ

Η αγάπη για τη μουσική έρεε στις φλέβες της οικογένειας Βολάρη.

Ο κ. Παντελής γεννήθηκε το 1945 στα Τσιμάνδρια, ένα μικρό χωριό της Λήμνου που τότε θυμάται είχε «μόλις 700 κατοίκους» και «97 παιδιά στο σχολείο».

Στα επτά του ξεκίνησε να παίζει βιολί, πατώντας στα χνάρια του πατέρα του, Κυριάκου, οποίος έπαιζε βιολί και λύρα.

Ο παππούς του «μουσικός έπαιζε και αυτός λύρα».

Σε μικρή ηλικία έκανε τα πρώτα του μουσικά βήματα στο πλευρό του πατέρα του, τον οποίο συνόδευε με το βιολί ή το ακορντεόν σε πανηγύρια και γάμους του χωριού.

«Ήμουν τόσο μικρός που τα πόδια μου δεν ακουμπούσανε στο πάτωμα όταν καθόμουν και μάλιστα κουραζόμουν, 10 χρονών παιδί, και θυμάμαι ήμουν από την αριστερή μεριά καθόμουν πάντα από τον μπαμπά μου…».

«Και καθώς έπαιζε το δοξάρι όταν με έβλεπε και έγειρα το κεφάλι μου έκανε μία τακ τακ και ξυπνούσα», μοιράστηκε γελώντας.

Τσιμάνδρια, Λήμνος,1955: Ο 10χρονος Παντελής Βολάρης (αριστερά) παίζει ακορντεόν μαζί με τον πατέρα του, Κυριάκο Βολάρη (δεύτερος από αριστερά) καθώς και τους Δημήτρη Βόγδανο και Τρύφωνα Κατή.
Φωτογραφία: Volaris Music Centre/Facebook

Αυτό το «σκούντημα» παρακίνησης σα να ενσταλλάχθηκε βαθιά στο υποσυνείδητο του κ. Βολάρη.

Λες και, σαν σιωπηλός οδηγός, σε κάθε βήμα της μετέπειτα πορείας του, το πρότυπο του «πολυταλαντούχου» πατέρα του, του έκανε μια «τακ τακ», υπενθυμίζοντάς του ότι… τα αγαθά κόποις κτώνται.

Αυτό αποδείχθηκε άλλωστε και μέσα από τα λόγια του, καθώς μας περιέγραψε το πρόγραμμα που τηρούσε για ένα διάστημα εργαζόμενος πλέον ως ενήλικας στην Αυστραλία.

«Περνούσα μισό χρόνο με το Υπουργείο Παιδείας. Δίδασκα Τρίτη, Τετάρτη και Πέμπτη μισή ημέρα. Την Πέμπτη το απόγευμα έπαιρνα το αεροπλάνο για Σίδνεϊ, έπαιζα εκεί Πέμπτη βράδυ, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, και τη Δευτέρα γύριζα πίσω στη Μελβούρνη για να διδάξω το βράδυ σε διάφορες σχολές. Την Τρίτη ξεκινούσε ξανά η ίδια ρουτίνα…».

Αποκόμματα της εφημερίδας μας από παλαιότερες εκδηλώσεις του «Volaris Music Centre». Φωτογραφία: «Νέος Κόσμος».

ΑΝΟΙΓΟΝΤΑΣ ΠΟΡΤΕΣ…

«If life doesn’t hand you an opportunity, create one» (Εάν η ζωή δεν σου προσφέρει μία ευκαιρία δημιούργησέ την).

Ορμώμενος από αυτή τη φιλοσοφία, ο κ. Βολάρης δημιούργησε ο ίδιος την ευκαιρία που του επέτρεψε να εκπληρώσει το όνειρό του:

Να ιδρύσει τη δική του Σχολή Μουσικής, έναν χώρο μέσα από τον οποίο μπορούσε να εκφράσει τη δημιουργικότητά του, να διδάξει την τέχνη της μουσικής και να ενισχύσει το αίσθημα κοινότητας, προβάλλοντας παράλληλα την ελληνική παράδοση.

«Αυτός ο χώρος μου έδωσε όλη αυτή την τη δυνατότητα και να γράψω μουσική και να καλλιεργήσω άλλες ιδέες κοινωνικές…», μοιράστηκε.

«Δεν μου ήρθε τίποτα χωρίς πολλή δουλειά, τίποτα».

«Δεν μπορώ να παραλείψω ότι είμαι εδώ 50 χρόνια επειδή με βοήθησε ο Κυριάκος», δήλωσε ο Παντελής Βολάρης, αναφερόμενος στη συμβολή του γιου του, με τον οποίο διακρίνεται στη φωτογραφία. Φωτογραφία: «Νέος Κόσμος»

Ως νεαρός, εργάστηκε ιδιωτικά ως δάσκαλος μουσικής σε διάφορες σχολές, ενώ για ένα διάστημα εξασφάλιζε το μεροκάματό του παίζοντας μουσική σε νυχτερινά κέντρα.

«Δεν ξέρω πόσες πόρτες βρήκα ανοιχτές και πόσες άνοιξα εγώ…».

Την «πόρτα» στην εκπαιδευτική του πορεία ως καθηγητής μουσικής τού την άνοιξε το Υπουργείο Παιδείας.

Συγκεκριμένα δίδαξε τέσσερα χρόνια στο Sunshine Technical School και στη συνέχεια άλλα τέσσερα στο Essendon Technical School.

Ωστόσο, η «πόρτα» προς όσα έμελλε να ακολουθήσουν άνοιξε χάρη στην αποφασιστικότητά του να υλοποιήσει το όραμά του.

Ο πρώτος «σταθμός» του «Volaris Music Centre», ήταν το Port Melbourne.

Ακολούθησε μια «στάση» στο Prahran, πριν καταλήξει στον τελικό του «προορισμό», το Brunswick.

Φέτος ο πολυχώρος μουσικής του μουσικοσυνθέτη λημνιακής καταγωγής, «Volaris Music Centre», συμπλήρωσε 50 χρόνια «ζωής». Φωτογραφία: «Νέος Κόσμος»

«Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΜΑΣ ΕΝΩΝΕ»

Η στήριξη που έλαβε από τον κόσμο στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του κέντρου δεν ήταν μόνο «ελληνική» αλλά… πολυπολιτισμική.

«Υπήρχαν πάρα πολλοί άνθρωποι οι οποίοι αισθάνονταν άνετα και να μη μιλούσαν Ελληνικά ή Αγγλικά… η γλώσσα της μουσικής μας ένωνε».

Άτομα λιβανέζικης, ιταλικής και γιουγκοσλαβικής καταγωγής περνούσαν από το κέντρο του κ. Βολάρη, όπως μας ανέφερε, είτε για να παίξουν μαζί κάποιο μουσικό όργανο είτε για να ζητήσουν βοήθεια σχετικά με μικροφωνικές εγκαταστάσεις για διάφορες εκδηλώσεις.

Ιδιαίτερη ήταν η ευγνωμοσύνη που εξέφρασε και για τη στήριξη του «Νέου Κόσμου» όλα αυτά τα χρόνια.

Η συμβολή του στη σύνθεση της μουσικής για την ταινία «Death in Brunswick» καθιέρωσε τον κ. Βολάρη στο αυστραλιανό κοινό ως μουσικό. Φωτογραφία: «Νέος Κόσμος»

Στο νου του ήρθαν αίφνης ονόματα όπως ο Ηλίας Ντωνούδης και ο Μπάμπης Σταυρόπουλος, οι οποίοι υπήρξαν πολύτιμοι συνεργάτες της εφημερίδας, καθώς και ο επί σειρά ετών αρχισυντάκτης μας, Σωτήρης Χατζημανώλης.

Η επιλογή του Brunswick ως η «γειτονιά» του «Volaris Music Centre» δεν ήταν ακριβώς τυχαία.

Μια «μουσική» γωνιά στο «Volaris Music Centre». Φωτογραφία: «Νέος Κόσμος»

Τα πρώτα «λημέρια» της σχολής βρίσκονταν αρχικά στα δυτικά προάστια, όπου επειδή ωστόσο «ένας άλλος Έλληνας» είχε ήδη ανοίξει κατάστημα μουσικών ειδών ο κ. Βολάρης αποφάσισε να πάρει τον δρόμο για τα… βόρεια.

«Δύο Έλληνες στον ίδιο δρόμο; Ε, σκέφτηκα, ας πάω εγώ βόρεια», μας είπε γελώντας.

Και κάπως έτσι το 1975 η ιστορία του κέντρου άρχισε να γράφεται επί της Sydney Road στο Brunswick …

ΕΝΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΣ ΠΥΛΩΝΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

Ο κ. Βολάρης αποτέλεσε έναν «ακαδημαϊκό» πυλώνα της ελληνικής μουσικής εκπαίδευσης, καθώς, όπως ανέφερε, ήταν από τους πρώτους που εισήγαγαν τη θεωρία στα μαθήματα μουσικής, σε μια εποχή όπου το ενδιαφέρον επικεντρωνόταν σχεδόν αποκλειστικά στην πρακτική διδασκαλία.

Από τα «θρανία» του πέρασε το «μεγαλύτερο ποσοστό των νέων ορχηστρών» που δραστηριοποιούνταν στα μουσικά δρώμενα της παροικίας την εποχή εκείνη.

«Το 70, 80 90% των παιδιών περνούσαν από δω πέρα από τη σχολή η οποία τους έδινε πολλές εμπειρίες».

Εκτός από τα μαθήματα μουσικής, ο κ. Βολάρης συμμετείχε ενεργά και στη διοργάνωση μουσικών εκδηλώσεων. Φωτογραφία: Supplied

Όπως είπε «πολλά παιδιά» διδάχτηκαν στη σχολή του, αρκετά «ακολούθησαν καριέρα» στη μουσική ενώ πολλά συνεχίζουν να εμφανίζονται σε μουσικές σκηνές της Μελβούρνης μέχρι και σήμερα.

Εκτός από τα μαθήματα μουσικής, ο κ. Βολάρης συμμετείχε ενεργά και στη διοργάνωση μουσικών εκδηλώσεων, από παιδικές συναυλίες και τις καθιερωμένες ετήσιες μουσικές παραστάσεις, έως και εκδηλώσεις φιλανθρωπικού χαρακτήρα.

«Γεμίζαμε το Collingwood Town Hall από γονείς και όταν κάναμε τις πρόβες γέμιζε η αίθουσα από κόσμο που ερχόταν να δουν τα παιδιά τους…».

«Τα Λεβεντόπαιδα» ταυτίστηκαν με το ελληνικό κέφι και τη διασκέδαση στην παροικία της Μελβούρνης τη δεκαετία του ’70 και του 80′. Φωτογραφία: Supplied

«ΤΑ ΛΕΒΕΝΤΟΠΑΙΔΑ»

«Τα Λεβεντόπαιδα» ταυτίστηκαν με το ελληνικό κέφι και τη διασκέδαση στην παροικία της Μελβούρνης τη δεκαετία του ’70 και του 80′.

Μετά από αλλαγές και αναδιατάξεις στη σύνθεση των μελών, σχηματίστηκε η τελική «λεβέντικη» τετράδα: ο Γιάννης Παπαδάκης στο μπουζούκι και τα φωνητικά, ο Στέλιος Χόνδρος στην κιθάρα, ο Στέλιος Κουκούλης στα ντραμς και, φυσικά, ο Παντελής Βολάρης στο αρμόνιο και τα φωνητικά.

Το συγκρότημα συμμετείχε ενεργά σε εκδηλώσεις, φεστιβάλ και συναυλίες, τόσο εντός όσο και εκτός Μελβούρνης.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ταξίδεψαν για ένα διάστημα μέχρι και το Σίδνεϊ, όπου πραγματοποίησαν συναυλίες συνοδεύοντας τον γνωστό τραγουδιστή της εποχής, John Tikis (Τζον Τίκης).

Αργότερα, η φήμη τους, τους «προσγείωσε» και στη Σιγκαπούρη.

Απoκόμματα εφημερίδας του «Νέου Κόσμου» για την εμφάνιση των «Λεβεντόπαιδων» στη Σιγκαπούρη. Φωτογραφία: «Νέος Κόσμος»

Εκεί βρέθηκαν δύο φορές, το 1973 και ξανά το 1976, κατόπιν προσκλήσεων για να συμμετάσχουν σε ελληνικά φεστιβάλ και εκδηλώσεις.

«Ο κόσμος δεν είχε ακούσει τέτοια μουσική, με μπουζούκι … σπάσιμο πιάτων, κέρασμα ούζου…», θυμάται.

Αφορμή για τη δημιουργία του συγκροτήματος στάθηκε τόσο η γνωριμία του κ. Βολάρη με τον επιχειρηματία Nick Anton όσο και η ανάγκη για ένα συγκρότημα που θα συνόδευε τον John Tikis.

«Εγώ θα ήμουν τότε σε ηλικία 20-26 … και μου λέει (ο Nick): Παντελή γιατί δεν οργανώνουμε μία νεανική ορχήστρα. Και μπορείς να συνοδεύεις και τον John Tikis».

Ο Γιάννης Παπαδάκης, ο Στέλιος Χόνδρος, ο Στέλιος Κουκούλης και ο Παντελής Βολάρης συμμετείχαν ενεργά σε εκδηλώσεις και συναυλίες της παροικίας ως «Τα Λεβεντόπαιδα». Φωτογραφία: «Νέος Κόσμος»

Κατά τη δεκαετία του ’80 λειτούργησαν επίσης ένα κέντρο δεξιώσεων υπό την επωνυμία «Κολώνες».

Το ρεπερτόριό τους άντλησε έμπνευση από κορυφαίους Έλληνες συνθέτες, όπως ο Σταύρος Ξαρχάκος και ο Δήμος Μούτσης.

Το «Πώς περνούν τα χρόνια» ήταν ένα από τα πολλά τραγούδια του John Tikis που έφεραν τη μουσική υπογραφή του κ. Βολάρη.

Σύμφωνα με τον ίδιο, υπήρξε «το τραγούδι που ακούστηκε πάρα πολύ και έγινε μεγάλη του επιτυχία και ο ίδιος (John Tikis) το δηλώνει πως σε αυτό τραγούδι έχτισε σε όλη του την καριέρα».

Απόκομμα εφημερίδας που αναφέρεται στην εμφάνιση των «Λεβεντόπαιδων» στη Σιγκαπούρη, όπου πραγματοποίησαν συναυλία κατόπιν προσκλήσεων για συμμετοχή σε ελληνικά φεστιβάλ και εκδηλώσεις. Φωτογραφία: «Νέος Κόσμος»

Σειρά είχαν τα «Λεβεντόπαιδα» για τον δίσκο των οποίων ο κ. Βολάρης έγραψε 12 τραγούδια.

Ένα από τα σημαντικά ορόσημα της πορείας του κ. Βολάρη, που –όπως μας είπε– τον καθιέρωσε στο αυστραλιανό κοινό, ήταν ότι συνέθεσε τη μουσική για την ταινία του 1990 «Death in Brunswick».

«Τα Λεβεντόπαιδα» σε εξώφυλλο ελληνοαυστραλιανού περιοδικού το 1972. Φωτογραφία: «Νέος Κόσμος»

«ΓΙΑ ΤΗ ΛΗΜΝΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΦΗΣΑ ΠΟΤΕ…»

«Σαν ταξιδιάρικο πουλί έφυγα από κοντά σου και ήρθα εδώ στην ξενιτιά, να ζήσω μακριά σου.

Να γινόμουν πάλι πουλί, να ερχόμουν κοντά σου και να κοιμόμουνα μέσα στην αγκαλιά σου.

Εγώ κοντά σου έζησα τα παιδικά μου χρόνια,

Χρόνια που ήταν ξένοιαστα, που τρέχαμε στα αλώνια…»

Μέσα από αυτούς τους στίχους ενός τραγουδιού του, ο κ. Βολάρης εξέφρασε τα συναισθήματα που τον πλημμυρίζουν κάθε φορά που ακούει τη λέξη «Λήμνος».

Το νησί από το οποίο μπορεί να έφυγε αλλά κατά κάποιο τρόπο δεν άφησε ποτέ.

«Εδώ πέρα που τα λέμε όλο εκεί πέρα το μυαλό μου τριγυρνάει…».

Αυτό φαίνεται άλλωστε και από τα όσα έχει προσφέρει στην αγαπημένη γενέτειρά του όλα αυτά τα χρόνια.

Ο κ. Βολάρης με την παραδοσιακή χειροποίητη λημνιακή λύρα του πατέρα του, Κυριάκου. Φωτογραφία: «Νέος Κόσμος»

Πρότυπό του, όπως μας είπε, ήταν ίσως ο πατέρας του, ο οποίος όταν βρέθηκε στο Ballarat μετά την εγκατάστασή του στην Αυστραλία το 1956, συγκέντρωσε μαζί με άλλους συμπαροίκους της περιοχής χρήματα τα οποία έστειλαν στο χωριό τους στη Λήμνο, για την επίστρωση ενός δρόμου.

Τη «σκυτάλη» στην πορεία ανέλαβε ο κ. Βολάρης, φροντίζοντας να τιμήσει την ιστορική κληρονομιά του νησιού της καρδιάς του του μέσα από ποικίλες πρωτοβουλίες.

Πριν από περίπου 13 χρόνια συνέβαλε στη χρηματοδότηση της ανακαίνισης του ιστορικού γεφυριού στην πλατεία των Τσιμανδρίων, όπου το 1912 ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης ύψωσε την ελληνική σημαία σηματοδοτώντας την απελευθέρωση της Λήμνου.

Τιμητική πλακέτα που απονεμήθηκε στον κ. Βολάρη για την προσφορά του στο νησί της καρδιάς του, τη Λήμνο. Φωτογραφία: «Νέος Κόσμος»

Το 2013 φρόντισε μάλιστα να βρεθεί στο νησί και να συμμετάσχει στους εορτασμούς της απελευθέρωσης στις 8 Οκτωβρίου.

Ο κ. Βολάρης υπήρξε επίσης κινητήριος δύναμη για να αναδειχθεί ο ιστορικός ρόλος της Λήμνου στις εκδηλώσεις μνήμης των ANZACs κατά την εκστρατεία τους στην Καλλίπολη το 1915.

Ειδικότερα όταν έμαθε ότι αυστραλιανά πολεμικά πλοία θα επισκέπτονταν την Καλλίπολη, παρατήρησε ότι η Λήμνος απουσίαζε από τα προγράμματα εορτασμών.

Ευχαριστήριο μήνυμα της Πανλημνιακής Ομοσπονδίας Αυστραλίας προς όσους συνέβαλαν στις εκδηλώσεις εορτασμού για την απελευθέρωση της Λήμνου. Φωτογραφία: «Νέος Κόσμος»

Θεώρησε ότι ήταν άδικο, καθώς το νησί είχε διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

«Το σκεπτικό (ήταν) να πείσουμε την Αυστραλία το πολεμικό που θα πήγαινε στην Καλλίπολη να περάσει μέσω Λήμνου», τόνισε, υπογραμμίζοντας ότι, «αν οι Αυστραλοί ήθελαν να είναι πιστοί στην ιστορία τους» και να ακολουθήσουν τον δρόμο που πήραν οι Anzacs το 1915, τα πολεμικά πλοία έπρεπε να σταματήσουν στη Λήμνο.

Με τη βοήθεια του τότε ομογενή βουλευτή Dandenong, Γιάννη Πανταζόπουλου, συγκροτήθηκε η Lemnos Gallipoli Commemorative Committee (LGCC) η οποία έπεισε την κυβέρνηση να στείλει πολεμικό πλοίο στη Λήμνο.

Έτσι, το 20215, για πρώτη φορά μετά από 100 χρόνια, το αυστραλιανό H.M.A.S. Success αγκυροβόλησε στη Μύρινα και τον κόλπο του Μούδρου.

Αργότερα, σε συνεργασία με τα μέλη της Επιτροπής LGCC, ξεκίνησε έναν έρανο για την ανέγερση μνημείου προς τιμήν των κατοίκων της Λήμνου και των Αυστραλών νοσοκόμων που υπηρέτησαν στο νησί κατά την εκστρατεία των Anzacs στην Καλλίπολη το 1915, το οποίο σήμερα κοσμεί το Port Melbourne.

Για πολλούς ομογενείς, η συμβολή του Παντελή Βολάρη (Peter Volaris) στην παροικία υπήρξε καθοριστική για τη διατήρηση και τη μετάδοση της ελληνικής μουσικής. Φωτογραφία: «Νέος Κόσμος»

Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ

Ο κ. Βολάρης δεν φαίνεται να «μετρά» την επιτυχία τόσο σε υλικά όσο σε μη υλικά αγαθά.

«Η επιτυχία είναι να νιώθεις ικανοποίηση για αυτό που έκανες. Την επιτυχία δεν την μετρώ εγώ σε χρήμα. Το χρήμα δεν είναι κινητήριος μου δύναμη».

Αβίαστα έρχεται στη μνήμη του η στιγμή, πριν από κάποια χρόνια, όταν σε μια συναυλία που έλαβε χώρα στη Λήμνο άκουσε να παίζεται το τραγούδι του «Της Πολιόχνης το Φεγγάρι».

Αναμνηστικό στιγμιότυπο από τη συναυλία στη Λήμνο, με τον κ. Βολάρη (δεύτερος από δεξιά) και μέλη του συγκροτήματος που παρουσίασαν το τραγούδι του, «Της Πολιόχνης το Φεγγάρι». Φωτογραφία: Supplied

«Στο τέλος βραδιάς ήρθε μία κυρία και μου λέει, αυτό δεν είναι τραγούδι, μου λέει, αυτό είναι η φωτογραφία …. Επιτυχία και ευτυχία αυτό δεν είναι;», είπε με το χαμόγελό του να καθρεφτίζεται στα μάτια του.

Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΣΤΟ… ΣΗΜΕΡΑ

Το ακορντεόν υπήρξε πιστός «συνοδοιπόρος» στη μουσική πορεία του κ. Βολάρη.

Ήταν το μουσικό όργανο που μελέτησε περισσότερο και που θυμάται να τον «συνοδεύει» στα 18 του, όταν εμφανιζόταν ζωντανά σε νυχτερινά κέντρα της Μελβούρνης.

Το ακορντεόν υπήρξε πιστός «συνοδοιπόρος» στη μουσική πορεία του κ. Βολάρη. Φωτογραφία: «Νέος Κόσμος»

Στη μουσική του «φαρέτρα» αριθμεί και άλλα μουσικά όργανα όπως το μπουζούκι —στο οποίο είναι αυτοδίδακτος— το βιολί, η κιθάρα και τα πλήκτρα.

«Σταθμός» στη μουσική του εξέλιξη στάθηκε η στιγμή που βρέθηκε υπό την καθοδήγηση του Αιγύπτιου μουσικού Tony Andrews, η οποία όπως είπε «του άλλαξε τη ζωή».

Ήταν επίσης ο δάσκαλος που τον μύησε σε μια ευρεία γκάμα μουσικής — από την κλασική μέχρι τη jazz και τη λάτιν — μέσα από το ακορντεόν.

Στα 18 ανέλαβε ο ίδιος τον ρόλο του δασκάλου και άρχισε να παραδίδει μαθήματα μουσικής σε διάφορες σχολές στη Μελβούρνη.

«Αυτός ο χώρος μου έδωσε όλη αυτή την τη δυνατότητα και να γράψω μουσική και να καλλιεργήσω άλλες ιδέες κοινωνικές…», δήλωσε ο κ. Βολάρης αναφερόμενος στη Σχολή Μουσικής «Volaris Music Centre». Φωτογραφία: «Νέος Κόσμος»

Με μια διάχυτη πικρία στη φωνή του, παρατηρεί ωστόσο ότι η νέα γενιά έχει απομακρυνθεί από οτιδήποτε «ελληνικό» στον τρόπο που αξιοποιεί τον χρόνο της στη σημερινή εποχή.

«Για να παραμείνεις Έλληνας στην Αυστραλία, τώρα είναι όλο και πιο δύσκολο», σχολίασε.

Θυμάται πως στις πρώτες δεκαετίες της πορείας του, για τις ελληνικές οικογένειες «δεν υπήρχαν» τένις, cricket ή μπαλέτο ως ασχολίες, παρά μόνο ελληνικός χορός, τραγούδι και γράμματα.

«Τη δική μου εποχή βλέπαμε την μουσική, τουλάχιστον εγώ την, έβλεπα ως τρόπο ζωής», σημείωσε.

Ο κ. Βολάρης με ένα από τα βιβλία μουσικής του. Φωτογραφία: «Νέος Κόσμος»

Καθώς οι καιροί άλλαζαν και τα χρόνια τον «βάραιναν» όλο και περισσότερο, άρχισε να αποσύρεται από τις ευθύνες της λειτουργίας του κέντρου και της διδασκαλίας, θεωρώντας ότι είχε φτάσει η κατάλληλη στιγμή για αυτή τη μετάβαση.

Τα «ηνία» έχει αναλάβει πλέον ο γιος του, Ken, ο οποίος διευθύνει το κατάστημα πώλησης μουσικών οργάνων.

Παράλληλα ένα «επιτελείο δασκάλων» φροντίζει για τα μαθήματα μουσικής.

Στο «βιογραφικό» του, ο κ. Βολάρης προσθέτει και την έκδοση 13 βιβλίων μουσικής, στα οποία κατέγραψε γνώσεις και εμπειρίες που συγκέντρωσε μέσα από τη μακρόχρονη πορεία του ως μουσικός.

Στα βιβλία μουσικής του, ο κ. Βολάρης προσθέτει «πινελιές» ελληνικής ιστορίας. Φωτογραφία: «Νέος Κόσμος»

«ΧΩΡΙΣ ΔΟΥΛΕΙΑ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΙΠΟΤΑ…»

Πέρα από τη μουσική του κληρονομιά, πηγή υπερηφάνειας για τον κ. Βολάρη αποτελούν επίσης τα παιδιά του, η Άννα και ο Κυριάκος, καθώς και τα τέσσερα εγγόνια του.

Κι επειδή το μήλο… δεν πέφτει μακριά από τη μηλιά, πρόσφατα στο Federation Square είχε τη χαρά να καμαρώσει τα εγγόνια του τα οποία συμμετείχαν σε χριστουγεννιάτικη συναυλία και στην οποία έλαβε μέρος και ο ίδιος, κατόπιν παράκλησης της κόρης του.

Άλλωστε αν κάτι έχει νόημα σε όσα αφήνουμε «πίσω» είναι η «σκυτάλη» που παραδίδουμε στις επόμενες γενιές.

Αναλογιζόμενος την παρακαταθήκη που αφήνει σήμερα στα εγγόνια του, ο κ. Βολάρης είπε:

«Θέλω να ξέρουν ότι ο παππούς τους ήταν δημιουργικός, είχε ταλέντο, το διαχειρίστηκε όσο μπορούσε καλύτερα… Και να τους αφήσω ένα καλό παράδειγμα ότι χωρίς δουλειά δεν γίνεται τίποτα … ό, τι και να κάνεις χρειάζεται προσπάθεια».

Δεξιά η σειρά 13 βιβλίων μουσικής του κ. Παντελή Βολάρη. Φωτογραφία: «Νέος Κόσμος»

The post Παντελής Βολάρης: 50 χρόνια μουσικής κληρονομιάς στην Αυστραλία appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.