Στόχοι παρενόχλησης οι ηλικιωμένοι Έλληνες στο Merri-bek

Εδώ και αρκετούς μήνες καταγράφονται στον Δήμο Merri-bek αναφορές σχετικά με τη μεταχείριση ηλικιωμένων Ελλήνων κατοίκων.

Οι μαρτυρίες προέρχονται από διαφορετικά σημεία του Δήμου, ωστόσο παρουσιάζουν εντυπωσιακές ομοιότητες.

Περιγράφονται περιστατικά κατά τα οποία γείτονες, συνήθως νεότερης ηλικίας και συχνά πρόσφατα εγκατεστημένοι στην περιοχή, προερχόμενοι από την κυρίαρχη αγγλοκελτική ομάδα, εμφανίζονται απρόσκλητοι στα σπίτια ηλικιωμένων, χτυπούν επίμονα τις πόρτες, εκτοξεύουν ύβρεις και διατυπώνουν απαιτήσεις για τον τρόπο με τον οποίο «οφείλουν» να ζουν μέσα σε χώρους που κατοικούν επί δεκαετίες.

Παράλληλα, εξέχοντα μέλη της ελληνικής παροικίας στο Δήμο, με μακρόχρονη παρουσία στην κοινοτική δράση και στους τοπικούς θεσμούς, έχουν ανεξάρτητα επισημάνει αισθητή αύξηση τέτοιων συμπεριφορών, προσδίδοντας πρόσθετη βαρύτητα στις καταγγελίες αυτές.

Τα αίτια αυτών των συγκρούσεων είναι συνήθως ασήμαντα και παλαιόθεν γνωστά. Αφορούν καθημερινές πρακτικές που αποτελούν μέρος μιας ολόκληρης ζωής: τη χρήση κοινόχρηστων διόδων, ιδίως όταν φροντιστές σταθμεύουν προσωρινά για να παραδώσουν φαγητό, το ψήσιμο αρνιού στις γιορτές, τη στάθμευση αυτοκινήτων, τα δίχτυα στα οπωροφόρα, τους λαχανόκηπους και τις κληματαριές, τη φροντίδα των περιφράξεων, την επιμονή σε τρόπους ζωής διαμορφωμένους μέσα στο χρόνο.

Σε ορισμένες περιπτώσεις η λεκτική επίθεση εκδηλώνεται δημόσια, στο πεζοδρόμιο, όπου ηλικιωμένοι που κινούνται αργά έχουν δεχθεί εντολές να «κάνουν στην άκρη» ή να «γυρίσουν από εκεί που ήρθαν».

Σε άλλες, γυναίκες προχωρημένης ηλικίας που συνομιλούν χαμηλόφωνα στα Ελληνικά έξω από καφέ ή καταστήματα έχουν δεχθεί επιπλήξεις να «μιλήσουν Αγγλικά», κατηγορίες περί αγένειας και κλιμακούμενη λεκτική εχθρότητα.

Παρόμοια περιστατικά εκδηλώνονται και στους χώρους της καθημερινής συναλλαγής και της δημόσιας ζωής. Ορισμένοι ηλικιωμένοι περιγράφουν εμπειρίες εκφοβισμού σε σούπερ μάρκετ, όταν δυσκολεύονται με τα αυτόματα ταμεία, συνοδευόμενες από μεγαλόφωνα σχόλια περί «γερασμένων μεταναστών που καθυστερούν τους πάντες», καθώς και από δημόσιο χλευασμό.

Στα μέσα μαζικής μεταφοράς, άνδρες προχωρημένης ηλικίας που μιλούν ελληνικά στο τηλέφωνο έχουν δεχθεί επιπλήξεις να σωπάσουν ή να «μιλήσουν αγγλικά στην Αυστραλία», με κάθε προσπάθεια εξήγησης να προσκρούει σε ειρωνεία.

Σε εμπορικές περιοχές που έχουν εξευγενιστεί (gentrified), ηλικιωμένοι καθισμένοι έξω από παλαιά, καθιερωμένα καταστήματα αναφέρουν εχθρικά βλέμματα, παρατηρήσεις για «αδικαιολόγητη παραμονή» ή «κατάληψη χώρου» και μια διάχυτη αίσθηση ότι η παρουσία τους δεν θεωρείται πλέον ανεκτή.

Ούτε ο ιδιωτικός βίος έχει μείνει στο απυρόβλητο. Ζευγάρια προχωρημένης ηλικίας που φροντίζουν τους κήπους τους βρίσκονται αντιμέτωπα με γείτονες οι οποίοι χαρακτηρίζουν τους λαχανόκηπους και τις κληματαριές «αντιαισθητικές» ή «ακατάλληλες για τη γειτονιά», συχνά συνοδεύοντας τέτοιες κρίσεις με απαξιωτικά σχόλια για «παλιές ευρωπαϊκές συνήθειες» και απειλές προσφυγής στο Δημοτικό Συμβούλιο.

Ακόμη και απλές γιορτές ονόματος έχουν προκαλέσει καταγγελίες περί θορύβου, διατυπωμένες ως καταδίκες «ξένης μουσικής» και υπαινιγμούς ότι «αυτοί πάντα γλεντούν», ακόμη και όταν οι συγκεντρώσεις ολοκληρώνονται νωρίς και χωρίς όχληση. Σε ένα ιδιαίτερα ωμό περιστατικό, ηλικιωμένος κάτοικος ειδοποιήθηκε απερίφραστα ότι, αν δεν του άρεσε η μεταχείριση που δεχόταν, όφειλε να εγκαταλείψει τη γειτονιά.

Η στοχοποίηση, χωρίς να είναι καθολική, παρουσιάζει σαφή ενίσχυση και δεν περιορίζεται πλέον στη συμπεριφορά, αλλά αγγίζει τον ίδιο τον πυρήνα της ταυτότητας. Ηλικιωμένοι που φέρουν εμφανώς ορθόδοξους σταυρούς έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με επιθετικά σχόλια περί «οπισθοδρομικής θρησκείας» και «ξεπερασμένης δεισιδαιμονίας», διατυπωμένα ως δήθεν προοδευτική κριτική, αλλά εκφερόμενα με προσωπική αιχμή και απροκάλυπτη περιφρόνηση.

Άλλοι αναφέρουν ότι χλευάστηκαν για την προφορά τους όταν ζήτησαν βοήθεια, ότι τους απευθύνθηκαν σε υπερβολικά απλουστευμένα και πατερναλιστικά αγγλικά ή ότι μιμήθηκαν ανοιχτά σε δημόσιους χώρους.

Για ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας, συχνά μόνους ή με συνομήλικους συντρόφους ζωής, τέτοιες εμπειρίες δεν εξαντλούνται στο στιγμιαίο επεισόδιο, αλλά αφήνουν βαθύ και διαρκές αποτύπωμα.

Πολλοί ανήκουν στη γενιά των μεταπολεμικών μεταναστών, με περιορισμένη γνώση της αγγλικής γλώσσας και ελάχιστη εξοικείωση με θεσμικές διαδικασίες ή νομικά μέσα προστασίας. Όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με νεότερους κατοίκους, άνετους στη γλώσσα και σίγουρους στη στάση τους, το ψυχολογικό πλήγμα είναι άμεσο και παρατεταμένο.

Ο φόβος εγκαθίσταται στην καθημερινότητα, το άγχος αρχίζει να ρυθμίζει τη συμπεριφορά, οι πόρτες δεν ανοίγουν εύκολα, οι κοινόχρηστοι χώροι αποφεύγονται. Το σπίτι, άλλοτε χώρος ασφάλειας και σταθερότητας, μετατρέπεται σταδιακά σε τόπο επιφυλακής.

Όταν τέτοια περιστατικά επαναλαμβάνονται και παραμένουν χωρίς αντίδραση, παύουν να εκλαμβάνονται ως παρεκτροπές και εγγράφονται στο δημόσιο ήθος ως ανεκτή συμπεριφορά.

Πράξεις που άλλοτε θα αναγνωρίζονταν αμέσως ως παρενόχληση εξομαλύνονται μέσω της επανάληψης και χάνουν το φορτίο της καταδίκης. Οι ηλικιωμένοι κάτοικοι μη αγγλοσαξονικής καταγωγής αντιμετωπίζονται όλο και περισσότερο ως παρουσίες προς διαχείριση και όχι ως γείτονες προς συνύπαρξη.

Η ηλικία τους, τα έθιμα και η ευαλωτότητά τους επανανοηματοδοτούνται ως ενοχλήσεις μέσα σε ένα προάστιο που μεταβάλλεται ταχύτατα, μέσα από μια διαδικασία σιωπηλή, σωρευτική και βαθιά διαβρωτική.

Οι εμπειρίες αυτές εντάσσονται σε μια ευρύτερη αναδιάταξη του κοινωνικού και χωρικού τοπίου. Καθώς το Merri-bek μετασχηματίζεται ραγδαία μέσω του εξευγενισμού, κάτοικοι που επί δεκαετίες σταθεροποίησαν τις γειτονιές τους αρχίζουν να επαναπροσδιορίζονται ως ξένα σώματα μέσα στον ίδιο τους τον χώρο. Πρακτικές που άλλοτε περνούσαν απαρατήρητες αποκτούν το βάρος της διαφοράς και σημαίνονται ως προβληματικές.

Η πίεση ασκείται όχι με θεσμικά μέσα, αλλά μέσα από καθημερινές, άτυπες πρακτικές, επίμονη αντιπαράθεση και συμβολικό αποκλεισμό. Το αποτέλεσμα είναι μια μορφή εκτόπισης χωρίς εντάλματα έξωσης ή επίσημα σχέδια αναπλάσεων, που στηρίζεται στη φθορά και την ενόχληση, καθιστώντας τους ηλικιωμένους κατοίκους αόρατους σε γειτονιές που προβάλλονται ως σύγχρονες, αποδοτικές και πολιτισμικά «καθαρισμένες».

Η δυναμική αυτή αντανακλά μια βαθύτερη και ιστορικά τεκμηριωμένη συνθήκη της μεταναστευτικής εμπειρίας σε κοινωνίες εποίκων. Όπως έχουν αναδείξει οι George Vassilacopoulos και Toula Nicolacopoulou στη μελέτη τους Foreigner to Citizen: Greek Migrants and Social Change in White Australia 1897–2000, οι μετανάστες σπανίως κατοχυρώνουν πλήρως την αίσθηση του ανήκειν.

Ακόμη και μετά από δεκαετίες εγκατάστασης, εργασίας και κοινωνικής συνεισφοράς, παραμένουν ανεκτοί μόνο όσο είναι αθόρυβοι και διακριτικοί. Καθώς γερνούν και επιμένουν να καταλαμβάνουν δημόσιο χώρο, να μιλούν τη γλώσσα τους ή να κατοικούν σε περιοχές που έχουν επαναχαρακτηριστεί ως «επιθυμητές», η παρουσία τους επανανοηματοδοτείται ως πρόβλημα.

Πρώην συντελεστές της κοινωνικής ζωής μετατρέπονται σε υπολείμματα, ενώ οι καθημερινές τους πρακτικές αναγιγνώσκονται ως αταξία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η παρενόχληση λειτουργεί ως πειθαρχικός μηχανισμός, μέσω του οποίου ο χώρος ανακτάται συμβολικά και η αποδοχή υπενθυμίζεται ως πάντοτε υπό όρους.

Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα σε έναν δήμο που αυτοπροβάλλεται ως προοδευτικός και πολυπολιτισμικός. Στον δημόσιο λόγο και στις επίσημες διακηρύξεις, αξίες προβάλλονται, στρατηγικά σχέδια υιοθετούνται και εορταστικές εκδηλώσεις παρουσιάζονται ως τεκμήρια συμπερίληψης.

Στην καθημερινή εμπειρία, όμως, ηλικιωμένοι Έλληνες καταγγέλλουν εκφοβισμό, αποκλεισμό και διαρκή πίεση στις ίδιες γειτονιές που συνέβαλαν να διαμορφωθούν μέσα από χρόνια εργασίας και αυτοσυγκράτησης.

Ο πολυπολιτισμός, όταν περιορίζεται σε τυπικές διακηρύξεις, αποδεικνύεται ανίσχυρος απέναντι σε σωρευτικές μορφές χαμηλής έντασης καταναγκασμού. Όταν η βλάβη παράγεται μέσω της επανάληψης και όχι του θεάματος, οι θεσμικοί μηχανισμοί παραμένουν συχνά αδρανείς, και το χάσμα ανάμεσα στον δημόσιο λόγο και την ιδιωτική εμπειρία βαθαίνει.

Η επιμονή αυτών των συμπεριφορών τροφοδοτείται από την απουσία ουσιαστικής παρέμβασης. Η παρενόχληση σπανίως συνοδεύεται από άμεσες ή ορατές συνέπειες.

Οι δημοτικές υπηρεσίες βιώνονται ως απόμακρες, η προσφυγή στην αστυνομία ως δυσανάλογη, ενώ τα νομικά μέσα φαντάζουν περίπλοκα και απρόσιτα. Μέσα σε αυτό το κενό, ο εκφοβισμός συνεχίζεται, ενισχυμένος από τη βεβαιότητα ότι δύσκολα θα αντιμετωπιστεί έγκαιρα ή αποτελεσματικά.

Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί και η περιορισμένη ικανότητα ορισμένων παροικιακών θεσμών να σταθούν παρόντες εκεί όπου η πίεση ασκείται καθημερινά.

Δημόσιες αφηγήσεις επιτυχίας και συνοχής αναπαράγονται με ευκολία, την ώρα που αυξάνεται ο αριθμός των ηλικιωμένων που βιώνουν εκφοβισμό, επαναλαμβανόμενες αντιπαραθέσεις και τη σταδιακή απώλεια του αισθήματος ασφάλειας μέσα στο ίδιο τους το σπίτι.

Η απουσία άμεσων δομών στήριξης και ορατής συνηγορίας αφήνει πολλούς να διαχειρίζονται μόνοι τους επώδυνες καταστάσεις, επωμιζόμενοι ιδιωτικά το ψυχολογικό κόστος, ενώ η θεσμική εξουσία παραμένει σε μεγάλο βαθμό συμβολική.

Ήδη, εντός της παροικίας, διαμορφώνονται πρωτοβουλίες δράσης. Καταγράφονται περιστατικά, συγκεντρώνεται τεκμηρίωση και αναζητούνται οδοί παρέμβασης και αποκατάστασης.

Τα ηλικιωμένα μέλη της παροικίας μας δεν θα αφεθούν να σηκώσουν αυτή την πίεση μόνα τους. Άνθρωποι της παροικίας κινητοποιούνται για να σταθούν δίπλα τους, να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους και να σπάσουν την απομόνωση που γεννά ο φόβος.

Στόχος είναι οι ηλικιωμένοι μας να αντιμετωπίζονται με την αξιοπρέπεια που τους αρμόζει και να μην επιτρέπεται σε κανέναν να τους εκφοβίζει ή να τους ωθεί στο περιθώριο.

The post Στόχοι παρενόχλησης οι ηλικιωμένοι Έλληνες στο Merri-bek appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.