«Τίνος ίσι συ;»

ΟΠΩΣ συμβαίνει με κάθε ζωντανή γλώσσα, έτσι και η Ελληνική, που ομιλείται από εκατομμύρια ανθρώπους σε όλη την Ελληνόγλωσση γη, παρουσιάζει διαφορές στη χρήση της ακόμα και από εκείνους που την ομιλούν ως μητρική. Οι διαφορές αυτές είτε έχουν μικρότερη είτε μεγαλύτερη έκταση σε ορισμένες περιπτώσεις σχετίζονται με τη γεωγραφική ταυτότητα του ομιλητή. Στην περίπτωση αυτή έχουμε να κάνουμε με τη γεωγραφική διαφοροποίηση των γλωσσών. Οι γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες, καλούνται συχνά διάλεκτοι, τοπικά ιδιώματα, προφορά ή γλώσσα και είναι εκείνο το είδος της γλωσσικής ποικιλίας που έχει μελετηθεί διεξοδικά ήδη από την αρχαιότητα.

Πρώτος συστηματικός μελετητής των νεοελληνικών τοπικών ποικιλιών είναι ο θεμελιωτής της γλωσσικής επιστήμης στην Ελλάδα Χατζιδάκις. Ακολουθεί ο Τριανταφυλλίδης και ο Κοντοσόπουλος, ενώ με τη μελέτη των ιδιωματικών – διαλεκτικών συστημάτων στον Ελλαδικό γεωγραφικό χώρο ασχολήθηκαν διακεκριμένοι ξένοι διαλεκτολόγοι.

Σε ό,τι αφορά την περιοχή της Ηπείρου, η γλωσσική πολυμορφία της αποτέλεσε και αποτελεί αντικείμενο μελέτης από γλωσσολόγους Ηπειρώτες και μη, στους οποίους δεν υπάρχει σύμπνοια για τα γλωσσικά χαρακτηριστικά της. Εξάλλου, η εξέταση της περιοχής από γλωσσολογική άποψη, όπως παραδέχεται ο Μηνάς, είναι δύσκολη, καθώς τα νότια ιδιώματα συνυπάρχουν με τα ξενικά λεξιλογικά δάνεια.

Ιδιαίτερα, στη γεωγραφική περιφέρεια των Ιωαννίνων αν και έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες καταγραφής των βασικών χαρακτηριστικών της γλωσσικής ποικιλίας που ομιλείται, δυστυχώς, η τοπική γλώσσα δεν έχει τύχει μέχρι στιγμής ερευνητικά της δέουσας προσοχής, με λίγες εξαιρέσεις, τουλάχιστον στον βαθμό που έχει γίνει για άλλες γλωσσικές ποικιλίες του ελληνόφωνου κόσμου.

Και είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η τοπική ποικιλία των Ιωαννίνων εμφανίζει τάσεις υποχώρησης με τον βαθμό διατήρησής της να αποκλίνει από περιοχή σε περιοχή. Συνθήκες, όπως, οι μετακινήσεις των πληθυσμών, η αφομοίωση από την Κοινή Νέα Ελληνική, που αποκλειστικά χρησιμοποιείται στην υποχρεωτική εκπαίδευση, η ανάπτυξη της τεχνολογίας, o δημόσιος λόγος των ΜΜΕ και όχι μόνο, δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστη τη γλωσσική ποικιλία των Ιωαννίνων. Ιδιαίτερο ρόλο διαδραμάτισε προς την κατεύθυνση αυτή, η εσωτερική μετανάστευση στην Ήπειρο το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, με μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού των Ιωαννίνων να φεύγει κυρίως για την Αθήνα και ύστερα για τη Θεσσαλονίκη ή τους γειτονικούς νομούς. Όπως, χαρακτηριστικά γράφει ο λόγιος Γιαννιώτης Μπόγκας «αποτελεί μοναδικό γλωσσικό φαινόμενο η εντός μιας μόνο γενεάς επελθούσα, μετά την απελευθέρωση, απώλεια του γλωσσικού ηπειρωτικού ιδιώματος του βαθύτατα ριζωμένου για πολλούς αιώνες στην καρδιά των Γιαννιωτών και των άλλων Ηπειρωτών».

Η θέση της γεωγραφικής ποικιλίας στη σχολική εκπαίδευση απασχολεί όψιμα τους γλωσσολόγους ερευνητές και οι προσπάθειες που έχουν γίνει έχουν καθαρά χαρακτήρα διερευνητικό. Σε αυτή την ιδέα εντάσσεται και η πρόταση μου για την αξιοποίηση του ιδιώματος των Ιωαννίνων στο πλαίσιο του μαθήματος της Νέας Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας της Α΄ Λυκείου, παράλληλα βέβαια με την Κοινή Νέα Ελληνική. Θεωρώ, δηλαδή, ότι η διδασκαλία ιδιωματικών κειμένων θα μπορούσε να περιλαμβάνεται στο ωρολόγιο σχολικό πρόγραμμα περιοδικά ή στο πλαίσιο της Ερευνητικής Εργασίας που υλοποιείται στα Λύκεια της χώρας. Η συγκεκριμένη πρόταση συνδέεται με το γεγονός ότι τα τοπικά ιδιώματα διασώζουν αισθητικά και εκφραστικά αριστουργήματα και, επομένως, η επαφή μαζί τους μπορεί να συμβάλει σημαντικά στον εμπλουτισμό του λεξιλογίου των μαθητών/-τριών.

Αφορμή της πρότασής μου αποτέλεσε, εκτός από τα επιστημονικά μου ενδιαφέροντα και τα προσωπικά μου ακούσματα από τη χρήση του Γιαννιώτικου ιδιώματος στο στενό οικογενειακό μου περιβάλλον, η διαπίστωση ότι υπάρχει έντονο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια από την εκπαιδευτική κοινότητα για την ανάδειξη των γεωγραφικών ποικιλιών της γλώσσας. Προκειμένου να διαπιστωθεί η θέση και η στάση των ίδιων των μαθητών/-τριών στην προοπτική αυτή, υλοποιήθηκε διδακτική παρέμβαση στο Πρότυπο Λύκειο Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων σε ένα σύνολο ογδόντα επτά (87) μαθητών/-τριών της Α΄ Λυκείου.

Για την πραγματοποίηση της διδακτικής παρέμβασης χρησιμοποιήθηκαν ένα αυθεντικό κείμενο γραμμένο στη γλωσσική ποικιλία των Ιωαννίνων (επαρχία Κονίτσης, χωριό Κεφαλοχώρι, έτους 1998) και ένα κείμενο γραμμένο στη γλωσσική ποικιλία της Κρήτης (νομός Λασιθίου, επαρχία Μιραμπέλλου, χωριό Κριτσά, έτους 2001). Στόχος ήταν να έρθουν οι μαθητές/-τριες σε επαφή με αυθεντικό γλωσσικό υλικό, προφορικό και γραπτό. Τα κείμενα αποτελούν χειρόγραφα (υπ’ αριθμ. 1402 και 1448 αντίστοιχα) που αντλήθηκαν από έκδοση του Κέντρου Ερεύνης Νεοελληνικών Διαλέκτων & Ιδιωμάτων της Ακαδημίας Αθηνών – Ι.Λ.Ν.Ε. (2008). Μετά την μελέτη, επεξεργασία και ηχητική απόδοση των δύο κειμένων μέσω CD-ROM, ακολούθησε η διανομή ανώνυμου δομημένου ερωτηματολογίου.

Εκείνο στο οποίο θα σταθώ και είναι ο λόγος του παρόντος κείμενου είναι το γεγονός ότι στο κλειστού τύπου ερώτημα «Ποιες από τις παρακάτω γλωσσικές ποικιλίες θα θέλατε να διδάσκονται στο σχολείο; (την κρητική ή των Ιωαννίνων ή και τα δύο), ποσοστό 75% των μαθητών/-τριών απάντησε «και τα δύο» και μόλις 24% δήλωσε ότι θα ήθελε να διδάσκεται η τοπική γλώσσα των Ιωαννίνων. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι οι μαθητές/-τριες των Ιωαννίνων δεν θεωρούν ότι η γλωσσική ποικιλία της περιοχής είναι κομμάτι της ταυτότητάς τους και δεν δήλωσαν την προτίμησή τους στη Γιαννιώτικη γλώσσα. Τα αποτελέσματα της έρευνας ουσιαστικά επιβεβαιώνουν την υπάρχουσα βιβλιογραφία, σύμφωνα με την οποία τα βόρεια ιδιώματα έχουν συνδεθεί με τον αγροτικό τρόπο ζωής. Η υποτίμηση της ομιλούμενης, μητρικής, δημοτικής γλώσσας συνδέεται, μεταξύ άλλων, όπως ισχυρίζεται ο Ντίνας, «και με την ιστορική ανάγκη επιβεβαίωσης της ευρωπαϊκής μας ταυτότητας».

Η αλλαγή αυτής της νοοτροπίας μπορεί να επέλθει μέσω της ενσωμάτωσης των τοπικών γλωσσών στη διδασκαλία των γλωσσικών μαθημάτων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Αυτό, δηλαδή, το είδος της διαφοροποίησης στην ομιλία, που μέχρι τώρα οι μαθητές και οι μαθήτριες γνωρίζουν σαν προσωπικό βίωμα ή άκουσμα, μπορεί να αποκτήσει τον χαρακτήρα στοχευμένης γνώσης με ιδιαιτέρως σημαντικά μαθησιακά αποτελέσματα. Φυσικά, οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής πάγιων πεποιθήσεων και στερεοτυπικών αντιλήψεων δεν είναι εύκολη διαδικασία. Απαιτεί προσεκτικά βήματα, μακρόχρονο σχεδιασμό, στρατηγική και συγκεκριμένη στόχευση, ιδιαίτερα όταν εμπλέκονται μαθητές και το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας. Δεν πρέπει, επίσης, να παραλείψω να αναφέρω ότι στην προσπάθεια αυτή ο ρόλος των εκπαιδευτικών αναδεικνύεται καίριος και η επιμόρφωσή τους σε θέματα αξιοποίησης της γλωσσικής ποικιλίας στην καθημερινή εκπαιδευτική πρακτική αποτελεί επιτακτική ανάγκη και ευθύνη της πολιτείας. Κλείνοντας, την σύντομη παρέμβασή μου, θα ήθελα να αναφέρω ότι είναι εξαιρετικά αισιόδοξο το γεγονός ότι σε ό,τι αφορά την επιμόρφωση των μελλοντικών εκπαιδευτικών, σημαντικές δράσεις σημειώνονται ήδη σε δύο (2) Α.Ε.Ι. της χώρας.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Θεμελής, Ι. (2017). Η πραγμάτωση των φωνηέντων σε τοπικές ελληνικές διαλέκτους. Διδακτορική Διατριβή. Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

Κέντρον Ερεύνης των Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων – Ι.Λ.Ν.Ε. (2008). Οι νεοελληνικές διαλεκτικές ποικιλίες και η μελέτη τους στο Κέντρον Ερεύνης των Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών

Μπόγκας, Eυ. (1950). Μια γλώσσα που πεθαίνει. Ηπειρωτική Εστία 1, 571-576.

Μπόγκας, Ευ. (1952). Μια γλώσσα που πεθαίνει …Η Ηπειρώτικη διάλεκτος. Ηπειρωτική Εστία 6. Α τόμ., 571-579.

Μηνάς, Κ. (2004). Μελέτες Νεοελληνικής διαλεκτολογίας. Αθήνα: Tυπωθήτω – Γ. Δαρδανός.

Ντίνας, Κ. (2015). Η αξιοποίηση της διαλεκτικής ποικιλίας στο πλαίσιο της παιδαγωγικής του κριτικού γραμματισμού. Η εμπειρία μιας διδακτικής απόπειρας. Στο Μ., Τζακώστα (επιμ.), Η διδασκαλία των νεοελληνικών γλωσσικών ποικιλιών και διαλέκτων στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, 167-186. Θεωρητικές προσεγγίσεις και διδακτικές εφαρμογές. Αθήνα: Gutenberg.

Τζιτζιλής, Χ. (2016). Η διαμόρφωση της κοινής νεοελληνικής Ι: το διαλεκτικό υπόβαθρο. Μελέτες για την ελληνική γλώσσα 36, 425-450.

Τσόκα, Ο. (2018). Διδιαλεκτική εκπαίδευση: Η αντίδραση των μαθητών/-τριών του Πρότυπου Γυμνασίου της Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων στη διδακτική μας πρόταση. Μέντορας 16, 25-47.

Τσόκα, Ο. (2024). Νεοελληνικές διαλεκτικές ποικιλίες και η διδακτική τους αξιοποίηση: η περίπτωση των Ιωαννίνων. Διδακτορική Διατριβή. Iωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

*Η Δρ Όλγα Τσόκα είναι Γλωσσολόγος, απόφοιτη του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών «Επιστήμες της Αγωγής» με κατεύθυνση «Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία. Διδακτική γλώσσας» του Π.Τ.Δ.Ε. του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 2024 έλαβε διδακτορικό δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα αφορούν τη διαλεκτολογία με έμφαση τη διδακτική των νεοελληνικών διαλέκτων και τη μορφολογία. Έχει πολυετή διδακτική εμπειρία στην δευτεροβάθμια, μεταδευτεροβάθμια (Σ.Α.Ε.Κ.) και τριτοβάθμια εκπαίδευση (Σ.Α.Ε.Α., Σ.Μ.Υ. κλπ). Έχει συμμετάσχει με ανακοινώσεις σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια και έχει πλήθος δημοσιευμάτων σε επιστημονικά περιοδικά και πρακτικά συνεδρίων. Εργάζεται στο Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

The post «Τίνος ίσι συ;» appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.