Τα Χριστούγεννα που γνωρίζουμε σήμερα δεν γεννήθηκαν μέσα σε μια στιγμή· είναι το αποτέλεσμα αιώνων παραδόσεων που άλλαξαν, επιβίωσαν και ξαναγράφτηκαν από εποχή σε εποχή.
Από τα ρωμαϊκά Σατουρνάλια μέχρι τη Βικτωριανή Αγγλία, η ιστορία των Χριστουγέννων είναι ένα μωσαϊκό από γιορτές, φαγητά, δώρα, θρησκεία και λαϊκή φαντασία. Κι αν ακολουθήσουμε το νήμα της ιστορίας προς τα πίσω, θα βρούμε τις απαρχές τους σε γιορτές πολύ παλαιότερες από τη χριστιανική τελετουργία — με πιο χαρακτηριστική απ’ όλες τα αρχαία ρωμαϊκά Σατουρνάλια.
ΣΑΤΟΥΡΝΑΛΙΑ: ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΩΝ ΕΟΡΤΑΣΜΩΝ
Πολλά από όσα θεωρούμε σήμερα «χριστουγεννιάτικα» είναι στην πραγματικότητα πολύ παλαιότερα από τη γέννηση του Χριστού. Στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, οι πιστοί απέφευγαν τις ειδωλολατρικές πρακτικές, οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες έκλειναν ιερά, απαγόρευαν τελετές και έβαζαν τέλος σε αγώνες προς τιμήν των παλιών θεών. Όμως η καθημερινή ζωή του λαού δεν άλλαζε τόσο εύκολα.
Η πιο αγαπημένη γιορτή ήταν τα Σατουρνάλια, αφιερωμένα στον θεό της γεωργίας Σατούρνο. Κρατούσαν μία εβδομάδα, από τις 17 έως τις 23 Δεκεμβρίου, γύρω από το χειμερινό ηλιοστάσιο – μια κρίσιμη στιγμή για όλους τους αρχαίους λαούς που ζούσαν με τον ρυθμό της γης και του φωτός. Ο ποιητής Κάτουλλος τα είχε περιγράψει ήδη από τον 1ο αιώνα π.Χ. ως «την καλύτερη γιορτή όλων».
Φίλοι και συγγενείς αντάλλασσαν δώρα – κεριά, νομίσματα, φαγητό. Οι άνθρωποι φορούσαν απλά ρούχα, έπαιζαν, γλεντούσαν, απολάμβαναν μεγάλα κοινά γεύματα. Υπήρχε χαλάρωση των κοινωνικών κανόνων, παιχνίδια αντιστροφής ρόλων, περισσότερη ανοχή στη μέθη και στη χαρτοπαιξία. Αν όλα αυτά θυμίζουν σύγχρονα γιορτινά τραπέζια, δεν είναι τυχαίο.
Όπως πάνω στα αρχαία κιονόκρανα χτίστηκαν εκκλησίες, έτσι και οι παλιές εορτές δεν εξαφανίστηκαν – ντύθηκαν με νέο περιεχόμενο. Σιγά σιγά, πολλά στοιχεία των Σατουρναλίων «μετακόμισαν» στον Δεκέμβριο των Χριστουγέννων.

ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ: ΔΩΔΕΚΑ ΜΕΡΕΣ ΓΙΟΡΤΗΣ
Στον Μεσαίωνα (500–1500 μ.Χ.), τα Χριστούγεννα έγιναν η μεγαλύτερη γιορτή του χρόνου. Η αργία κρατούσε δώδεκα μέρες – από την παραμονή (24 Δεκεμβρίου) μέχρι την 5η Ιανουαρίου. Οι γεωργικές εργασίες σταματούσαν λόγω χειμώνα και οι άνθρωποι είχαν, ίσως μια μοναδική ευκαιρία να κάνουν ένα πραγματικό διάλειμμα.
Τα σπίτια, πλούσιων και φτωχών, στολίζονταν με κλαδιά από χειμωνιάτικα φυτά — πουρνάρι, κισσό και γκι. Τα φυτά αυτά, που οι Κέλτες ήδη τιμούσαν ως σύμβολα προστασίας, καλοτυχίας και γονιμότητας, βρήκαν φυσικά τη θέση τους και στο χριστουγεννιάτικο σκηνικό. Το γκι κρεμιόταν σε περίοπτη θέση και τα φιλιά από κάτω του συνέχιζαν μια παλιά συμβολική σχέση με τη γονιμότητα.
Σημαντικό στοιχείο των ημερών ήταν και ο κορμός Yule: ένας τεράστιος κορμός που έκαιγε στο τζάκι όλες τις μέρες των γιορτών, συμβολίζοντας τη νίκη του φωτός μέσα στο σκοτάδι του χειμώνα.
Κι όμως, πίσω από όλα αυτά τα έθιμα, ο κεντρικός άξονας της γιορτής παρέμενε η γέννηση του Χριστού. Η συμμετοχή στις εκκλησιαστικές τελετές ήταν αναμενόμενη – και συχνά υποχρεωτική. Οι εκκλησίες φρόντιζαν να χαρίσουν στη γιορτή ιδιαίτερη λαμπρότητα: άναβαν δεκάδες κεριά, αποκάλυπταν για μία μόνο μέρα επιχρυσωμένα έργα τέχνης που συνήθως έμεναν καλυμμένα, χορωδίες έψαλλαν ύμνους. Από αυτές τις λειτουργικές πρακτικές γεννήθηκαν αργότερα και οι θεατρικές αναπαραστάσεις της Φάτνης, που με τον καιρό εξελίχθηκαν σε ολόκληρα δρώμενα με κοστούμια — ακόμη και ζώα.
Οι άνθρωποι αντάλλασσαν δώρα σε ανάμνηση των τριών Μάγων: οι εύποροι πρόσφεραν ρούχα και κοσμήματα, ενώ οι φτωχότεροι έδιναν φαγητό, ξύλα ή απλά ξύλινα παιχνίδια. Τα δώρα δίνονταν ξανά την 1η Ιανουαρίου, ως ευχή για καλοτυχία στο νέο έτος. Από εκεί προέκυψε και το έθιμο του «ποδαρικού»: σημαντικό θεωρούταν ο πρώτος επισκέπτης να είναι άνδρας, με σκούρα μαλλιά και «βαριά», σταθερά βήματα.
Το φαγητό έπαιζε τεράστιο ρόλο όπως και σήμερα. Στα αρχοντικά σερβίρονταν παγώνι, κύκνος, αγριογούρουνο, ψάρια και όστρακα, ενώ τα γλυκά περιλάμβαναν ξηρούς καρπούς, φρούτα, κέικ και κρέμες. Το κρασί, ο μηλίτης και η μπύρα συνόδευαν τις μακριές ώρες του γλεντιού. Η ψυχαγωγία είχε μουσικούς, γελωτοποιούς, ακροβάτες, πλανόδιους τροβαδούρους. Για να αποφευχθεί το χάος που συχνά έφερναν οι δώδεκα μέρες ασταμάτητου γλεντιού, πληρώνονταν φύλακες για να προστατεύουν τις περιουσίες — ιδιαίτερα τη Δωδέκατη Νύχτα, την πιο ξέφρενη και απρόβλεπτη στιγμή των εορτασμών.
Οι φτωχοί γιόρταζαν πιο απλά: κάλαντα, ζάρια, κάρτες, ιστορίες γύρω από τη φωτιά, παιχνίδια ρόλων όπως ο «βασιλιάς της γιορτής» που οριζόταν από ένα κουκί κρυμμένο στο ψωμί ή στο κέικ. Τα αποφάγια των πλούσιων τραπεζιών μοιράζονταν στους φτωχούς και κάποιες φορές οι πιο άποροι κάθονταν στο ίδιο τραπέζι με τον άρχοντα – μια πρώιμη μορφή χριστουγεννιάτικης φιλανθρωπίας.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΙΣΑΒΕΤ Α’ ΣΤΟΥΣ ΠΟΥΡΙΤΑΝΟΥΣ
Στο τέλος του Μεσαίωνα, η εκκλησία εξακολουθούσε να έχει ισχύ, αλλά η Θρησκευτική Μεταρρύθμιση άλλαξε την εικόνα της. Ορισμένες μορφές λαμπρότητας και τελετουργίας περιορίστηκαν, όμως οι «άγιες μέρες» παρέμειναν ο βασικός λόγος για εθνική αργία. Τότε εμφανίζεται και ο όρος “holiday” στην Αγγλία.
Η περίοδος της Ελισάβετ Α΄ (1558–1603) κρατά τα Χριστούγεννα ως βασική γιορτή, αλλά η έμφαση μεταφέρεται όλο και περισσότερο στο σπίτι: στο φαγητό, στην ψυχαγωγία, στα παιχνίδια και στην ανταλλαγή δώρων. Η 25η Δεκεμβρίου πλέον ξεχωρίζει ως η κεντρική μέρα των εορτών, πάνω ακόμη κι από τη Δωδέκατη Νύχτα.
Παράλληλα, ενισχύεται η ιδέα ότι η περίοδος αυτή είναι συνδεδεμένη με τη φιλανθρωπία – η λογική ότι «τα Χριστούγεννα πρέπει να δίνουμε» ριζώνει σιγά σιγά.
Με την άνοδο των Πουριτανών, τα Χριστούγεννα απειλούνται: θεωρούνται υπερβολικά «κοσμικά» και κοντά στην καθολική παράδοση. Υπήρξε ακόμη και απόπειρα κατάργησής τους. Η απόφαση όμως αναστράφηκε το 1660 και, τελικά, η γιορτή εδραιώθηκε ακόμη πιο ισχυρή, για πολλούς πιο σημαντική ακόμη και από το Πάσχα.

Η ΒΙΚΤΩΡΙΑΝΗ «ΕΦΕΥΡΕΣΗ» ΤΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Η βασιλεία της Βικτώριας (1837–1901) είναι, κατά κάποιο τρόπο, η στιγμή που «γεννιούνται» τα Χριστούγεννα όπως τα ξέρουμε σήμερα. Οι Βικτωριανοί κοιτούν προς τα πίσω με νοσταλγία για τα μεσαιωνικά Χριστούγεννα, την ίδια ώρα που εμείς σήμερα ρομαντικοποιούμε τα δικά τους.
Τότε παγιώνονται η οικογενειακή συγκέντρωση γύρω από το γιορτινό τραπέζι, τα παιχνίδια και τα τραγούδια στο σπίτι, τα δώρα κάτω από το δέντρο, η παντομίμα και οι παραστάσεις ως μέρος της γιορτής.
Ο πρίγκιπας Άλμπερτ, σύζυγος της Βικτώριας, φέρνει στη Βρετανία την παράδοση του χριστουγεννιάτικου δέντρου από τη Γερμανία. Από τα μέσα του 19ου αιώνα, το έλατο με κεριά και μικρά κρεμαστά δώρα γίνεται το κέντρο του στολισμού στο σαλόνι. Τα περιοδικά της εποχής δημοσιεύουν εικόνες από το χριστουγεννιάτικο δέντρο της βασιλικής οικογένειας και έτσι η μόδα εξαπλώνεται σε όλη τη χώρα.
Τα κάλαντα γνωρίζουν νέα άνθηση: συλλέγονται παλιά τραγούδια, εκδίδονται ανθολογίες, προστίθενται και καινούργια. Η ανάπτυξη του ταχυδρομείου και το πρώτο γραμματόσημο (“Penny Black”) το 1840 φέρνουν και κάτι ακόμη: τις χριστουγεννιάτικες κάρτες. Από το 1843, κάρτες με χιονισμένα τοπία, κορδέλες και δαντέλες στέλνονται σε φίλους και συγγενείς, χαράσσοντας στη φαντασία την εικόνα των «λευκών Χριστουγέννων», ακόμη κι αν ο καιρός σιγά σιγά αλλάζει.
Τα καταστήματα στολίζουν βιτρίνες, βγάζουν καταλόγους δώρων, και η μαζική παραγωγή παιχνιδιών κάνει τις κούκλες να περπατούν και τα τρενάκια να τρέχουν. Εμφανίζονται και οι χριστουγεννιάτικες κροτίδες (crackers): χάρτινοι κύλινδροι που ανοίγουν με «κρακ» και κρύβουν μέσα καπέλα, παιχνίδια, ρητά.
ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ, ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΙΑΣ
Ο σύγχρονος Άγιος Βασίλης είναι ένα μείγμα αγίου, λαογραφίας και εμπορικής εικόνας. Η ρίζα του βρίσκεται στον Άγιο Νικόλαο, επίσκοπο της Μύρας, γνωστό για τη μυστική προσφορά δώρων και για σάκους χρυσού που κατέβαιναν… από την καμινάδα. Από εκεί κουβαλάει μαζί του την κάλτσα-σύμβολο.
Στην πορεία προστίθεται και το «Πνεύμα των Χριστουγέννων» – η ιδέα ενός χαρούμενου, καλοσυνάτου προσώπου που φέρνει δώρα στα παιδιά. Στον 19ο αιώνα διαμορφώνεται σταδιακά η μορφή του: γενειοφόρος, καλοκάγαθος, ντυμένος ζεστά. Η αμερικανική εκδοχή με την κόκκινη στολή και την στρογγυλή κοιλιά, που εμφανίζεται γύρω στο 1850, κυριαρχεί με τον καιρό παγκοσμίως. Από τότε, τα παιδιά αφήνουν ένα ποτό ή ένα γλυκό γι’ αυτόν, κρατώντας ζωντανή την ιδέα μιας μυστικής επίσκεψης μέσα στη νύχτα.
ΤΟ ΓΙΟΡΤΙΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΚΑΙ ΤΑ ΓΛΥΚΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
Με τη βελτίωση των συνθηκών ζωής, το χριστουγεννιάτικο γεύμα γίνεται το μεγαλύτερο τραπέζι της χρονιάς. Στη βόρεια Αγγλία αγαπούν το ψητό μοσχάρι, στη νότια τη χήνα, ενώ σταδιακά η γαλοπούλα γίνεται το πιο κλασικό χριστουγεννιάτικο κρέας. Ακόμη και οι φτωχές οικογένειες προσπαθούν να εξασφαλίσουν ένα μεγάλο πουλερικό, που πολλές φορές ψήνεται σε φούρνο αρτοποιείου.
Στο τέλος του γεύματος δεσπόζει η χριστουγεννιάτικη πουτίγκα: βραστή, γεμάτη αποξηραμένα φρούτα, με ένα κρυμμένο ασημένιο νόμισμα. Στολισμένη με γκι και ραντισμένη με μπράντι που ανάβει, γίνεται σύμβολο ευημερίας. Πίτες με κιμά (που άλλοτε ήταν πράγματι με κρέας), κέικ φρούτων με μπαχαρικά, τυριά και κρασί συμπληρώνουν το σκηνικό.
Μετά, έρχονται τα παιχνίδια και τα γέλια: αινίγματα, τυφλόμυγα, χοροί, τραγούδια, απαγγελίες, μικρά «μαγικά» ή ταχυδακτυλουργικά κόλπα. Η εικόνα αυτή, που τη διαβάζουμε στα κείμενα της Βικτωριανής εποχής, είναι ο πρόδρομος της δικής μας ιδέας για το «κλασικό» οικογενειακό χριστουγεννιάτικο βράδυ.
Οι συγγραφείς της εποχής, με πρώτο τον Τσαρλς Ντίκενς και τα «Χριστουγεννιάτικα κάλαντα», κλείδωσαν αυτές τις εικόνες στη λογοτεχνία – και από εκεί στην παγκόσμια φαντασία.

ΠΑΛΙΕΣ ΡΙΖΕΣ,
ΝΕΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
Σήμερα, ο Ρούντολφ το ελαφάκι με την κόκκινη μύτη, ο Άγιος Βασίλης στα πολυκαταστήματα, τα ημερολόγια Advent, τα ηλεκτρονικά χριστουγεννιάτικα μηνύματα και τα φωτάκια LED είναι προσθήκες των τελευταίων δεκαετιών. Ο κορμός Yule έγινε σοκολατένιο γλυκό, οι κάρτες ταξιδεύουν και ψηφιακά, οι εκκλησίες ίσως δεν γεμίζουν όπως παλιά.
Κι όμως, ο πυρήνας παραμένει γνώριμος: φως μέσα στη νύχτα, τραπέζια στρωμένα γιορτινά, δώρα που αλλάζουν χέρια, υπενθύμιση ότι κάπου ανάμεσα στο κρύο – ή στη ζέστη, για χώρες σαν την Αυστραλία – υπάρχει πάντα χώρος για γενναιοδωρία και συντροφικότητα.
Ο Άγγλος συγγραφέας George Sims γράφει για τη νύχτα των Χριστουγέννων:
«Το ρολόι δείχνει μεσάνυχτα. Το ακούς μέσα στην ησυχία της νύχτας των Χριστουγέννων όπως δεν το έχεις ακούσει ποτέ άλλοτε. Η μεγάλη μέρα έφτασε στο τέλος της. Αν βρίσκεσαι σε μια ξένη χώρα, θα ξαφνιαστείς από τη μοναξιά σου. Θα καταλάβεις πόσο Χριστούγεννα θυμίζει η γιορτή στο σπίτι».
Ίσως, τελικά, όλες αυτές οι αιώνες παραδόσεων να μας οδηγούν ακριβώς εκεί: στην ανάγκη να ανήκουμε κάπου, έστω και για μία νύχτα τον χρόνο.
The post Τα Χριστούγεννα μέσα στους αιώνες appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.