«Τα Χριστούγεννα όπωςτα ζήσαμε»

Τα Χριστούγεννα δεν ήταν πάντα συνδεδεμένα με δώρα και στολίδια. Στα πρώτα χρόνια της μετανάστευσης, η καθημερινότητα ήταν απλή και οι ανάγκες πολλές. Η Καίτη Αλεξοπούλου επιστρέφει σε εκείνες τις μνήμες.

«Τα Χριστούγεννα του 1960 τα περάσαμε όλοι μαζί, στο σπίτι της θείας μου στο Caulfield North, όπου έμεναν μόνιμα πια, αφότου πούλησαν τη φάρμα που είχαν στη Mildura, και έτσι συγκεντρωνόμασταν συνήθως εκεί. Ήταν από εκείνες τις χρονιές που δεν τις θυμάσαι για τη λάμψη τους, αλλά γιατί κανείς δεν έλειπε.

Εκείνα τα Χριστούγεννα ήταν μαζί μας και η γιαγιά μου. Μόλις είχε βγει από το νοσοκομείο και δεν ήταν καλά, όμως το γεγονός ότι βρισκόταν κοντά μας μάς έδινε χαρά. Όπως αποδείχθηκε, ήταν τα τελευταία της Χριστούγεννα. Λίγες εβδομάδες αργότερα, τον Ιανουάριο του 1961, έφυγε από τη ζωή.

Ανταλλάξαμε δώρα. Όχι όπως τα εννοούμε σήμερα. Τα δώρα τότε ήταν απλά, πράγματα ανάγκης. Θυμάμαι μια θεία μου να μου χαρίζει ένα μικρό μπουκαλάκι σαμπουάν για τα μαλλιά. Μέχρι τότε γνώριζα μόνο το σαπούνι· με σαπούνι λουζόμασταν στο σπίτι μας. Μου έκανε εντύπωση αυτό το «καινούργιο» πράγμα. Από τότε, βέβαια, μάθαμε τι είναι το σαμπουάν και αρχίσαμε να το χρησιμοποιούμε.

Ζούσαμε μια πολύ λιτή ζωή. Δεν υπήρχαν περιθώρια για πολυτέλειες ούτε δυνατότητα για ακριβά ή ιδιαίτερα δώρα. Δεν υπήρχαν και απαιτήσεις. Ξέραμε την οικονομική μας κατάσταση και τη σεβόμασταν. Ό,τι υπήρχε, υπήρχε για να καλύπτει βασικές ανάγκες.

Τα πρώτα μας Χριστούγεννα στην Αυστραλία δεν ήταν εκείνα του 1960. Είχαμε φτάσει το 1957. Θυμάμαι το σπίτι μας στο St Albans: ένα μικρό μπανγκαλόου με δύο δωμάτια, τίποτα παραπάνω. Η κουζίνα ήταν σε μια πρόχειρη παράγκα έξω από το σπίτι και η τουαλέτα ακόμα πιο μακριά, στην άκρη ενός μεγάλου οικοπέδου, απέναντι από το δημοτικό σχολείο.

Το ότι τα Χριστούγεννα έπεφταν κατακαλόκαιρο δεν μπορώ να πω πως με σόκαρε. Αυτό που θυμάμαι περισσότερο ήταν οι μικρές αποδράσεις. Ο πατέρας μου δούλευε στους σιδηροδρόμους και του έδιναν εισιτήρια για όλη την οικογένεια, κι έτσι μπορούσαμε να ταξιδεύουμε μέσα στη Βικτώρια. Για ένα παιδί, αυτό ήταν το παν. Περιμέναμε πώς και πώς να φύγουμε, να δούμε κάτι καινούργιο, να πάμε στη θάλασσα.

Θυμάμαι μια χρονιά —όχι την πρώτη, ίσως τη δεύτερη— που είχαμε δημιουργήσει παρέες με άλλους ανθρώπους. Μαζευτήκαμε, με τις τσάντες γεμάτες φαγητά, και πήγαμε με το τρένο στο Daylesford. Από τον σταθμό περπατήσαμε μέχρι τη λίμνη. Ήταν όμορφα. Η χαρά ήταν στην εκδρομή, στο ότι ήμασταν μαζί. Δεν θυμάμαι Χριστούγεννα με στολίδια ή ακριβά δώρα. Θυμάμαι ανθρώπους.

Με τα χρόνια, βέβαια, αρχίσαμε κι εμείς να στολίζουμε και να κάνουμε Χριστούγεννα όπως όλοι. Δίναμε δώρα, ακολουθούσαμε το έθιμο. Κάποια στιγμή, όμως, καταλάβαμε ότι όλο αυτό είχε γίνει υποχρέωση, μια κατανάλωση χωρίς ουσία. Και το σταματήσαμε.

Σήμερα, για μένα, τα Χριστούγεννα σημαίνουν συνάντηση. Να βρεθούμε με τους δικούς μας ανθρώπους, να φάμε μαζί, να γελάσουμε, να ακούσουμε μουσική. Αυτό είναι το νόημα. Όχι τα δώρα. Η παρουσία και η αγάπη.

The post «Τα Χριστούγεννα όπωςτα ζήσαμε» appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.