Το ΚΥΣΑΤΣ απέρριψε αναγνώριση διδακτορικού με κοινή διατριβή, με λάθος μεθοδολογία

Η λάθος ερώτηση στα κυπριακά πανεπιστήμια ήταν το κομβικό σημείο που επισήμανε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο για να απορρίψει τόσο την απόφαση του πρωτόδικου Διοικητικού Δικαστηρίου, όσο και την απόφαση του ΚΥΣΑΤΣ.

Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, έκανε δεκτή έφεση σε απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου και «παραμέρισε» τόσο την πρωτόδικη απόφαση όσο και διοικητική απόφαση του ΚΥΣΑΤΣ, κρίνοντας ότι η έρευνα που προηγήθηκε για αναγνώριση διδακτορικού τίτλου με κοινή διατριβή, δεν ήταν δέουσα υπό τις περιστάσεις.

Η υπόθεση αφορά αίτημα αναγνώρισης τίτλου σπουδών ως ισότιμου προς διδακτορικό δίπλωμα. Η αιτήτρια είχε αποκτήσει τίτλο «Doctor in Professional Studies/Clinical Dietetics, Nutrition Sciences and Health Education» από το Middlesex University στο Ηνωμένο Βασίλειο και ζήτησε από το Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥΣΑΤΣ) να τον αναγνωρίσει ως ισότιμο προς διδακτορικό.

Κρίσιμο στοιχείο της υπόθεσης ήταν ότι η διδακτορική διατριβή είχε εκπονηθεί από κοινού με άλλο πρόσωπο. Το ΚΥΣΑΤΣ έθεσε εξαρχής ζήτημα ως προς το ποια ήταν η συμβολή της αιτήτριας στο κοινό έργο, ζήτησε διευκρινίσεις, προχώρησε σε επιπρόσθετη έρευνα και, τελικά, απέρριψε τόσο το αρχικό αίτημα όσο και την αίτηση επανεξέτασης.

Από τις διευκρινίσεις στην απόρριψη

Η αίτηση υποβλήθηκε στις 2 Απριλίου 2018. Σε συνεδρία τον Οκτώβριο του 2018, το ΚΥΣΑΤΣ έκρινε ότι από τη διατριβή δεν προέκυπτε καθαρά η συμβολή της αιτήτριας και ζήτησε βεβαίωση από το πανεπιστήμιο με αναλυτική περιγραφή της συνεισφοράς της και των τμημάτων που εκπονήθηκαν από κοινού. Στάλθηκαν επιπρόσθετα στοιχεία, όμως το Συμβούλιο έκρινε ότι χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση.

Ακολούθως, το ΚΥΣΑΤΣ απευθύνθηκε σε τρία δημόσια πανεπιστήμια της Κύπρου, ζητώντας να εξηγήσουν ποια πρακτική ακολουθούν «σε περίπτωση κοινής διδακτορικής διατριβής». Οι απαντήσεις που έλαβε ήταν ότι, με βάση τους κανονισμούς σπουδών τους, δεν προβλέπεται τέτοια διαδικασία, ενώ από το Πανεπιστήμιο Κύπρου καταγράφηκε θέση πως διεθνώς, prima facie, η κοινή διδακτορική διατριβή δεν θεωρείται αποδεκτή, με αναφορά ότι θα ελεγχθεί περαιτέρω και θα υπάρξει επάνοδος. Αυτή η επάνοδος δεν έγινε.

Με αυτά ως υπόβαθρο, το ΚΥΣΑΤΣ αποφάσισε τον Δεκέμβριο του 2018 να μην εγκρίνει την αναγνώριση, κρίνοντας ότι η απόκτηση διδακτορικού με κοινή διατριβή δεν προβλέπεται από κανονισμούς δημόσιων πανεπιστημίων της Κύπρου και, κατά συνέπεια, δεν πληρούνται οι σχετικές κανονιστικές προϋποθέσεις. Ακολούθησε επιστολή από το Middlesex University που παραλήφθηκε την αμέσως επόμενη ημέρα, εξετάστηκε από το ΚΥΣΑΤΣ, αλλά δεν οδήγησε σε αλλαγή της θέσης του. Στη συνέχεια, η αίτηση επανεξέτασης απορρίφθηκε τον Μάρτιο του 2019.

Διοικητικό Δικαστήριο και προσφυγή στο Ανώτατο

Το Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση της ενδιαφερόμενης για ακύρωση της απόφασης του ΚΥΣΑΤΣ. Μεταξύ άλλων, έκρινε ότι το ΚΥΣΑΤΣ ορθά ζήτησε πρόσθετα στοιχεία για τη συμβολή στη διατριβή, ορθά απευθύνθηκε στα δημόσια πανεπιστήμια της Κύπρου και ότι δεν υπήρχε αναγκαιότητα για πρόσθετη έρευνα πέραν αυτής, ενώ απέρριψε και τον ισχυρισμό ότι υπήρχε υποχρέωση παραπομπής σε ανεξάρτητους κριτές.
Η αιτήτρια άσκησε έφεση προβάλλοντας, σε γενικές γραμμές, ότι η έρευνα δεν ήταν επαρκής και ότι το ΚΥΣΑΤΣ δεν ακολούθησε ορθά το νομικό πλαίσιο ως προς το «μέτρο κρίσης» που πρέπει να χρησιμοποιείται για την αναγνώριση τίτλων.

Τέθηκε λάθος ερώτημα και η έρευνα δεν ήταν στοχευμένη

Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο προσέγγισε το ζήτημα μέσα από την αρχή της δέουσας έρευνας, δηλαδή την υποχρέωση της διοίκησης να διερευνά όλα τα ουσιώδη γεγονότα που απαιτούνται για ασφαλή συμπεράσματα, με κριτήριο τη συναφή νομοθεσία.
Στο σημείο αυτό, η απόφαση δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα σε κάτι πουμοιάζει με «λάθος ερώτηση, άρα λάθος απάντηση». Το ΚΥΣΑΤΣ δεν ζήτησε από τα δημόσια πανεπιστήμια ενημέρωση για αντίστοιχο τίτλο της ίδιας ειδικότητας, όπως προβλέπει το πλαίσιο, αλλά ρώτησε γενικά για το τι κάνουν «σε περίπτωση κοινής διδακτορικής διατριβής», χωρίς σύνδεση με τίτλο, ειδικότητα και συγκρίσιμα ακαδημαϊκά δεδομένα.
Το Δικαστήριο σημειώνει ότι, με βάση τον Νόμο και τους Κανονισμούς, για αναγνώριση ισοτιμίας ως μέτρο κρίσης λαμβάνεται ο τίτλος της ίδιας ειδικότητας των δημόσιων πανεπιστημίων της Δημοκρατίας και, αν δεν υπάρχει αντίστοιχος τίτλος, τότε ακολουθούν άλλες χώρες, με προτεραιότητα την Ελλάδα και έπειτα άλλα αναγνωρισμένα ιδρύματα, ιδίως της ΕΕ. Κατά την κρίση του Ανωτάτου, αυτή η μέθοδος δεν εφαρμόστηκε επί της ουσίας.
Επιπλέον, το Ανώτατο θεωρεί προβληματικό ότι ένα από τα ιδρύματα ανέφερε πως θα επανέλθει μετά από βαθύτερο έλεγχο, δεν επανήλθε, και το ΚΥΣΑΤΣ δεν προχώρησε σε οποιαδήποτε ενέργεια για να λάβει αυτή την εξειδικευμένη απάντηση. Με άλλα λόγια, το Συμβούλιο έμεινε με μια ημιτελή εικόνα και την αξιοποίησε ως τελική βάση απόφασης, κάτι που το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε.

Το συμπέρασμα ήταν σαφές: «η έρευνα δεν ήταν δέουσα υπό τις περιστάσεις» και, ως αποτέλεσμα, οι λόγοι έφεσης που αφορούσαν την πλημμέλεια της έρευνας και την εφαρμογή του πλαισίου έγιναν δεκτοί.

Ανεξάρτητοι κριτές δεν υπάρχουν πια

Παρά το ότι η έφεση πέτυχε, το Δικαστήριο εξέτασε για λόγους πληρότητας και το θέμα των ανεξάρτητων κριτών. Η αιτήτρια επικαλέστηκε παλαιότερη νομολογία που είχε αντιμετωπίσει την εμπλοκή επιτροπών/κριτών ως υποχρεωτική προϋπόθεση πριν από την τελική απόφαση.
Το Ανώτατο, όμως, έκρινε ότι το νομικό καθεστώς έχει μεταβληθεί με τροποποιήσεις στον βασικό νόμο και τις κανονιστικές ρυθμίσεις και ότι, πλέον, η παραπομπή αιτήσεων σε ανεξάρτητους κριτές επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του ΚΥΣΑΤΣ. Επομένως, ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίφθηκε, χωρίς αυτό να αλλάζει το τελικό αποτέλεσμα, αφού οι υπόλοιποι λόγοι είχαν ήδη κριθεί επιτυχείς.

Ακύρωση της απόφασης ΚΥΣΑΤΣ

Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, καθώς και τη διαταγή εξόδων που τη συνόδευε, και παραμέρισε επίσης την απόφαση του ΚΥΣΑΤΣ. Επιπρόσθετα, επιδίκασε και τα δικαστικά έξοδα τόσο της έφεσης όσο και τα πρωτόδικα, ύψους €5.500 + ΦΠΑ, υπέρ της παραπονούμενης.
Την απόφαση εξέδωσε τριμελής σύνθεση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου αποτελούμενη από τους Δικαστές Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Ν. Σάντη και Η. Γεωργίου.
Για την παραπονούμενη εμφανίστηκε ο δικηγόρος Δ. Ιωαννίδης, εκ μέρους του δικηγορικού οίκου «Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε.».

Φτου κι απ’ την αρχή

Η απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν λέει στο ΚΥΣΑΤΣ ότι έπρεπε να αναγνωρίσει το τίτλο, αλλά λέει κάτι σημαντικό. Λέει πως όταν το ίδιο το πλαίσιο σου υποδεικνύει ποιον τίτλο συγκρίνεις και πώς κλιμακώνεις το μέτρο κρίσης, δεν μπορείς να στηρίζεσαι σε μια γενική ερώτηση τύπου «το κάνετε ή δεν το κάνετε;» και να την αντιμετωπίζεις ως τελεσίδικη επιστημονική γνωμάτευση. Στα ακαδημαϊκά, όπως και στη δικαιοσύνη, οι λεπτομέρειες δεν είναι διακοσμητικές. Είναι ο μηχανισμός που ξεχωρίζει τη διοικητική ευκολία από τη διοικητική νομιμότητα. Ως εκ τούτου του το αίτημα πρέπει να εξεταστεί από την αρχή με την σωστή μεθοδολογία και ίσως καταλήξει στο ίδιο αποτέλεσμα, ίσως και όχι.

Το άρθρο Το ΚΥΣΑΤΣ απέρριψε αναγνώριση διδακτορικού με κοινή διατριβή, με λάθος μεθοδολογία εμφανίστηκε πρώτα στο Cyprus Times.