ΤτΕ: Θωρακισμένος ο τραπεζικός τομέας – Ρεκόρ χρηματοδότησης και πτώση επιτοκίων

Τράπεζα της Ελλάδος

Η Τράπεζα της Ελλάδος διαπιστώνει ότι η ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της κερδοφορίας του ελληνικού τραπεζικού τομέα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για περαιτέρω επέκταση των δραστηριοτήτων του, παρά τους αυξημένους κινδύνους και την αβεβαιότητα στο διεθνές περιβάλλον. Στην ενδιάμεση έκθεση νομισματικής πολιτικής της, η ΤτΕ επισημαίνει ότι «ήδη παρατηρούνται νέες συνεργασίες, καθώς και εξαγορές και συγχωνεύσεις με τράπεζες του εξωτερικού και άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς».

Ενίσχυση της χρηματοδότησης στην πραγματική οικονομία

Η έκθεση καταγράφει θετικές επιδόσεις του ελληνικού τραπεζικού συστήματος το 2025, με αύξηση της χρηματοδότησης προς την πραγματική οικονομία, αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού, άνοδο των καταθέσεων και μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Ιδιαίτερα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, η ΤτΕ αναδεικνύει τη συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης και των ευρωπαϊκών προγραμμάτων στη χορήγηση φθηνότερων δανείων. Για τα νοικοκυριά σημειώνεται η επιστροφή της πιστωτικής επέκτασης σε θετικό έδαφος για πρώτη φορά από τον Οκτώβριο του 2010.

Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των τραπεζικών δανείων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις το διάστημα Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2025 διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο σε 16%, έναντι 8,5% το αντίστοιχο δεκάμηνο του 2024. Η επίδοση αυτή κατατάσσει την Ελλάδα μεταξύ των κορυφαίων χωρών της ευρωζώνης.

Παράλληλα, η μέση μηνιαία καθαρή ροή χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις υποχώρησε σε 438 εκατ. ευρώ από 557 εκατ. ευρώ. Όπως σημειώνεται, «η ευρωστία της πιστωτικής επέκτασης αντανακλά την τόνωση της ζήτησης τραπεζικών δανείων, λόγω της ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας και της μείωσης των επιτοκίων».

Τα προγράμματα συγχρηματοδότησης και εγγυοδοσίας του Ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ) συνέβαλαν ουσιαστικά στη χορήγηση δανείων, όπως και τα δάνεια του RRF, οι εκταμιεύσεις των οποίων αυξήθηκαν το πρώτο δεκάμηνο του 2025.

Κόστος δανεισμού και επιτόκια

Η ΤτΕ καταγράφει σημαντική πτώση των επιτοκίων δανείων προς τις επιχειρήσεις σε όλες τις κατηγορίες. Οι μεγαλύτερες μειώσεις σημειώθηκαν στα δάνεια άνω των 250.000 ευρώ, που αφορούν κυρίως μεγάλες επιχειρήσεις. Το μεσοσταθμικό επιτόκιο των νέων επιχειρηματικών δανείων διαμορφώθηκε τον Οκτώβριο του 2025 σε 3,9%, δηλαδή 110 μονάδες βάσης χαμηλότερα από το τέλος του 2024.

Από την έναρξη της πτωτικής τάσης τον Αύγουστο του 2023, το μεσοσταθμικό επιτόκιο έχει μειωθεί κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες, αναστρέφοντας περίπου το 70% της προηγούμενης ανόδου. Η ΤτΕ αποδίδει τη βελτίωση αυτή και στα προγράμματα της ΕΤΕπ, της ΕΑΤ και του RRF, τα οποία καλύπτουν περίπου το ένα τρίτο της νέας τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις.

Περισσότερο ωφελημένες είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς πάνω από το 40% της νέας χρηματοδότησης συνδέεται με δάνεια χαμηλότερου επιτοκίου ή μειωμένων εξασφαλίσεων. Η διαφορά του κόστους δανεισμού για τις ελληνικές ΜΧΕ σε σχέση με τη ζώνη του ευρώ περιορίστηκε σε 48 μονάδες βάσης το τρίτο τρίμηνο του 2025, ενώ στα στεγαστικά δάνεια των νοικοκυριών η απόκλιση σταθεροποιήθηκε στις 25 μονάδες βάσης.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, αναμένεται περαιτέρω μετακύλιση των μειώσεων των επιτοκίων πολιτικής του Ευρωσυστήματος στα επιτόκια δανεισμού, με τη βελτίωση των δανειακών χαρτοφυλακίων να επιτρέπει συγκράτηση των περιθωρίων και μείωση του κόστους δανεισμού.

Αύξηση των καταθέσεων και μείωση των «κόκκινων» δανείων

Οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν κατά 3,1 δισ. ευρώ το δεκάμηνο του 2025, φθάνοντας τα 206 δισ. ευρώ, έναντι αύξησης 0,7 δισ. ευρώ το 2024. Η άνοδος των καταθέσεων των νοικοκυριών συνδέεται με την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος και τις θετικές ροές πιστοδότησης.

Ανοδικά κινήθηκαν και οι καταθέσεις των επιχειρήσεων, κυρίως οι καταθέσεις μίας ημέρας, γεγονός που αντανακλά τη συνεχιζόμενη πιστωτική επέκταση. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφώθηκε σε 3,6% τον Σεπτέμβριο του 2025, έναντι 4,6% ένα χρόνο πριν, ενώ στην ευρωζώνη το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 2,2%.

Παράλληλα, το ποσοστό των εξυπηρετούμενων δανείων με αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο (Stage 2) μειώθηκε στο 6,5% στην Ελλάδα, έναντι 9,6% στην ευρωζώνη, επιβεβαιώνοντας τη βελτίωση της ποιότητας των τραπεζικών χαρτοφυλακίων.