Τουλάχιστον 5.000 μη φυλακίσεις υπότροπων κακοποιών, αδικαιολόγητες αναστολές ποινών, πρόωρες αποφυλακίσεις, μη καταγραφές «εξαφανισμένων» κακοποιών και άλλες άστοχες επιλογές κρατικών λειτουργών καταλήγουν να λειτουργούν εις βάρος των πολιτών, με τους δράστες βιασμών, ληστειών ακόμη και δολοφονιών να παραμένουν ελεύθεροι. Η δολοφονία του 11χρονου κοριτσιού στην Ηλεία από τον 37χρονο θείο της, που το 2020 είχε καταδικασθεί από δικαστήριο της Ζακύνθου σε κάθειρξη εννέα ετών για τον βιασμό μίας 14χρονης (σ.σ. επίσης από το συγγενικό του περιβάλλον) και είχε αφεθεί ελεύθερος, επαναφέρει στην επικαιρότητα το ιδιαιτέρως κρίσιμο ζήτημα της ατιμωρησίας κακοποιών, οι οποίοι εκμεταλλεύονται αποφάσεις και λάθη των Αρχών για να επανέλθουν στην εγκληματική δράση. Ειδικότερα, στο 70-80% των επιθέσεων που καταγράφονται το τελευταίο χρονικό διάστημα διαπιστώνεται ότι υποκρύπτονται αμέλειες ή και σκόπιμες ενέργειες κρατικών λειτουργών από τον χώρο της ασφάλειας και της δικαιοσύνης. Πρόκειται για μία προβληματική κατάσταση που διαιωνίζεται χάρη σε ευνοϊκές νομοθετικές ρυθμίσεις, κακές δικαστικές κρίσεις, πλημμελή έλεγχο των δικαστικών αποφάσεων, αρρυθμίες της ΕΛ.ΑΣ. για τον έλεγχο των κακοποιών με περιοριστικούς όρους αλλά και στη δράση κυκλωμάτων που παραπλανούν τις Αρχές (σ.σ. σπείρα πρόωρων αποφυλακίσεων με πλαστές ιατρικές γνωματεύσεις).
Σε πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή μνημονεύθηκε ότι με τον νόμο ν. 4322/2015 – γνωστό ως «νόμο Παρασκευόπουλου» – «την τετραετία 2015-2019 αποφυλακίστηκαν περισσότεροι από 17.000 κρατούμενοι, με το πρόσχημα της αποσυμφόρησης των φυλακών. Ανάμεσά τους υπήρχαν κακοποιοί που αποφυλακίστηκαν σε σκανδαλωδώς σύντομο χρονικό διάστημα, ανεξαρτήτως του αδικήματος το οποίο είχαν διαπράξει και του ύψους της ποινής τους. Μόνο το 2017 εγκρίθηκαν 320 αποφυλακίσεις καταδικασμένων για ληστείες, 1.137 αποφυλακίσεις καταδικασμένων για κλοπές και 700 αποφυλακίσεις καταδικασμένων για εμπορία ναρκωτικών. Εν συνεχεία, όμως, καταγράφηκαν εκατοντάδες εγκληματικές ενέργειες από «ωφελημένους» του εν λόγω νόμου. Ανάμεσα σε αυτές, η δολοφονία 27χρονου κοσμηματοπώλη στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης τον Σεπτέμβριο του 2015, ο βασανισμός μέχρι θανάτου 67χρονου εστιάτορα στην Υδρα τον Αύγουστο του 2015, η δολοφονία του δικηγόρου Μιχάλη Ζαφειρόπουλου το φθινόπωρο το 2017, οι ληστρικές επιθέσεις από σπείρα Γεωργιανών στην Κυψέλη το 2017 κ.ά. Αποκορύφωμα των ειδεχθών εγκλημάτων από υπότροπους κακοποιούς, ωστόσο, αποτέλεσε η υπόθεση 19χρονου αλλοδαπού που είχε επιτεθεί σε νεαρή φοιτήτρια για να της αρπάξει την τσάντα, τραυματίζοντάς τη σοβαρά, ο οποίος καταδικάσθηκε μεν σε 10ετή κάθειρξη, όμως, 30 μήνες αργότερα αποφυλακίστηκε και μετέβη στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, όπου βίασε και σκότωσε μία 19χρονη φοιτήτρια.
Γυναικοκτονίες. Και στις πρόσφατες γυναικοκτονίες διαπιστώθηκε ότι οι δράστες είχαν αντιμετωπίσει κατηγορίες για αντίστοιχα αδικήματα, παρ’ όλα αυτά είχαν εξασφαλίσει «ελευθερία δράσης». Ειδικότερα, σε βάρος του 39χρονου δράστη της δολοφονίας – τον περασμένο Ιανουάριο – της 41χρονης Γεωργίας στη Θεσσαλονίκη είχαν σχηματισθεί 49 (!) δικογραφίες για βαρύτατα αδικήματα. Αντίστοιχα, ο 50χρονος δράστης της δολοφονίας στη μέση του δρόμου στο Μενίδι – τον περασμένο Μάιο – της 40χρονης πρώην συζύγου του είχε αφεθεί ελεύθερος παρότι η άτυχη γυναίκα τον είχε καταγγείλει τρεις φορές στο παρελθόν για ενδοοικογενειακή βία.
Ενδεικτική του συνολικού προβλήματος είναι και η περίπτωση του 23χρονου «δράκου των Εξαρχείων», ο οποίος αφού είχε προφυλακιστεί το 2022 στις Φυλακές Γρεβενών για απόπειρα βιασμού 76χρονης στον Αλιμο, αποφυλακίστηκε χωρίς να έχει δικαστεί τον Αύγουστο του 2023, διότι είχε παρέλθει το ανώτατο όριο προφυλάκισης, με τους περιοριστικούς όρους της υποχρεωτικής παραμονής του στη δομή της Μαλακάσας και της εμφάνισης τρεις φορές τον μήνα στο τοπικό Αστυνομικό Τμήμα και παρότι τους παραβίασε αμφότερους ουδέποτε αναζητήθηκε, μέχρις ότου απασχόλησε ξανά τις Αρχές για αντίστοιχες επιθέσεις. Τότε είχε καταγραφεί ότι κατόπιν δικαστικών αποφάσεων, σε υπηρεσίες της ΕΛ.ΑΣ. υποχρεούνται να δίνουν το «παρών» περίπου 45.000 κατάδικοι και υπόδικοι, όμως 20%-30% εξ αυτών, κυρίως αλλοδαποί, εξαφανίζονται, χωρίς καν να κηρυχθούν καταζητούμενοι.