Το ειδικό βάρος της διασημότητας

Στις πρώτες δεκαετίες της μεταπολεμικής Ελλάδας το όνειρο των γονιών ήταν να σπουδάσει το παιδί τους – ή, έστω, ένα από τα παιδιά τους –, να γίνει επιστήμονας. Κάτι που, τότε, σήμαινε και καλύτερη κοινωνική θέση. Σιγά – σιγά άρχισαν να δημιουργούνται νέα δεδομένα. Την κοινωνική ανέλιξη δεν την εξασφάλιζε μόνο η γνώση και ο ακαδημαϊκός τίτλος αλλά και ο πλούτος. Και μάλιστα πολύ πιο γρήγορα. Ετσι τράμπαρε και το όνειρο που, πλέον, ήταν να βγάλει το παιδί τους χρήματα. Μέχρι που κι αυτό ξεθώριασε ή, μάλλον, χρειάστηκε συμπληρωματικά. Διότι τι να τον κάνεις τον πλούτο – ειδικά τα «καινούργια χρήματα» – αν δεν μπορείς να τον δείχνεις. Το ίδιο και την επιτυχία με ό,τι πρόσημο κι αν έχει. Θεωρώ λοιπόν ότι, σήμερα, το όνειρο πολλών νέων ανθρώπων είναι να γίνουν διάσημοι. Ανεξαρτήτως επαγγέλματος. Εξάλλου όλα τα επαγγέλματα έχουν, πλέον, πρόσβαση στη δημοσιότητα. Εξού και ο «γνωστός γιατρός», ο «γνωστός σεφ», ο «γνωστός ποινικολόγος».

Εδώ είμαστε. Στον «γνωστό ποινικολόγο». Δηλαδή στον Απόστολο Λύτρα. Που μία εβδομάδα τώρα όλη η Ελλάδα παρακολουθεί καρέ καρέ το επεισόδιο ενδοοικογενειακής βίας εναντίον της γυναίκας του που ο ίδιος ομολόγησε. Και όλα τα παρελκόμενα που, πέρα από αυτό καθαυτό το επεισόδιο, «φωτογραφίζουν» αυτοματισμούς όχι μόνο της κοινωνίας αλλά και των δημόσιων λειτουργών και του κρατικού μηχανισμού.

Παρόμοια περιστατικά κακοποίησης συμβαίνουν, όπως λέει η εκπρόσωπος της Αστυνομίας, καθημερινά. Και η κακοποιημένη γυναίκα δεν είναι ούτε πλούσια ούτε διάσημη ούτε οτιδήποτε άλλο. Είναι μια κακοποιημένη γυναίκα. Ή, τουλάχιστον, αυτό θα έπρεπε να ισχύει. Οπως και για τον κακοποιητή της. Εδώ όμως μπαίνει η διασημότητα και «πειράζει» – όπως λένε οι μουσικοί – αυτά που θα έπρεπε να είναι δεδομένα.

Είχε ο Απόστολος Λύτρας «ειδική» μεταχείριση επειδή είναι διάσημος; Ετσι φάνηκε. Και αυτό ακριβώς έπρεπε να φροντίσει ο ίδιος να μη φανεί. Ακόμη δηλαδή κι αν ο νόμος τού έδινε το δικαίωμα να προσαχθεί, την περασμένη Δευτέρα στο δικαστήριο χωρίς χειροπέδες, έπρεπε ο ίδιος να τις ζητήσει ή να υπερασπίσει το δικαίωμά του και να μην καταφύγει σε χαζομάρες και κόλπα για να φανεί ότι, τάχα, φορούσε. Σαν να ήθελε να δείξει δηλαδή ότι δεν διαφέρει σε τίποτα από τους «καθημερινούς» ανθρώπους. Διότι ο ίδιος ξέρει πολύ καλά ότι διαφέρει. Γι’ αυτό υποθέτω ότι κυνήγησε και καλλιέργησε τόσο πολύ τη διασημότητα και την προβολή του. Κάτι που φαίνεται από τις συχνές εμφανίσεις του στην τηλεόραση και από τη μεγάλη έκθεση της οικογενειακής του ευτυχίας σε έντυπα και σόσιαλ μίντια. Εχοντας περάσει περισσότερη από τη μισή ζωή στα δικαστήρια, γνωρίζει πολύ καλά τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζονται οι δημοσιότητες. Διότι ακούστηκαν πολλές φωνές που αναρωτιούνταν αν ο Απόστολος Λύτρας δεν προφυλακίστηκε, αρχικά, λόγω «ειδικής μεταχείρισης» δεν ξέρω όμως αν έχουν το ίδιο ενδιαφέρον όταν προφυλακίζονται παντελώς άγνωστα άτομα επειδή εξαντλείται επάνω τους η αυστηρότητα του νόμου.

Η διασημότητα, όμως, σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι δίκοπο μαχαίρι. Το απέδειξε η τροπή που πήρε η υπόθεση τις επόμενες μέρες και έκανε εφιάλτη το glossy όνειρο της οικογενειακής πολυτέλειας. Το θέμα πέρασε στη σφαίρα της πολιτικής, μίλησε επ’ αυτού και ο Πρωθυπουργός. Ο Λύτρας οδηγήθηκε, τελικά, στη φυλακή σε ζωντανή πανελλήνια σύνδεση. Ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης ανακοίνωσε αυστηροποίηση των νόμων περί ενδοοικογνειακής βίας. Αναρωτιέμαι ωστόσο γιατί αφορμή να είναι το ένα επεισόδιο με «γνωστούς» πρωταγωνιστές και όχι οι δεκάδες καταγγελίες κακοποίησης που γίνονται καθημερινά από άγνωστες γυναίκες, αυτές τις ηρωίδες της καθημερινότητας;