Η ξαδέλφη του κατά συρροή δολοφόνου, βιαστή και νεκρόφιλου λύνει για πρώτη φορά τη σιωπή της μετά από 50 χρόνια και αποκαλύπτει τι της έγραφε ο Μπάντι μέσα από τη φυλακή
Ο Τεντ Μπάντι, ένας από τους πιο διαβόητους serial killer των ΗΠΑ που σκότωσε δεκάδες γυναίκες, προσπαθούσε να πείσει συγγενικά του πρόσωπα ότι ήταν αθώος σε γράμματα που τους έγραφε από τη φυλακή περιμένοντας να οδηγηθεί στην ηλεκτρική καρέκλα για τα φριχτά του εγκλήματα.
Η Daily Mail μίλησε αποκλειστικά με την Έντνα Κάουελ Μάρτιν, ξαδέλφη του κατά συρροή δολοφόνου, απαγωγέα, βιαστή και νεκρόφιλου, με αφορμή την επικείμενη κυκλοφορία του βιβλίου της με τίτλο «Dark Tides: Growing up with Ted Bundy», το οποίο καταγράφει τις εμπειρίες που είχε μεγαλώνοντας με το μελλοντικό τέρας. Το βιβλίο περιλαμβάνει την αλληλογραφία της με τον Μπάντι αφού εκείνος καταδικάστηκε στην εσχάτη των ποινών για ορισμένους από τους φόνους που είχε διαπράξει.
Υπενθυμίζεται ότι ο Τεντ Μπάντι εκτελέστηκε στην ηλεκτρική καρέκλα στις 24 Ιανουαρίου του 1989. Συνολικά, έως και την τελευταία ημέρα της ζωής του, ομολόγησε 30 φόνους γυναικών και μικρών κοριτσιών μεταξύ του 1974 και του 1978, σε 7 διαφορετικές πολιτείες. Ωστόσο ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων του παραμένει άγνωστος, με κάποιους να διατυπώνουν εκτιμήσεις που αγγίζουν τις 100 νεκρές γυναίκες και κορίτσια.
Ted Bundy’s last interview pic.twitter.com/DaWNm319JN
— CLIPS (@yourclipss) November 11, 2023
Στα γράμματα που φέρνει στο φως η Daily Dail ο Μπάντι εμφανίζεται να επικρίνει τους συγγενείς του επειδή πιστεύουν τα «κουτσομπολιά» που δημοσιεύουν για εκείνον οι εφημερίδες, να δηλώνει με θράσος ότι «δεν σκότωσε κανέναν άνθρωπο» και ακόμα και να συγκρίνει τον εαυτό του έμμεσα με τον… Μαχάτμα Γκάντι, που είχε φυλακιστεί πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του για τους αγώνες του.
Σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα, η Έντνα Κάουελ Μάρτιν είναι η πρώτη κοντινή συγγενής του Μπάντι η οποία λύνει τη σιωπή της, 50 χρόνια μετά τη φριχτή του δράση, για να αφηγηθεί πώς ήταν τα παιδικά της χρόνια στο πλευρό του διαβόητου άνδρα. Το πρώτο γνωστό θύμα του serial killer, η ρεπόρτερ Λίζα Αν Χίλι, δολοφονήθηκε το 1974. Η Έντνα (που περιγράφει τη σχέση της με τον Μπάντι ως αδελφική) αποκαλύπτει ότι τη συνάντησε αρκετές φορές ενώ σπούδαζαν στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον. Πολλές ακόμη γυναίκες δολοφονήθηκαν ή εξαφανίστηκαν προτού ο Μπάντι συλληφθεί για πρώτη φορά για φόνο το 1975. Ο πανούργος άνδρας κατάφερε να αποδράσει από τη φυλακή στο Κολοράντο το 1977 και να συνεχίσει να σκοτώνει ανενόχλητος, βάζοντας στο στόχαστρο του, εκτός από φοιτήτριες και εργαζόμενες κοπέλες, και ένα 12χρονο κορίτσι. Το 1978 πιάστηκε εκ νέου στη Φλόριντα, καταδικάστηκε τρις εις θάνατον σε δυο διαφορετικές δίκες και εκτελέστηκε σε θάνατο μετά από αναβολές ετών, και μια μεγάλη σειρά νομικών αγώνων που έδωσαν τόσο οι δικηγόροι του Μπάντι όσο και ψυχίατροι, με σκοπό να επανεξεταστεί η καταδίκη του.
Η Μάρτιν ξεκίνησε να γράφει στον Μπάντι στη φυλακή το 1986, τη χρονιά που επρόκειτο αρχικά να εκτελεστεί, αν και τελικά έλαβε αναβολή. Ο στόχος της ήταν, όπως λέει, να τον πείσει να αποδεχτεί τις ευθύνες του και να αποκαλύψει τα σημεία που έθαψε τα πτώματα των θυμάτων του τα οποία δεν ανακαλύφθηκαν ποτέ. Με αυτόν τον τρόπο οι συγγενείς τους θα μπορούσαν να θρηνήσουν τους δικούς τους ανθρώπους, αποχαιρετώντας τους όπως θα ήθελαν και βρίσκονταν τη γαλήνη. «Όπως όλα τα κοντινά σου πρόσωπα, μπορούσα να δω μόνο μία πλευρά σου», γράφει σε μία επιστολή της προς τον φυλακισμένο ξάδελφό της η γυναίκα, εξηγώντας ότι σκεφτόταν καιρό να επικοινωνήσει μαζί του αλλά δίσταζε. «Τι σου συνέβη και κατέληξες να νιώθεις μια τόσο βαθιά οργή… ένα τέτοιο μίσος που σε οδήγησε να σκοτώνεις χωρίς δισταγμό, χωρίς κανένα έλεος» τον ρωτά. Αφού δεν έλαβε απάντηση στο πρώτο της γράμμα, η γυναίκα επιχείρησε ξανά να επικοινωνήσει με τον Μπάντι, ρωτώντας για τα κίνητρά του. «Πώς δικαιολογούσες στο μυαλό σου τον φόνο; Σκεφτόσουν ότι αξίζει σε αυτά τα κορίτσια να πεθάνουν επειδή σε προσέγγισαν ερωτικά; Θέλω να μάθω τι σε έκανε να ξεπεράσεις τα όρια», γράφει η ξαδέλφη του σαδιστή δολοφόνου στη δεύτερη επιστολή της.
Μερικές εβδομάδες αργότερα έλαβε την επιστολή του Τεντ Μπάντι, η οποία καθυστέρησε περαιτέρω να φτάσει σε εκείνη λόγω αυξημένων διαδικασιών ελέγχου από το προσωπικό της φυλακής. Ο Τεντ Μπάντι έγραφε στην ξαδέλφη του ότι δίσταζε να της στείλει γράμμα επειδή δεν ήταν σίγουρος τι ήθελε να της πει. «Δεν θα απορρίψω πλήρως τις κατηγορίες σου. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι δεν έχω σκοτώσει κανέναν» αναφέρει χαρακτηριστικά στο γράμμα του. Στη συνέχεια αναφέρει δύο εδάφια από το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, αναφορικά με όσους θρηνούν τους νεκρούς τους: «Αφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς… Θεὸς δὲ οὐκ ἔστι νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων· πάντες γὰρ αὐτῷ ζῶσιν».
Σε μια άλλη επιστολή που έστειλε στην ξαδέλφη του τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, ο Μπάντι γράφει ότι «δεν νιώθει τύψεις ούτε μετανιώνει για τίποτα απ’ όσα έχει κάνει στη ζωή του» και της επισημαίνει ότι βασίζει τα συμπεράσματά της σε τυχαίες αναμνήσεις που έχει απο εκείνον αλλά κυρίως στα «κίτρινα» δημοσιεύματα των εφημερίδων, τις φήμες και τα κουτσομπολιά που έχουν ακουστεί για εκείνον μέσα στα χρόνια, «για έναν χαρακτήρα με το όνομα Τεντ Μπάντι».
Στα γράμματά του προς τους συγγενείς του ο Μπάντι περιέγραφε και τις συνθήκες ζωής του μέσα στη φυλακή. «Πώς είναι η ζωή εδώ; Μένω σε ένα μικρό κελί με ένα κρεβάτι, τουαλέτα και νιπτήρα. Ζούμε με τα βασικά εδώ. Όπως όλα τα πράγματα, έτσι και η εμπειρία της φυλακής μπορεί να είναι είτε απελευθερωτική είτε περιοριστική. Ο Γκάντι έβρισκε έμπνευση στις εμπειρίες του στη φυλακή, αφού τον έκαναν πιο ταπεινό».
Η Μάρτιν παραδέχτηκε στην Daily Mail ότι, όπως πολλοί συγγενείς του διπρόσωπου άνδρα, έτσι η και ίδια, δεν μπορούσε να αποδεχτεί την αλήθεια για αρκετά χρόνια και πίστευε στην αθωότητα του Μπάντι. Ακόμα και όταν τελικά πείστηκαν η ίδια και οι γονείς της για την ενοχή του, συνέχισαν να έχουν στενές επαφές με τη μητέρα του, θέλοντας να της δείξουν την υποστήριξή τους. Μάλιστα σε ένα γράμμα της τον Ιούλιο του 1986 η Μάρτιν λέει ότι «ανακουφίστηκαν τρομερά» όταν έμαθαν ότι αναβλήθηκε η εκτέλεσή του.
Ο serial killer είχε γράψει στους θείους του από τη φυλακή μετά την πρώτη του σύλληψη το 1975. Εκείνη η επιστολή του ήταν γραμμένη με μια αλλόκοτη ψυχραιμία, αν λάβει κανείς υπόψη τις σοβαρές κατηγορίες που αντιμετώπιζε. «Δεν με απασχολούν πια οι λεπτομέρειες της ζωής στη φυλακή όπως πριν. Ξέρω ποιοι κανόνες ισχύουν για άτομα που ζουν περιορισμένα σε συνθήκες στρες», έγραφε τότε ο Μπάντι. Ο ίδιος έγραφε ότι προσπαθούσε να κρατήσει το μυαλό του σε φόρμα μέσα στις φυλακή με νοητικές ασκήσεις και να ξεχνιέται διαβάζοντας. «Το μυαλό μου είναι δυνατό και το πνεύμα μου θέλει να συνεχίσει να μάχεται» ανέφερε σε εκείνα τα αρχικά του γράμματα.
Πηγή: Πρώτο Θέμα