ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Πέντε με επτά νεαροί με κουκούλες φτάνουν τρέχοντας τη νύχτα έξω από το σπίτι της προέδρου του Αρείου Πάγου, πετούν μολότοφ εναντίον του περιπολικού που είναι σταθμευμένο απέξω και τρέπονται σε φυγή. Αν ήθελαν, μπορούσαν να πετάξουν τις βόμβες στο σπίτι, με απρόβλεπτες συνέπειες. Επέλεξαν να επιτεθούν στον αστυνομικό, στέλνοντάς τον στο νοσοκομείο με εγκαύματα δευτέρου βαθμού στο πρόσωπο και στα χέρια.

Αυτά δεν γίνονται, δεν μπορεί να γίνονται, σε μια ευνομούμενη πολιτεία. Κάπου γράφτηκε ότι η επίθεση ήταν «συμβολική» και ότι οι δράστες ήθελαν να στείλουν ένα «ηχηρό μήνυμα». Ομως ο αστυνομικός, ένας απλός εργαζόμενος δηλαδή, θα μπορούσε να έχει την τύχη των τραγικών θυμάτων της Μαρφίν: το περιπολικό έπιασε φωτιά ενώ εκείνος ήταν μέσα, από τύχη κατάφερε να βγει και τραυματίστηκε όταν προσπάθησε να περιορίσει τη φωτιά. Εδώ δεν μιλάμε για τρικάκια που πετάει μια ομάδα για να διαμαρτυρηθεί για τον πόλεμο στη Γάζα. Αλλά για μια καταδρομική επίθεση με σκοπό την τρομοκράτηση μιας δικαστικής λειτουργού, ως αποτέλεσμα της οποίας θα μπορούσαμε σήμερα να θρηνούμε μια ανθρώπινη ζωή. Δεν έχει σημασία ποιος είναι υπουργός. Δεν έχει σημασία ο ανταγωνισμός ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ για το ποια κυβέρνηση προσφέρει μεγαλύτερη ασφάλεια ή είναι πιο αυστηρή απέναντι στους κάθε λογής ταραχοποιούς. Δεν έχει σημασία αν οι τελευταίοι είναι αντιεξουσιαστές, μπαχαλάκηδες ή φασίστες. Αυτό που έχει σημασία είναι να δοθεί τέλος στην εγκληματική ασυδοσία. Να μην έχει τη δυνατότητα όποιος θέλει, όποτε θέλει, να ασκεί βία όπου θέλει. Και, φυσικά, να γίνει γρήγορα καλά ο άτυχος αστυνομικός.