Διεθνής Τύπος: Παγκόσμιος αναβρασμός για την επόμενη κίνηση

Η διεθνής σκηνή «βράζει», με τις εντάσεις να πολλαπλασιάζονται και τις ισορροπίες να δοκιμάζονται.

Την προηγούμενη εβδομάδα, ο διεθνής Τύπος συμφώνησε για μια ακόμη φορά στο γεγονός ότι από την Ουκρανία έως τη Μέση Ανατολή και από την Κεντρική Ασία έως το Θιβέτ, η παγκόσμια κοινότητα καλείται να διαχειριστεί ένα εκρηκτικό μείγμα συγκρούσεων, ανταγωνισμών και αβεβαιοτήτων.

Σύμφωνα με τα ξένα δημοσιεύματα των τελευταίων ημερών, οι ΗΠΑ, με ηγέτη τον Τζο Μπάιντεν που δέχεται έντονη κριτική για την αποτελεσματικότητα της ηγεσίας του, προσπαθούν να διατηρήσουν την παγκόσμια τους ηγεμονία, αντιμετωπίζοντας παράλληλα την άνοδο της Κίνας και την επιθετικότητα της Ρωσίας. Η Κίνα, προβάλλοντας τις «Αρχές Ειρηνικής Συνύπαρξης», επιδιώκει να διευρύνει την επιρροή της, ανταγωνιζόμενη τη Ρωσία για την εύνοια της Κεντρικής Ασίας.

Στο μεταξύ, η σύγκρουση στην Ουκρανία συνεχίζεται, με τον Βλαντιμίρ Πούτιν να θέτει τους δικούς του όρους για εκεχειρία, ενώ η ελευθερία του τύπου στην εμπόλεμη χώρα δοκιμάζεται., Παράλληλα, η ένταση στην Μέση Ανατολή κλιμακώνεται. Για τον ισραηλινό Τύπο, η απάντηση στο ερώτημα «ποιος θα κάνει την επόμενη κίνηση στη Μέση Ανατολή;» είναι δεδομένη. Απέναντι στην «ιρανική πυρηνική απειλή» το Ισραήλ λέει ότι δεν έχει άλλη επιλογή παρά να δράσει.

Ο Τύπος της Δύσης

Το άρθρο του Massimo Calabresi με τίτλο «Είμαστε Παγκόσμια Δύναμη: Πώς Ηγείται ο Τζο Μπάιντεν;», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό TIME στις 4 Ιουλίου, εστιάζει στο στυλ ηγεσίας του Προέδρου Τζο Μπάιντεν. Έχοντας διαγράψει μισό αιώνα στην πολιτική, ο Μπάιντεν μοιράζεται ιστορίες από τη μακρά του καριέρα και τις συναντήσεις του με παγκόσμιους ηγέτες. Σε έναν κόσμο που αντιμετωπίζει διαρκώς μεταβαλλόμενες απειλές και ευκαιρίες, ο Μπάιντεν, στα 81 του χρόνια, προβάλλει με σταθερότητα το όραμα μιας Αμερικής που ηγείται ενός συνασπισμού δημοκρατιών με στόχο την προστασία του κόσμου από την τυραννία. Η ηγεσία του Μπάιντεν δοκιμάζεται από γεγονότα όπως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και οι εντάσεις στη Μέση Ανατολή. Παρόλο που ο ίδιος πιστεύει σε μια στρατηγική που βασίζεται σε ισχυρές συμμαχίες, οι προσπάθειές του σε αυτούς τους τομείς έχουν σημειώσει ανάμεικτα αποτελέσματα. Στα επιτεύγματα του Μπάιντεν συγκαταλέγονται η προσχώρηση νέων μελών στο ΝΑΤΟ και η προώθηση της συνεργασίας μεταξύ των συμμάχων των ΗΠΑ στην Ασία. Ωστόσο, οι προκλήσεις παραμένουν καθώς όπως υποστηρίζουν οι επικριτές η διπλωματία δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη στρατιωτική ισχύ. Επιπλέον, η στήριξή του προς το Ισραήλ στη συνεχιζόμενη σύγκρουση στη Λωρίδα της Γάζας έχουν προκαλέσει διεθνείς αντιδράσεις. Στην αντιμετώπιση της Κίνας, ο Μπάιντεν ακολουθεί μια προσεκτική προσέγγιση, δίνοντας έμφαση τόσο στον ανταγωνισμό όσο και στη συνεργασία. Ωστόσο, η ηλικία του και η φυσική του κατάσταση εγείρουν ανησυχίες για την ικανότητά του να ανταποκριθεί σε αυτόν τον απαιτητικό ρόλο.

Σε άρθρο της στην εφημερίδα Guardian στις 3 Ιουλίου, με τίτλο «Το ταξίδι του Σι στην Κεντρική Ασία στοχεύει στην εδραίωση δεσμών ενώ η Κίνα ανταγωνίζεται τη Ρωσία για επιρροή», η Amy Hawkins αναλύει τη δυναμική και τις προεκτάσεις της συνόδου κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO) στο Καζακστάν. Η σύνοδος αυτή, με τη συμμετοχή ηγετών από την Κίνα, τη Ρωσία και χώρες του Νότου, επιδιώκει την προώθηση μιας πολυκεντρικής παγκόσμιας τάξης, σε αντίθεση με το αμερικανοκεντρικό μοντέλο. Παράλληλα, όμως, φέρνει στο προσκήνιο τον ανταγωνισμό Κίνας-Ρωσίας για την κυριαρχία στην Κεντρική Ασία. Η επίσκεψη Σι Τζινπίνγκ υπογραμμίζει τις μακροχρόνιες κινεζικές επενδύσεις στην περιοχή, με κορωνίδα την Πρωτοβουλία Belt and Road, η οποία έχει ήδη διοχετεύσει 9,55 δισ. δολάρια στο Καζακστάν από το 2013. Οι αναλυτές υπογραμμίζουν την ανάγκη της Κεντρικής Ασίας να διαφοροποιήσει τους διεθνείς δεσμούς της, ειδικά μετά την ουκρανική κρίση. Η σύνοδος, τέλος, φέρνει στο φως και τις πιθανές ρωγμές στη σχέση Σι-Πούτιν, που συνεχίζουν να επιδεινώνονται μετά την πρόσφατη προσέγγιση Πούτιν με την Πιονγκγιάνγκ. Ενώ ο SCO χαρακτηρίζεται από πολυφωνία και διευρυμένη συμμετοχή, εσωτερικές τριβές, όπως οι εντάσεις Ινδίας-Πακιστάν, θέτουν σε αμφισβήτηση την συνοχή του.

Σε άρθρο της στην εφημερίδα Le Monde στις 3 Ιουλίου, με τίτλο «Για τα μέλη του ΝΑΤΟ, το να μην γνωρίζουν πού βρίσκονται με τη Γαλλία θα είναι πρόβλημα», η Sylvie Kauffmann εξετάζει το επισφαλές πολιτικό κλίμα σε Γαλλία και ΗΠΑ, ενόψει της 75ης επετείου της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ. Μέσα στην ασταθή κατάσταση στη Γαλλία μετά τις εκλογές, ο Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν κατευθύνεται στην Ουάσινγκτον για τη σύνοδο, η οποία σηματοδοτεί την αντοχή του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, η αποδυναμωμένη πολιτική του θέση μπορεί να μειώσει την επιρροή της Γαλλίας. Ισχυρά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ παρακολουθούν με ανησυχία την πολιτική κατεύθυνση της Γαλλίας, ιδίως υπό το πρίσμα της ανόδου του εθνικισμού, η οποία έρχεται σε σύγκρουση με τις θέσεις του Παρισιού. Αυτή η αβεβαιότητα εντείνεται από την αισθητά ταραγμένη πολιτική κατάσταση στις Η.Π.Α., όπου η ευθραυστότητα του Προέδρου Τζο Μπάιντεν που αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης με τον Ντόναλντ Τραμπ έχει αυξήσει την ανησυχία μεταξύ των Δημοκρατικών και των αξιωματούχων του ΝΑΤΟ. Η πιθανή επιστροφή του Τραμπ, δεδομένης της προηγούμενης προεδρίας του και των ρεπουμπλικανικών παρεμβάσεων που καθυστερούν τη βοήθεια στην Ουκρανία, προκαλεί περαιτέρω αναστάτωση στους Ευρωπαίους ηγέτες. Ως αποτέλεσμα, εν μέσω αυτών των γεωπολιτικών αβεβαιοτήτων, οι αμφιβολίες για την ανθεκτικότητα των δεσμεύσεων του ΝΑΤΟ, ειδικά σε σχέση με το Άρθρο 5, παραμένουν.

Η Ella Joyner, στο άρθρο της «Ο Όρμπαν της Ουγγαρίας πιέζει για κατάπαυση του πυρός σε αιφνίδια επίσκεψη στην Ουκρανία», που δημοσιεύτηκε στις 2 Ιουλίου από τη DW, αναφέρεται στην απρόσμενη επίσκεψη του Ούγγρου πρωθυπουργού Βίκτορ Όρμπαν στο Κίεβο. Κατά την πρώτη του επίσκεψη στην Ουκρανία μετά την έναρξη της πλήρους κλίμακας εισβολής της Ρωσίας το 2022, ο Όρμπαν πρότεινε κατάπαυση του πυρός στον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, με στόχο την επιτάχυνση των ειρηνευτικών συνομιλιών. Ωστόσο, η ιδέα του Όρμπαν φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με τη θέση της Ουκρανίας. Ο Ζελένσκι υπέγραψε την ανάγκη για μια «δίκαιη ειρήνη» και επανέλαβε ότι μια κατάπαυση του πυρός θα επέτρεπε στη Ρωσία να ανασυνταχθεί, όχι να τερματίσει τον πόλεμο. Η σχέση μεταξύ Ουγγαρίας και Ουκρανίας παραμένει τεταμένη και επιδεινώνεται περαιτέρω λόγω της αντιληπτής φιλορωσικής στάσης του Όρμπαν και τις καθυστερήσεις στις κυρώσεις της ΕΕ κατά της Ρωσίας. Η επίσκεψη του Όρμπαν συμπίπτει με την εξάμηνη προεδρία της Ουγγαρίας στο Συμβούλιο της ΕΕ, γεγονός που οδηγεί ορισμένους αναλυτές στη διαπίστωση ότι τέτοιου είδους δράσεις υπερβαίνουν την εντολή του. Παρά ταύτα, ο Ζελένσκι κάλεσε τις χώρες-μέλη της ΕΕ να διατηρήσουν τη στρατιωτική στήριξη προς την Ουκρανία. Η επίσκεψη και οι προτάσεις του Όρμπαν θεωρούνται από τη Δύση πολιτικά υποκινούμενες και όχι ειλικρινείς προσπάθειες για ειρήνη.

Ο Τύπος της Μέσης Ανατολής

«Σαρόν αναθεωρημένος: Ο απόλυτος στόχος του Νετανιάχου στη Γάζα και γιατί θα αποτύχει», είναι ο τίτλος της ανάλυσης του Ράμζι Μπαρούντ που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Jordan Times στις 3 Ιουλίου. Ο αναλυτής κριτικάρει τις μεθοδεύσεις του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου στη Γάζα, συγκρίνοντάς τις με προηγούμενες στρατηγικές. Ο Μπαρούντ υποστηρίζει ότι οι ενέργειες του Νετανιάχου θυμίζουν παλαιότερα ισραηλινά σχέδια, κυρίως αυτά του Αριέλ Σαρόν. Αν και αυτές οι στρατηγικές περιλάμβαναν έντονη στρατιωτική δράση και τη δημιουργία ζωνών απομόνωσης, ιστορικά απέτυχαν να επιτύχουν μακροχρόνιο έλεγχο ή ειρήνη. Οι πρόσφατες ενέργειες του Νετανιάχου, όπως η προτεινόμενη Ζώνη του Νετζάριμ και άλλες στρατιωτικοποιημένες ζώνες, αποσκοπούν στο να ασφυκτιά η Γάζα και να διατηρηθεί αυστηρός έλεγχος ασφαλείας. Ωστόσο, ο Μπαρούντ επισημαίνει διάφορους παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν σε αποτυχία το σχέδιο του Νετανιάχου. Το περιφερειακό και παγκόσμιο πλαίσιο ευνοεί τώρα την Παλαιστίνη. Η διεθνής κοινή γνώμη είναι καλά ενημερωμένη για τις ενέργειες του Ισραήλ στη Γάζα, καθιστώντας την παρατεταμένη σύγκρουση μη βιώσιμη. Επιπλέον, το πνεύμα αντίστασης στη Γάζα παραμένει ισχυρό και οι εσωτερικές διαιρέσεις στο Ισραήλ αποδυναμώνουν τη θέση του. Ο Μπαρούντ καταλήγει ότι η προσπάθεια του Νετανιάχου αποτελεί μια επανάληψη παλαιών λαθών η οποία αγνοεί τόσο τη φύση του πληθυσμού της Γάζας όσο και τις σύνθετες ιστορικές και γεωπολιτικές πραγματικότητες.

Στο άρθρο «Εν μέσω των απειλών του Ιράν, το Ισραήλ πρέπει να προετοιμαστεί για την ‘επικράτηση της κλιμάκωσης’» του Louis René Beres, που δημοσιεύθηκε στην Jerusalem Post στις 3 Ιουλίου, συζητείται η στρατηγική ανάγκη του Ισραήλ να πετύχει την «επικράτηση της κλιμάκωσης» στην προσπάθεια αποτροπής του Ιράν, χωρίς όμως να προκαλέσει πυρηνική σύγκρουση. Ο Beres υποστηρίζει ότι οι στρατιωτικές ενέργειες του Ισραήλ στοχεύουν κυρίως τους συμμάχους του Ιράν, αλλά ένας άμεσος και ενδεχομένως παρατεταμένος πόλεμος με το ίδιο το Ιράν γίνεται ολοένα και πιο πιθανός. Για να διατηρήσει ένα συνεχές πλεονέκτημα, το Ισραήλ, σύμφωνα με τον Beres, πρέπει να δράσει πριν το Ιράν γίνει πυρηνικό κράτος. Αυτή η στρατηγική περιλαμβάνει ενδεχόμενες προληπτικές ενέργειες και μια μετατόπιση προς μια «επιλεκτική πυρηνική αποκάλυψη», που θα σημαίνει τον τερματισμό της πολιτικής της πυρηνικής ασάφειας. Ο Beres επισημαίνει τους κινδύνους ενός τυχαίου ή ακούσιου πυρηνικού πολέμου λόγω λάθος υπολογισμών ή κυβερνοεπίθεσης, τονίζοντας την ανάγκη για ισχυρά αμυντικά μέτρα και στρατηγική ετοιμότητα. Ο Beres καταλήγει ότι ενώ το Ισραήλ πρέπει, κατά την άποψή του, να επιδιώξει την «επικράτηση της κλιμάκωσης» ώστε να αποτρέψει το Ιράν από το να γίνει πυρηνικό, αυτή η προσέγγιση ενέχει μακροπρόθεσμους κινδύνους πυρηνικής σύγκρουσης. Ως εκ τούτου, η άμεση προτεραιότητα του Ισραήλ πρέπει να είναι η διαμόρφωση στρατηγικών που ισορροπούν το ανταγωνιστικό στρατιωτικό πλεονέκτημα με την ελαχιστοποίηση των κινδύνων της πυρηνικής κλιμάκωσης. Αυτό το σύνθετο και κρίσιμο έργο είναι απαραίτητο για την εθνική επιβίωση του Ισραήλ.

Ο Τύπος της Ασίας

«Η σημασία του νομοσχεδίου των ΗΠΑ για το Θιβέτ: Ισχυρό μήνυμα υποστήριξης του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των Θιβετιανών» είναι ο τίτλος του άρθρου γνώμης που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Times of India στις 29 Ιουνίου. Ο S DPradhan αναλύει τις επιπτώσεις του πρόσφατα ψηφισθέντος νομοσχεδίου των ΗΠΑ για το Θιβέτ. Το νομοσχέδιο, που εγκρίθηκε με δικομματική υποστήριξη, έχει ως στόχο την αντιμετώπιση της καταστολής της θιβετιανής κουλτούρας από την Κίνα και την προώθηση του διαλόγου μεταξύ Κίνας και Δαλάι Λάμα. Ο Pradhan υπογραμμίζει τέσσερις βασικές πτυχές του νομοσχεδίου: την ενεργή αντιμετώπιση της κινεζικής παραπληροφόρησης σχετικά με την ιστορία του Θιβέτ, την αναγνώριση της συστηματικής καταστολής της θιβετιανής κουλτούρας από την Κίνα, την πίεση για άνευ όρων διαπραγματεύσεις μεταξύ Κίνας και Δαλάι Λάμα, και την προτροπή για διεθνή συνεργασία με σκοπό την εξεύρεση διαπραγματευτικής λύσης. Το νομοσχέδιο, ευθυγραμμιζόμενο με τη στάση των ΗΠΑ, απορρίπτει ρητά τον ισχυρισμό της Κίνας ότι η κυριαρχία της στο Θιβέτ πηγάζει από της αρχαία χρόνια. Ο Pradhan υποστηρίζει ότι το νομοσχέδιο στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα υποστήριξης για την αυτοδιάθεση του Θιβέτ και επικρίνει τις κλιμακούμενες προσπάθειες της Κίνας να εξαλείψει την θιβετιανή ταυτότητα. Καλεί επίσης την Ινδία να αναλάβει πιο ενεργό ρόλο στην υποστήριξη του Θιβέτ, προτείνοντας τον διορισμό ειδικού συντονιστή για θέματα Θιβέτ.

Στο κύριο άρθρο με τίτλο «Οι αρχές ειρηνικής συνύπαρξης που προτείνει η Κίνα είναι άκρως απαραίτητες σε έναν ταραγμένο κόσμο», που δημοσιεύθηκε στις 29 Ιουνίου, η People’ Daily υπογραμμίζει τη διαχρονική σημασία των Πέντε Αρχών Ειρηνικής Συνύπαρξης, τις οποίες διατύπωσε για πρώτη φορά ο τότε Κινέζος πρωθυπουργός Τσου Εν Λάι τη δεκαετία του 1950. Σύμφωνα με το δημοσίευμα αυτές οι αρχές, που περιλαμβάνουν τον αμοιβαίο σεβασμό στην κυριαρχία, τη μη επίθεση, τη μη παρέμβαση, την ισότητα και την ειρηνική συνύπαρξη, αποτελούν τη βάση της εξωτερικής πολιτικής της Κίνας εδώ και δεκαετίες, προωθώντας ένα ειρηνικό περιβάλλον για την ανάπτυξη του έθνους. Το άρθρο τονίζει την παγκόσμια απήχηση των αρχών, ιδίως για τις αναπτυσσόμενες χώρες που επιδιώκουν ισότητα στο διεθνές στερέωμα, ενώ τις αντιπαραβάλλει με αυτό που περιγράφει ως τις συγκαταβατικές συμπεριφορές των δυτικών δυνάμεων και την επιδίωξη του ιδιοτελούς συμφέροντος μέσω της πολιτικής ισχύος. Το άρθρο υποστηρίζει ότι σε έναν κόσμο που παλεύει με γεωπολιτικές εντάσεις, αυτές οι αρχές είναι ακόμη πιο σημαντικές σήμερα.

Ο Τύπος της Ρωσίας και Ουκρανίας

Στο δημοσίευμα της με τίτλο «Ειρηνική ισορροπία: Ο Πούτιν έθεσε τους όρους για την εκεχειρία και την έναρξη διαπραγματεύσεων με το Κίεβο», που ήταν δημοσιευμένο στην εφημερίδα Izvestia στις 5 Ιουλίου, η Alena Nefedova περιγράφει τους όρους που έθεσε ο Βλαντιμίρ Πούτιν για εκεχειρία στην Ουκρανία. Ο Πούτιν απαιτεί την πλήρη απόσυρση των ουκρανικών δυνάμεων από τις περιφέρειες Λουχάνσκ, Ντόνετσκ, Χερσώνας και Ζαπορίζια, καθώς και την επίσημη διακήρυξη ουδετερότητας της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένης της δέσμευσης για αποχή από την ένταξη στο ΝΑΤΟ. Ο Πούτιν υποστηρίζει ότι η προεδρική θητεία του Ζελένσκι έληξε τον Μάιο του 2024, γεγονός που σημαίνει ότι ο Ζελένσκι δεν νομιμοποιείται να υπογράψει καμία διεθνή συμφωνία. Ως εκ τούτου, η Ρωσία είναι ανοιχτή σε διαπραγματεύσεις με το ουκρανικό κοινοβούλιο, τη Βερχόβνα Ράντα, ως τη μόνη νόμιμη αρχή που απομένει. Το άρθρο υπογραμμίζει την αντίδραση της διεθνούς κοινότητας στις προτάσεις του Πούτιν, σημειώνοντας την απόρριψη των όρων από το ΝΑΤΟ καθώς και την απόρριψή τους από την Ουκρανία ως τελεσίγραφο. Η Nefedova περιγράφει λεπτομερώς προηγούμενες προσπάθειες διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβανομένης μιας άγνωστης έως τώρα προσπάθειας του πρώην Ισραηλινού Πρωθυπουργού Naftali Bennett να μεσολαβήσει για το καθεστώς των περιοχών Ζαπορίζια και Χερσώνας. Το δημοσίευμα τελειώνει με το μήνυμα του Πούτιν ότι μια ειρηνική επίλυση της σύγκρουσης απαιτεί τη συμμετοχή της Ρωσίας και τον ειλικρινή διάλογο με όλα τα μέρη.

Στο άρθρο της με τίτλο «Ουκρανοί δημοσιογράφοι αναφέρουν συνεχιζόμενες πιέσεις και απόπειρες λογοκρισίας ενώ προηγούμενες υποθέσεις παραμένουν ανεξιχνίαστες» για την Kyiv Independent στις 3 Ιουλίου, η Dinara Khalilova αναφέρει την υποχώρηση της ελευθερίας του τύπου στην Ουκρανία. Οι δημοσιογράφοι, σύμφωνα με την Khalilova, αντιμετωπίζουν απόπειρες λογοκρισίας, πολιτικές παρεμβάσεις και παρενοχλήσεις μέσω στρατιωτικών κλητεύσεων. Η Khalilova επισημαίνει την περίπτωση του Ukrinform, ενός κρατικού πρακτορείου ειδήσεων, όπου κυκλοφόρησε λίστα με «ανεπιθύμητους» ομιλητές, κάνοντας παραλληλισμούς με τη λογοκρισία υπό το προηγούμενο φιλορωσικό καθεστώς. Το Suspilne, ο δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας, δέχθηκε πιέσεις τόσο επειδή συμπεριέλαβε φωνές της αντιπολίτευσης στο κρατικά ελεγχόμενο πρόγραμμα ειδήσεων «τηλεμαραθώνιος», όσο και λόγω του ότι επέλεξε να ξεκινήσει το δικό του ανεξάρτητο δελτίο ειδήσεων. Η πρόσβαση στην ενημέρωση περιορίζεται ακόμη περισσότερο από τις περιορισμένες ευκαιρίες για ρεπορτάζ στην πρώτη γραμμή και την απροθυμία της κυβέρνησης να συνεργαστεί με ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης. Ενώ έχουν σημειωθεί κάποιες πρόοδοι στη βελτίωση των κατατάξεων ελευθερίας του τύπου, οι έρευνες για επιθέσεις και παρακολούθηση δημοσιογράφων παραμένουν στάσιμες. Το εν λόγω γεγονός, αναφέρει το άρθρο, εγείρει ανησυχίες για τη δέσμευση της κυβέρνησης ως προς την προστασία της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης.

Πηγή: ΚΥΠΕ