Συνοικιακά κόμματα

Η εσωκομματική σύγκρουση στο ΠΑΣΟΚ ξεκινάει από μια παραδοχή. Τα βασικά στελέχη του έχουν διαπιστώσει ότι το κόμμα, με τη σημερινή του μορφή και, αναγκαστικά, με τη σημερινή του ηγεσία, δεν μπορεί να πάει πολύ μακριά. Ασχέτως των ιδεολογικών, η ουσία είναι ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης υπολείπεται αδιαφιλονίκητα απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη τουλάχιστον σε ένα θέμα: στο διεθνές κύρος, στην αναγνώριση. Ο Μητσοτάκης μπορεί να σταθεί παντού ως ίσος προς ίσον. Να προβάλει επιχειρήματα, να κατανοήσει, να εξηγήσει πολιτικά και ιδεολογικά ό,τι συμβαίνει, να ανταποκριθεί αμέσως…

Είναι προσόντα που απορρέουν όχι αποκλειστικά από την πολιτική προϋπηρεσία του αλλά και από την παιδεία του. Αδικη κοινωνία, είναι προτέρημα η μόρφωση και η διεθνής εμπειρία των σύγχρονων πολιτικών. Ο Αλέξης Τσίπρας, που ήταν ένα πριμιτίφ παιδί του λαού, έχει μείνει στους διεθνείς κύκλους της οικονομικής και της πολιτικής εξουσίας (σε όσους τέλος πάντων συναντήθηκαν μαζί του) από την αθάνατη συνομιλία του με τον πρόεδρο Μπιλ Κλίντον. Αυτό, με τον Μητσοτάκη, δεν θα μας συμβεί ποτέ.

Το θέμα είναι ότι δεν είμαστε σίγουροι πως δεν θα επαναλαμβανόταν παρόμοιο περιστατικό με οποιονδήποτε από τους σημερινούς υποψήφιους για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Σπουδαίο πράγμα οι φιλοδοξίες, αλλά ακόμα σπουδαιότερο η αυτογνωσία και, ιδίως, η γνώση των ορίων των υποψήφιων ηγετών.

Διότι, μη γελιόμαστε, ο στόχος κάθε κόμματος είναι η εξουσία, γι’ αυτό συσπειρώνονται πολίτες που ασχολούνται με την πολιτική γύρω από τις θέσεις του, τις οργανώσεις του, τον ηγέτη του: ελπίζουν ότι θα οδηγηθούν στην εξουσία και θα απολαύσουν κι εκείνοι μέρισμα απ’ αυτή.

Γι’ αυτό άλλωστε και παίζει σοβαρό ρόλο ο αρχηγός στα κόμματα. Αν ο αρχηγός δεν μπορεί να φανεί αντάξιος του στόχου της εξουσίας, αν ο αρχηγός δηλαδή δεν μπορεί να πείσει ότι θα είναι υποψήφιος πρωθυπουργός, το κόμμα μικραίνει, παύει να είναι μαγαζί γωνία, γίνεται συνοικιακό. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια.

Η ΝΔ ήταν τυχερή που, σε μια κρίσιμη φάση για τη χώρα με τον Αλέξη Τσίπρα πρωθυπουργό, εξέλεξε τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως πολιτικό αντίβαρο σε μια επιζήμια διακυβέρνηση – επειδή εξαρχής εξέφρασε το φιλευρωπαϊκό μέτωπο της επιστροφής στην κανονικότητα και της προστασίας των δημοκρατικών θεσμών.

Ανάλογη δυναμική απέναντι στον Μητσοτάκη, παρά τη φθορά που είναι εύλογο να έχει υποστεί, ως σήμερα δεν έχει καλλιεργηθεί. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι συνοικιακά. Αναλώνονται σε καταγγελίες, οργανώνονται ως αντιμητσοτακικά αλλά αδυνατούν να εμπνεύσουν προτάσεις για την εξουσία. Και οι επτά υποψηφιότητες στο ΠΑΣΟΚ έχουν ενδιαφέρον, για διάφορους λόγους, αλλά καμία δεν οδηγεί στην εξουσία.

Ακούγεται όγδοη υποψηφιότητα, της Αννας Διαμαντοπούλου. Προσωπικά, την ακούω με πολύ ενδιαφέρον. Η Διαμαντοπούλου έχει μακρά πορεία στην πολιτική ζωή της χώρας, έχει αφήσει αποτύπωμα στη διεθνή σκηνή, ενώ είναι η μόνη υποψηφιότητα που θα στεκόταν αποφασιστικά ως «αντι-Μητσοτάκης», όχι με την έννοια της αντιμητσοτακικής ρητορικής αλλά προβάλλοντας ως αξιόπιστη κυβερνητική λύση μετά τον Μητσοτάκη ή απέναντι στον Μητσοτάκη. Εκσυγχρονίστρια, χωρίς αριστερόστροφη ρητορική και χωρίς καταφυγή στα κλισέ, θα μπορούσε να είναι η ηγέτις που θα προσφέρει στο ΠΑΣΟΚ προοπτική εξουσίας.

Αρκεί, φυσικά, να πειστούν οι πολίτες γι’ αυτό – και η ίδια, αν θέσει υποψηφιότητα, να μπορέσει να εμπνεύσει ευρύτερες δυνάμεις που θα υπερκεράσουν το μπετόν αρμέ των μηχανισμών.