«Βάκχες» με επίθεση χρωμάτων

Ολα σκεπασμένα κάτω από λευκά σεντόνια. Τα πάντα. Από το δάπεδο έως την άνω των 6 μ. ύψους πύλη που δέσποζε στην ορχήστρα του θεάτρου της Αρχαίας Επιδαύρου, όπου την Παρασκευή έκαναν πρεμιέρα οι «Βάκχες» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Θάνου Παπακωνσταντίνου στη δεύτερη φετινή παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου.

Κάπου εκεί, ανάμεσα στα πάλλευκα πέπλα, κι ενώ ακόμη οι θεατές αναζητούσαν τις θέσεις τους στο κοίλο, ο με μαύρο φράκο και παντελόνι αλλά χωρίς πουκάμισο θεός Διόνυσος (Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης) περιφερόταν, πότε αρθρώνοντας ακατάληπτες κραυγές από την ορχήστρα, πότε περπατώντας διακριτικά στα εδώλια των κεντρικών κερκίδων, πότε καλύπτοντας το κεφάλι του ή φορώντας σαν φούστα ένα από τα σεντόνια του σκηνικού και ισορροπώντας με χάρη πάνω στα χαμηλά τακούνια των παπουτσιών του ως υπαινικτική εκδήλωση της γυναικείας του φύσης. Ολα αυτά μέχρι το ρολόι να δείξει 21.15, οπότε και από ζώο που περπατά στα τέσσερα θα πάρει ανθρώπινη υπόσταση. Θα δηλώσει μονολεκτικά την παρουσία του – «Ηρθα» – και θα υποδεχτεί τους τέσσερις μουσικούς επί σκηνής, αλλά και τον Χορό βάρβαρων γυναικών, που έφτασαν στην ορχήστρα καλυμμένες από την κορυφή ως τα νύχια με χρωματιστά πέπλα δημιουργώντας ένα ουράνιο τόξο, ενώ εκείνος θα επιδείξει τις δυνάμεις του αναβοσβήνοντας τα φώτα ή διευθύνοντας τους μουσικούς με μια κίνησή του.

Ουράνιο τόξο

Η πρώτη αντίστιξη θα συμβεί άμεσα. Οι γυναίκες θα αποκαλυφθούν ημίγυμνες και με ίχνη χρώματος να καλύπτουν το σώμα τους σαν να είχαν τελειώσει μόλις μια μάχη χρωματοσφαίρισης (paintball). Και θα αρχίσουν να περιχύνουν με χρώματα τον Διόνυσο μετατρέποντας το σώμα του σε καμβά όπου πάνω του σχηματίζεται η σημαία του ουράνιου τόξου, του σύμβολου της διαφορετικότητας και της υπερηφάνειας των ομοφυλοφίλων. Μέσα σε αυτή την επίθεση χρωμάτων θα εμφανιστεί ένα ετερόκλητο δίδυμο: ο Τειρεσίας, ως γυμνόστηθη γυναίκα (Μαριάννα Δημητρίου), και ο γέροντας Κάδμος (Θέμης Πάνου) που θα επιχειρήσουν να πείσουν τον νεαρό βασιλιά της Θήβας και εγγόνο του Κάδμου, Πενθέα (Αργύρης Πανταζάρας), να δεχτεί τον νέο θεό. Εκείνος, όμως, ως εκπρόσωπος της λογικής και του νόμου, ντυμένος μέσα στο ασφυκτικό μαύρο κοστούμι του που θυμίζει στολή ξιφομάχου, δεν δέχεται τη λατρεία του εξ Ανατολής νεοαφιχθέντος θεού και την απελευθέρωση των ηθών που συνεπάγεται. Αρνείται να πιστέψει ότι ο Διόνυσος είναι γιος του Δία. Σχολιάζει τη γυναικεία του υπόσταση («δεν έχει αθληθεί όπως οι άνδρες»). Και αφού πιστεύει πως «οι βάρβαροι μικρότερο μυαλό έχουν από τους Ελληνες», ενώ τον προειδοποιούν ότι «ο αμαθής ανόητα θεωρεί τα σοφά που ακούει» (μετάφραση Γ. Χειμωνά), τα λευκά σεντόνια πλέον έχουν σηκωθεί αποκαλύπτοντας όσα βρίσκονται κρυμμένα κάτω από την επιφάνεια κι άλλοτε κοχλάζουν – όπως ο τάφος της μητέρας του Διονύσου, Σεμέλης – κι άλλοτε κουκουλώνονται από τις κοινωνικές συμβάσεις, όπως ακόμη ένα ουράνιο τόξο με όλους τους συμβολισμούς που φέρει και λειτουργεί ως παραπέτασμα στην πύλη του ανακτόρου.