Υλισμός και δημοκρατία

Ενα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν όσες τοποθετήσεις εντάσσονται στο πλαίσιο του φιλοσοφικού υλισμού είναι η δυσκολία να προσφέρουν μια θεωρία για το πώς επιλέγουμε να δράσουμε. Πιο σωστά, έχουν μεγαλύτερη δυσκολία σε σχέση με φιλοσοφικές προσεγγίσεις που βασίζονται σε έναν οντολογισμό δυϊσμό, αφήνουν δηλαδή χώρο στο υπερβατικό, είτε αυτό είναι η θρησκεία, είτε οποιαδήποτε θεωρία που περιλαμβάνει έναν αυτοτελή διακριτό χώρο των ιδεών και των αξιών, διευκολύνοντας μια θεωρία του δέοντος.

Βεβαίως, την ίδια στιγμή οποιαδήποτε συνεπής υλιστική θεωρία έχει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ότι φαινομενικά τουλάχιστον δεν αφήνει περιθώρια για την ελευθερία, εφόσον στηρίζεται σε μια αντίληψη του κόσμου όπου όλα συμβαίνουν στο ίδιο πεδίο, σχηματικά αυτό που καθορίζεται από τους φυσικούς νόμους, και όπου όλα συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπινων υποκειμένων υπόκεινται στους ίδιους καθορισμούς.

Αυτή η δυσκολία έχει οδηγήσει σε δύο πειρασμούς. Ο ένας είναι να συνδυαστεί ο υλισμός με μια ισχυρή τελεολογία, δηλαδή να προστεθεί στον υλικό καθορισμό μια ισχυρή ιστορική κατευθυντικότητα, όπως π.χ. γίνεται με ορισμένες εκδοχές «διαλεκτικού υλισμού» που θεωρούν αναπόφευκτη τη διαλεκτική πορεία προς μια κομμουνιστική κοινωνία. Ο άλλος να ενσωματωθεί στον υλισμό το στοιχείο του αστάθμητου, μια ριζική ενδεχομενικότητα, που μπορεί να αποτελέσει το πεδίο μιας μη μεταφυσικής δυνατότητας ελευθερίας. Προκύπτει έτσι το ερώτημα εάν μπορούμε να στοχαστούμε αυτά τα ερωτήματα που αφορούν τη δημοκρατική πολιτική πράξη, επιμένοντας στην υλιστική φιλοσοφική τοποθέτηση αλλά με άρνηση των δύο παραπάνω πειρασμών; Αυτό ακριβώς προσπαθεί να κάνει ο Δημήτρης Βαρδουλάκης, καθηγητής Φιλοσοφίας στο Western Sidney University, στο βιβλίο του «Αγωνισμός – Στάσις. Υλισμός και δημοκρατική σκέψη» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Νήσος, σε μετάφραση του Γιώργου Καράμπελα, του Αντώνη Φουκαράκη και του Γιάννη Παπαδημητρίου.

Ωφελισμός και εργαλειακότητα

Ο Βαρδουλάκης διαλέγει ως αφετηρία μια μονιστική υλιστική οντολογία, διαφοροποιούμενος από τις φιλοσοφικές τοποθετήσεις εκείνες, που ξεκινώντας από τον Μάρτιν Χάιντεγκερ, υποστηρίζουν ότι εφόσον η καθημερινότητά μας ρυθμίζεται από σχέσεις εργαλειακές, άρα το κατεξοχήν ηθικό και πολιτικό στοιχείο θα ορίζονταν μέσα από μία μη εργαλειακή δράση, αυτή που περιγράφει ως το ατελέσφορο. Αντιθέτως, ο Βαρδουλάκης σε σύγκρουση με μια ολόκληρη φιλοσοφική παράδοση στον 20ο αιώνα, που με αποκορύφωμα τη «Διαλεκτική του διαφωτισμού» των Χορκχάιμερ και Αντόρνο όρισε ως αντίπαλο την εργαλειακή σκέψη, υποστηρίζει ότι μια ορισμένη έννοια της εργαλειακότητας και του συμφέροντος είναι συμβατή με τον υλισμό και μια δημοκρατική προοπτική και ότι ήταν ο ωφελιμισμός του 19ου αιώνα που αλλοίωσε την έννοια της εργαλειακότητας, ανοίγοντας τον δρόμο για την υπολογιστική και ατομικιστική εργαλειακότητα του νεοφιλελευθερισμού. Η μία βασική αναφορά του Βαρδουλάκη είναι ο Επίκουρος τον οποίο αντιμετωπίζει ως κατεξοχήν εκπρόσωπο ενός μονιστικού υλισμού, που δίνει στην έννοια της φρόνησης τον χαρακτήρα μιας προσεκτικής υπολογιστικής προσέγγισης που υπηρετεί μια προσανατολισμένη σε σκοπούς δράση, αλλά με όρους που αποκλείουν κάθε θεμελίωση του πολιτικού στην κυριαρχία και άρα συνδέοντας το αγαθό με το δίκαιο, με τον Επίκουρο να θεωρεί τη φρόνηση πρωταρχική αρετή και μορφή γνώσης υψηλότερη από τη φιλοσοφία. Ο Βαρδουλάκης επιμένει ότι μια τέτοια προσέγγιση της φρόνησης, που δεν αρνείται την εργαλειακότητα, επιτρέπει έναν καλύτερο στοχασμό του αναγκαίου αγωνισμού, σε αντίθεση με την τάση αυτός να συνδέεται με το ατελέσφορο.

Η άλλη βασική αναφορά του Βαρδουλάκη είναι ο Σπινόζα. Προσεγγίζοντας την έννοια του νόμου στη Θεολογικοπολιτική Πραγματεία του Σπινόζα, όπως και αυτή της ratio vivendi, της λογικής του ζην, διαπιστώνει ότι «η πρωτοκαθεδρία ης πρακτικής κρίσης δείχνει ότι καμιά συντεταγμένη εξουσία δεν είναι αφ’ εαυτής της νόμιμη, ενώ συγχρόνως επιτρέπει την επιστράτευση της ωφέλειας για την αμφισβήτηση κάθε έννοιας εξουσίας» (σ. 77). Αυτό το νήμα του Επίκουρου και του Σπινόζα, ο Βαρδουλάκης το θεωρεί μια διπλή οριοθέτηση απέναντι και στον νομικό θετικισμό και την αντίληψη του νόμου ως κλειστού συστήματος και στον ντεσιζιονισμό και την αντίληψη του νόμου ως απόφαση ενός κυρίαρχου που έχει τη δύναμη ακόμη και να υπερβεί τον νόμο.

Η σχέση κυριαρχίας – δημοκρατίας

Για τον Βαρδουλάκη αυτή η επικούρεια (και νεοεπικούρεια, εάν δούμε την επίδραση του Επίκουρου σε στοχαστές όπως ο Μακιαβέλι) προσέγγιση υπογραμμίζει την αγωνιστική διάσταση που εμπεριέχει η έννοια της φρόνησης, εφόσον εμπεριέχει τη σύγκρουση και τη διαφωνία και άρα μπορεί να αποτελέσει τη βάση μιας αγωνιστικής δημοκρατίας. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τη διερεύνηση του ερωτήματος της κυριαρχίας, με τον Βαρδουλάκη να υποστηρίζει ότι η «κυριαρχία μπορεί να λειτουργήσει μόνο μέσω του άλλου της, της δημοκρατίας» (σ. 129). Η αναγκαία πρακτική κρίση είναι ακριβώς η διαρκής αντίληψη της αντιδραστικής σχέσης της κυριαρχίας με τη δημοκρατία. Αυτό, άλλωστε, παραπέμπει και σε ένα βασικό συμπέρασμα της ανάγνωσης του Σπινόζα που κάνει ο Βαρδουλάκης, σύμφωνα με την οποία ο συγκρουσιακός χαρακτήρας της κοινωνικής σχεσιακότητας σημαίνει ότι δεν υπάρχει ποτέ μια απόλυτη εξουσία. Αντιθέτως στον Σπινόζα ο Βαρδουλάκης διαβάζει μια θεωρία που αρνείται τη δυνατότητα ενός «παραδείσιου προ-πολιτικού χώρου», αλλά αντίθετα συλλαμβάνει την ισότητα ως «συμμετοχή  στις διαφορετικές σχέσεις δύναμης μέσα σε ένα κοινό χώρο», παραπέμποντας σε μια συγκρουσιακή αντίληψη των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, δηλαδή ως «αγωνιστικές αλληλεπιδράσεις μέσα σε ένα πεδίο σχέσεων» (σ. 161).

Αγωνισμός και δημοκρατία

Κατά τον Βαρδουλάκη η αμφισημία της  αρχαιοελληνικής έννοιας της στάσεως, ως αγωνιστικής λήψης θέσης και ως διχόνοιας, σημαίνει ότι «ο αγωνισμός που προκύπτει από μία τέτοια κατανόηση της δημοκρατίας είναι  μόνο οι διαμάχες που εκτυλίσσονται μεταξύ πολιτών, αλλά και η διαμάχη ανάμεσα στη δημοκρατία και το άλλο της, την κυριαρχία – μια διαμάχη που περιστρέφεται γύρω από τη σχέση ανάμεσα στα δύο συμπλέγματα σημασιών της στάσεως, δηλαδή εκφράζεται από την στάσιν και μέσω αυτής».