Απόσταγμα και ξεκλείδωτο χρυσάφι

Χρειάστηκε οπωσδήποτε να ξαναδιαβάσω όλα τα δημοσιευμένα ποιήματά της: δεν είναι πολλά, τέσσερα βιβλία όλα κι όλα˙ να τα ξαναδιαβάσω, όμως, με τον πρόσφατο θάνατό της να θρονιάζεται πάνω στις λέξεις και να μη σηκώνεται, φριχτός σφετεριστής (– τι πέτρινο ξημέρωμα, κυρά μου), και να διακηρύσσει τυραννικά την πικρήν αλήθεια, πως δεν μπορούμε πια εμείς, όποιοι κι αν είμαστε εντέλει εμείς, να της φέξουμε να δει και να ᾽ρθει.

Ωστόσο, από τα εναρκτήρια Διόδια (1972) ως το ύστερο και φευ ύστατο Μ’ ένα στεφάνι φως (1989), μέσα σ’ αυτά τα πυκνά μα τόσο φευγαλέα δεκαεφτά χρόνια της δικής της και δικης μας ζωής, χάρη στο θαύμα της φωνής της μετατοπίστηκε, κατά τι πιο κοντά στο θάμβος και στο άφατο, το τοπίο της νεότερης ελληνικής ποίησης και μεταρρυθμίστηκε γλυκύτερος, καίτοι πιο δυσοίωνος, ο ήχος της: Ο τόπος έχει αλλάξει και δεν είναι πια, δεν είναι πια πρωί, βορράς να φεύγουν, όσοι μονάχα εμποδισμένοι και νυχτερινοί. Μεσολάβησαν Το Σόι (1978), ίσως η διαυγέστερη και η πιο αδυσώπητη εκδοχή αυτοβιογραφικού λυρισμού στη νεότερη ποίησή μας, και οι Ιστορίες για τα βαθιά (1983), εργαστήριο μιας νέας, δαιμόνιας ευγλωττίας. «Δαιμονία», την είχε πει ο Γ. Π. Σαββίδης κι είχε δίκιο, σχεδιάζοντας κιόλας τον χάρτη της πορείας της με δώδεκα λέξεις: «ενδοσκόπηση προσωπικών, οικογενειακών και κοινωνικών βιωμάτων, και βυθοσκόπηση μυθικών και γλωσσικών κοιτασμάτων». Στις τέσσερις ετούτες συλλογές, δεν θα βρεθεί απόσταγμα να το ξεχωρίσουμε ή «ποίημα ποιητικής» για να μας δώσει το χρυσό κλειδί: είναι όλο μαζί απόσταγμα και ξεκλείδωτο χρυσάφι, κατατεθειμένο οριστικά στο κοινό ταμείο˙ γιατί η Μαστοράκη ήταν από εκείνους που «κάποτε τα χείλη τους χρύσωσε ο Θεός», όπως έγραφε ο Ελύτης για τον Σολωμό.

Και ο Σολωμός, το «λυπημένο φάντασμα», ήταν πάντα κοντά, πολύ κοντά, η ανάσα του μέσα στην ανάσα της (εκεί που νυχτοπερπατείς σε ξένους ύπνους)˙ αλλά και ο Ελύτης (ωραία κοιμητήρια της θαλάσσης, όπου το πιο μικρό εχε γεια βουλιάζει αντίο για πάντα)˙ όπως και ο Σεφέρης, εκεί όπου το σκοτεινό ανατρίχιασμα ενός βαθύτερου ειρμού αιφνιδιάζει, σαν ηλεκτρική εκκένωση, συνάπτοντας τα κάτω με τα πάνω, τα μέσα με τα έξω˙ αλλά και ο Σαχτούρης (κίτρινο, κίτρινο αλογατάκι, / του στρατηλάτη το φαρδύ πουκάμισο / πώς μάκρυνε και τρέμει), ο Εμπειρίκος (τις κορυφές, τ’ ακροκεραύνια περιπλέοντας), ο Εγγονόπουλος (εντροπαλός, για να σου λέω ιστορίες), ο Καρυωτάκης (μοίρα χρυσή και δίκαιη των αυτοκτόνων), ο Μαβίλης (καλότυχοι οι νεκροί που ξαγρυπνάνε), μαζί με απόηχους παραλογών (Στην αγκαλιά που απ’ αγάπη την ταξίδευε, που απ’ αγάπη μόνο τη χτένιζε να κοιμηθεί), όπου αναχωνεύονται και άλλοι, παλαιοί και νεότεροι, αναγνωρίσιμοι ή μεταβολισμένοι, και άλλοι ακόμη, ετερόγλωσσοι αυτοί αλλά ομοούσιοι, ο Ρεμπώ πάνω απ’ όλους, η Σίλβια Πλαθ, ο Γκίνσμπεργκ. Για να τους δεξιώνεται όλους, σαν τρυφερή αλλά υπερήφανη οικοδέσποινα, στις σκοτεινές αλληγορίες της, που μοιάζουν κάποτε βγαλμένες από μεσαιωνικές μινιατούρες ή έργα του Ιερώνυμου Μπος: Και πίσω πίσω κρέμεται ανάποδα ο στραβοκάνης, πρησμένος από τ’ ασημένια τάλιρα, και φτύνει. Για να καταδύεται στα βαθιά και τα άπατα και να φέρνει πίσω στην επιφάνεια (Σαν το ναυάγιο που κάποτε αναδύεται, με τα βαριά πανιά, τους ναύτες, τα βρεγμένα ξύλα) παράξενα συμπλέγματα και αδόκητες εικόνες, αμφορείς και ληκύθους με την αινιγματική τέχνη τους, γεωμετρική ή παραστατική, να λάμπει άθικτη. Για να διεξάγεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας ένα ευγενές εμπόριο λέξεων μεταξύ βάθους και επιφανείας: λέξεις αλιευμένες στα ελληνικά νερά, άλλες πολυταξιδεμένες και άλλες αταξίδευτες, άλλες θησαυρισμένες και άλλες (λιγότερες αυτές) νεόπλαστες, που όλες όμως εκφορτώνονται άτριφτες, όπως μπαχάρια και πολύτιμοι λίθοι από μακρινά θαλασσινά ταξίδια και καραβάνια της ερήμου, και που το διάφορό τους το καρπώνεται ευγνώμων ο αναγνώστης. Λέξεις και απροσδόκητες συνάψεις λέξεων, μικρά αιφνίδια θαύματα, σαν ακτινογραφίες άφατων πιθανοτήτων, αδιάγνωστες ως τότε: τα υφάσματα που ράγισαν, το σφιχτό νερό, τα νωπά μεσάνυχτα˙ λέξεις και φράσεις ελλειπτικές, που σαν βολίδες μετρούν διαμιάς τον βυθό, εκεί όπου ήχος και νόημα συμβάλλονται και σμίγουν όλα τα νερά. Λέξεις από τον βίο της ελληνικής γλώσσας, που ακόμα ντρεπόμαστε να της εξομολογηθουμε την αγάπη μας.

Για μένα (αλλά δεν πιστεύω πως ισχύει μόνο για μένα), η Τζένη Μαστοράκη είναι η καλύτερη ποιήτρια της νεότερης Ελλάδας. Κι αν δεν θέλουμε σώνει και καλά να εγκλωβιστούμε στις γενιές, τα γένη και τα φύλα – γιατί να το κάνουμε, άλλωστε; τι νόημα έχει πια; –, ας προχωρήσουμε θαρραλέα εκεί όπου τα ποιήματα μιλούν ακόμη σαν ποιήματα κι ας ακούσουμε πάλι τα δύο τελευταία, αυτά κυρίως, πεζόμορφα αλλά λυρικού ήθους και ρυθμού βιβλία της: πώς συναρμόζονται, πώς συνηχούν και συλλειτουργούν με ό,τι καλύτερο, με ό,τι πιο βαθύ και πιο παρήγορο έχει κατορθώσει ο ελληνικός ποιητικός λόγος και πώς κυοφορούν το πανανθρώπινο μέσα στους ύπνους μιας γυναίκας που φοβήθηκε. Διστάζει κανείς να πει τη σωστή λέξη για την τέχνη της, αλλά η ίδια την είπε, για άλλους: Και όπου κατέχει τέχνη ιερή, γλιτώνεται, αυτός που τέλεια νεκρός θα ταξιδεύει, τη νύχτα σκίζοντας με παραμύθια ξενικά. Κι ας συνομολογήσουμε το άλλο μικρό θαύμα, ανακαλώντας τον άνθρωπο που χάσαμε: πώς έκανε να δένουν όλοι γύρω της, στον κύκλο μιας πανθομολογημένης, με τον θάνατό της, ευεργετικής καλοσύνης, που ανάβλυζε αβίαστα και γενναιόδωρα από την ύπαρξή της.

Ηθελε να λέει ιστορίες. Και τις είπε˙ εισηγήτρια και αριστοτέχνισσα του μαγικού ρεαλισμού στην ποίησή μας. Ιστορίες για τα βαθιά και τα αθέατα, εκεί όπου φοιτούν τα φαντάσματά μας, ομολογημένα και ανομολόγητα˙ ιστορίες σκοτεινές, που τις καταλάμπει όμως το σέλας των πληγών, για να στεφθούν εντέλει, όπως και η ίδια, μ’ ένα στεφάνι φως. Ιστορίες παραμυθητικές και απαραμύθητες, που θα τις πει με το πείσμα του αγγελιοφόρου, κοιτάζοντας μέσα της βαθιά όσο και πέρα μακριά, ένα κεφάλι πάνω απ’ όλους μας.

Ο Διονύσης Καψάλης είναι ποιητής, τέως διευθυντής του ΜΙΕΤ