Τρεις δολοφονίες δημοσιογράφων, ίδια ερωτήματα

«Πρόκειται για μια παρόμοια περίπτωση με εκείνη της Μάλτας, στη δολοφονία της Δάφνης Καρουάνα Γκαλιτσία, όταν πρώτα συνελήφθησαν οι δολοφόνοι και στη συνέχεια διεξήχθησαν βαθύτερες έρευνες για την ανακάλυψη όσων τη σχεδίασαν. Το ίδιο και στη Σλοβακία με τη δολοφονία του δημοσιογράφου. Παίρνει χρόνο λοιπόν (…) αλλά δεν μπορούμε να εμπλακούμε στις έρευνες των Αρχών ή να τους ασκήσουμε κριτική». Αυτά δήλωσε, ανάμεσα σε πολλά άλλα, η αρμόδια επίτροπος, Βέρα Γιούροβα, κατά την παρουσίαση της πρόσφατης έρευνας της Κομισιόν για το κράτος δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Συνδέοντας έτσι ευθέως τις δύο αυτές δολοφονίες με εκείνη του Γιώργου Καραϊβάζ αλλά και επιχειρώντας να δικαιολογήσει τις – μάλλον αδικαιολόγητες – καθυστερήσεις στην πλήρη διερεύνησή τους και εν τέλει στην απόδοση ευθυνών.

Η αλήθεια βεβαίως είναι πως η Ευρώπη δείχνει να βρίσκεται σε σχετικά καλύτερη μοίρα από τον υπόλοιπο κόσμο όπου, σύμφωνα με την οργάνωση Committee to Protect Journalists (CPJ), τα τελευταία 30 χρόνια έχει διαλευκανθεί μόλις το 5% των επισήμως καταγεγραμμένων δολοφονιών δημοσιογράφων. Αυτό ωστόσο δεν μπορεί να κάνει κανέναν και καμία να κοιμούνται πιο ήσυχοι, μια και εξακολουθούν να υπάρχουν πολλές σκοτεινές πλευρές στις τρεις παραπάνω περιπτώσεις. Οπως και σε εκείνη του ολλανδού δημοσιογράφου Πέτερ ντε Βρις – ο οποίος εκτελέστηκε τον Ιούλιο του 2015 στο κέντρο του Αμστερνταμ, εξερχόμενος από ένα τηλεοπτικό στούντιο –, στην οποία οι καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος έξι ατόμων εκδόθηκαν τον περασμένο Ιούνιο, αφήνοντας όμως να πλανάται η υποψία πως οι πραγματικοί ένοχοι έμειναν ατιμώρητοι.

Τελικά οι δολοφόνοι δημοσιογράφων φαίνεται πως έχουν γερές «πλάτες» (και) στην Ευρώπη…

Μάλτα – Δάφνη Καρουάνα Γκαλίτσια

Κόντρα στη διαπλοκή

Τον Οκτώβριο του 2022, δύο αδέλφια, ο Αλφρεντ και ο Τζοτζ Ντετζόρτζιο, ηλικίας 57 και 59 ετών αντιστοίχως, καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 40 ετών για τη μαφιόζικη δολοφονία της δημοσιογράφου Δάφνης Καρουάνα Γκαλιτσία, λίγες μέρες πριν απ’ την πέμπτη επέτειο από την πυροδότηση του εκρηκτικού μηχανισμού ο οποίος είχε τοποθετηθεί στο αυτοκίνητό της. Δύο χρόνια νωρίτερα, ένοχος είχε κριθεί για την ίδια υπόθεση και ο Βινς Μουσκάτ, ενώ όλοι αναμένουν πότε – και εάν – θα ξεκινήσει η δίκη του φερόμενου ως εγκεφάλου της δολοφονίας, του επιχειρηματία Γιόργκεν Φένεχ, ο οποίος παραμένει προφυλακισμένος.

Η υπόθεση είχε προκαλέσει αλλεπάλληλες και ισχυρές δονήσεις στη Μάλτα, ένα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, καθώς αποδείχθηκε ότι σε αυτήν εμπλέκονταν – όντας ουσιαστικά συνυπεύθυνα στη δολοφονία – πολλά στελέχη της κυβέρνησης και ο ίδιος ο τότε πρωθυπουργός Γιόζεφ Μουσκάτ, ο οποίος εξαναγκάστηκε τελικώς σε παραίτηση, ενώ τον ίδιο δρόμο αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν και άλλοι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι. Οχι τυχαία, άλλωστε, καθώς η ερευνητική δημοσιογραφία την οποία με πάθος ασκούσε η δολοφονηθείσα έφερε στην επιφάνεια – κυρίως μέσω των περιβόητων Panama Papers – τη διαπλοκή ανάμεσα στις ελίτ του επιχειρηματικού και του πολιτικού κόσμου της χώρας των μόλις 530.000 κατοίκων.

Οι εξελίξεις που ακολούθησαν τη δολοφονία δεν ήταν, βεβαίως, αυτονόητες. Χρειάστηκε να υπάρξει έντονη και διαρκής κοινωνική κινητοποίηση εντός της νησιωτικής χώρας, ο λαός της οποίας φάνηκε πως βρήκε την ευκαιρία να ξεσπάσει κατά της εκτεταμένης διαφθοράς. Ταυτόχρονα, πολλά διεθνή Μέσα έστρεψαν τους φακούς τους προς την πλευρά της Μάλτας, ενώ έντονες πιέσεις για διαλεύκανση της υπόθεσης άσκησαν και οι Βρυξέλλες, οι οποίες συνήθως επιδεικνύουν ευαισθησία στα ζητήματα που άπτονται της δημοκρατίας και ειδικά της ελευθερίας των ΜΜΕ.

Αξίζει να σημειωθεί, μάλιστα, ότι η πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν για το κράτος δικαίου στην ΕΕ είναι καταπέλτης για τη Μάλτα. «Οι συστάσεις που έγιναν μετά την έρευνα αναφορικά με τη δολοφονία της Δάφνης Καρουάνα Γκαλιτσία δεν έχουν εφαρμοστεί ακόμη», τονίζεται χαρακτηριστικά σε αυτή. Υπογραμμίζεται, επίσης, ότι «μέχρι σήμερα, κανενός είδους νομοθετικό ή άλλο μέτρο δεν έχει υιοθετηθεί προκειμένου να βελτιωθεί το περιβάλλον στο οποίο εργάζονται οι δημοσιογράφοι, καθώς και για τη μεταρρύθμιση του τοπίου των μίντια. Ουδεμία πρόοδος έχει υπάρξει αναφορικά με την υιοθέτηση εγγυήσεων που θα βελτιώνουν την πρόσβαση σε επίσημα έγγραφα, ενώ οι δημοσιογράφοι εξακολουθούν να συναντούν εμπόδια όταν ζητούν επίσημη δημόσια πληροφόρηση». Παράλληλα, η Κομισιόν είναι ξεκάθαρη και αναφορικά με την κατάσταση που επικρατεί στα δημόσια ΜΜΕ: «Δεν υπάρχουν ενέργειες με στόχο τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας τους, για την καθιέρωση διαφανών κριτηρίων στο θέμα της κατανομής των δημόσιων κονδυλίων προς τα έντυπα και της κρατικής διαφήμισης για τα Μέσα που εκπέμπουν».

Σε αυτό το φόντο, δικαίως μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι, αν και η Δάφνη πλήρωσε με τη ζωή της την εμμονή που είχε με την αποκάλυψη της αλήθειας, όσα έχουν ακολουθήσει τη δολοφονία της είναι μεν σημαντικά, αλλά σε καμία περίπτωση δεν εγγυώνται ότι στο μέλλον δεν θα συμβεί κάτι ανάλογο με όποιον ή όποια θελήσει να ακολουθήσει τα βήματά της.

Σλοβακία – Γιαν Κούτσιακ

Ερευνες για τρανταχτά περιστατικά φοροδιαφυγής

Τον περασμένο Μάιο, όταν σημειώθηκε η απόπειρα δολοφονίας του πρωθυπουργού της Σλοβακίας Ρόμπερτ Φίτσο, με αποτέλεσμα τον σοβαρό τραυματισμό του, οι πάντες έσπευσαν να την καταδικάσουν Αυτό, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει στην παραγραφή των δικών του ευθυνών σε μια διπλή δολοφονία, η οποία συνέβη την περίοδο που ο ίδιος βρισκόταν και πάλι στην ίδια θέση, τον Φεβρουάριο του 2018, συγκλονίζοντας τη Σλοβακία και ολόκληρη την ΕΕ: του δημοσιογράφου – ερευνητή Γιαν Κούτσιακ και της συντρόφου του, Μαρτίνα Κουσνίροβα, αμφότεροι 27 ετών, που πυροβολήθηκαν θανάσιμα μέσα στο σπίτι τους.

Το γεγονός ότι αυτό συνέβη μόλις λίγους μήνες μετά την εκτέλεση της Δάφνης Καρουάνα Γκαλιτσία στη Μάλτα, έκανε πολλούς να υποψιαστούν ότι ενδεχομένως υπάρχει κάποια διασύνδεση ανάμεσα στους δύο φόνους – πολύ περισσότερο καθώς έγιναν σε μια περίοδο σημαντικών αποκαλύψεων για τη διαφθορά και τη διαπλοκή στην Ευρώπη. Αν και κάτι τέτοιο δεν έχει αποδειχθεί, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, το αδιαμφισβήτητο είναι πως τις δύο περιπτώσεις συνδέει κάτι άλλο: η αδυναμία των Αρχών να τις διαλευκάνουν πλήρως και να αποδώσουν δικαιοσύνη, φτάνοντας το μαχαίρι στο κόκαλο.

Το σίγουρο είναι πως ο σάλος που είχε ξεσπάσει τότε, σε συνδυασμό με τις δυναμικές κινητοποιήσεις (χαρακτηρίστηκαν ως οι μεγαλύτερες διαδηλώσεις από το 1989), αλλά και τις πιέσεις από την πλευρά της ΕΕ – η οποία ποτέ δεν… συμπάθησε τον Φίτσο – τον ανάγκασαν να υποβάλει την παραίτησή του, μαζί με ολόκληρη την κυβέρνηση. Ηταν, βέβαια, κάτι που θεωρήθηκε μάλλον αναμενόμενο, μια και οι έρευνες του Κούτσιακ είχαν φέρει στην επιφάνεια, ανάμεσα σε άλλα, τρανταχτά περιστατικά φοροδιαφυγής, με πρωταγωνιστές επώνυμα μέλη της επιχειρηματικής κοινότητας της Σλοβακίας, που είχαν σχέσεις τόσο με το κυβερνόν κόμμα SMER όσο και με εγκληματικές οργανώσεις του υποκόσμου.

Τι έχει κάνει, όμως, η Δικαιοσύνη της Σλοβακίας από τότε μέχρι σήμερα; Οι δύο εκτελεστές, ο πρώην στρατιωτικός Μίροσλαβ Μάρτσεκ και ο ξάδελφός του και πρώην αστυνομικός Τομάς Σαμπό, έχουν καταδικαστεί σε 25 χρόνια φυλάκισης, ενώ η ίδια ποινή επιβλήθηκε και στην Αλένα Σουτσόβα, η οποία φέρεται πως είχε λάβει την εντολή να βγάλει από τη μέση τον ενοχλητικό δημοσιογράφο. Μόνο που η εντολή αυτή φέρεται να της δόθηκε από τον γνωστό επιχειρηματία Μάριαν Κότσνερ, ο οποίος έχει αθωωθεί δύο φορές από πρωτοβάθμια δικαστήρια για τη συγκεκριμένη υπόθεση (αναμένεται, πλέον, η εκδίκασή της από το Ανώτατο Δικαστήριο), προκαλώντας έντονες αντιδράσεις, εντός και εκτός Σλοβακίας.

Οι καθυστερήσεις και οι καταγγελίες για έξωθεν παρεμβάσεις στο έργο της Δικαιοσύνης έκαναν την Κομισιόν να σταθεί επίσης επικριτικά απέναντί της στην πρόσφατη έκθεση για την κατάσταση σε επίπεδο κράτους δικαίου. «Παρά την κάποια πρόοδο που έχει σημειωθεί αναφορικά με μηχανισμούς που έχουν στόχο τη βελτίωση της ασφάλειας των δημοσιογράφων, υπάρχουν εντεινόμενες ανησυχίες, ως συνέπεια των αναφορών για επιδείνωση του περιβάλλοντος στο οποίο εργάζονται», σημειώνεται εκεί χαρακτηριστικά.

Οσο για τον Φίτσο, στρέφει συχνά τα πυρά του κατά των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων – τους έχει χαρακτηρίσει «οργανωμένη εγκληματική ομάδα με σκοπό να διαλύσουν το κράτος της Σλοβακίας» – κατηγορώντας τους, μάλιστα, ακόμη και για την πρόσφατη δολοφονική απόπειρα εις βάρος του.

Ελλάδα – Γιώργος Καραϊβάζ

Μια ανοιχτή πληγή για τη Δικαιοσύνη και την ελευθερία του Τύπου

Ο αστυνομικός ρεπόρτερ Γιώργος Καραϊβάζ δολοφονήθηκε με καταιγισμό πυρών το μεσημέρι της 9ης Απριλίου 2021, έξω από το σπίτι του στον Αλιμο. Ο εκτελεστής άνοιξε πυρ όταν ο δημοσιογράφος βγήκε από το αυτοκίνητό του, στην επιστροφή του από το τηλεοπτικό κανάλι όπου εργαζόταν. Στο σημείο βρέθηκαν 13 κάλυκες από σφαίρες διαμέτρου εννέα χιλιοστών, οι οποίες προέρχονταν από το ίδιο – «καθαρό» στα αστυνομικά μητρώα – όπλο. Μετά τη δολοφονία, ο εκτελεστής επιβιβάστηκε σε μηχανή που οδηγούσε συνεργός του και διέφυγε.

Λόγω της ειδίκευσης του Καραϊβάζ στο αστυνομικό ρεπορτάζ και δεδομένων των σχέσεων που διατηρούσε με τον κόσμο του εγκλήματος στο πλαίσιο της εργασίας του, οι έρευνες στράφηκαν κατευθείαν προς τα εκεί. Παρά τις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης, όμως, για δύο χρόνια δεν είχε υπάρξει εξέλιξη στη διαλεύκανση του εγκλήματος. Ως αποτέλεσμα, κυβέρνηση και Αστυνομία δέχθηκαν επικρίσεις για το γεγονός ότι η υπόθεση έμοιαζε να έχει μπει στον πάγο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ο ετήσιος δείκτης των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα (RSF), που το 2022 έδωσε στην Ελλάδα την – πολυσυζητημένη – θέση 108 στην ελευθερία του Τύπου, προτάσσοντας ως βασική αιτία την ανεξιχνίαστη, για έναν χρόνο τότε, δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ.

Εναν χρόνο αργότερα, στις 3 Μαΐου του 2023, αναμενόταν η ετήσια έκθεση των RSF, που θα κατέτασσε την Ελλάδα μόλις μία θέση ψηλότερα (107). Πέντε ημέρες πριν από τη δημοσίευσή της, όμως, στις 28 Απριλίου, η Ελληνική Αστυνομία προέβη στη σύλληψη δύο αδελφών, ηλικίας 40 και 48 ετών, για τη δολοφονία του δημοσιογράφου. Τις συλλήψεις ανακοίνωσε ο τότε υπουργός Προστασίας του Πολίτη Τάκης Θεοδωρικάκος. «Οσοι χρησιμοποίησαν αυτή την τραγική υπόθεση, για να συκοφαντήσουν το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, την κυβέρνηση συνολικά και την Ελληνική Αστυνομία, οφείλουν μία συγγνώμη. Συνεχίζουμε όλα όσα πρέπει για την πλήρη εξιχνίαση της υπόθεσης», είχε γράψει σε ανάρτηση στο Facebook.

Οι δύο συλληφθέντες προφυλακίστηκαν λίγες ημέρες αργότερα, ενώ ο νεότερος εκ των δύο είχε συνδέσει τις συλλήψεις με την τραγωδία των Τεμπών που είχε συγκλονίσει τη χώρα δύο μήνες νωρίτερα. Σε συνέντευξη που είχε δώσει τότε, ο ίδιος επέμενε ότι είναι αθώος και ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις που τον εμπλέκουν στην υπόθεση. Από το ρεπορτάζ προέκυπτε εξ αρχής ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που οδήγησαν στις συλλήψεις δεν ήταν αρκετά ισχυρά για να «δέσουν» την υπόθεση.

Τα βασικά στοιχεία που οδήγησαν στους δύο συλληφθέντες ήταν δύο οχήματα και ένα τηλέφωνο. Το σκούτερ που χρησιμοποιήθηκε κατά τη δολοφονία είχε βρεθεί έξω από το σπίτι του δημοσιογράφου και την προηγουμένη του φονικού. Επιπλέον, στο οπτικοακουστικό υλικό από τη διαφυγή των δραστών εμφανίστηκε λευκό βαν της εταιρείας καθαρισμού του μεγαλύτερου αδελφού, το οποίο είχε εντοπιστεί στην γειτονιά του Καραϊβάζ και την ημέρα πριν από τη δολοφονία. Το δεύτερο στοιχείο ήταν ότι το κινητό του μεγαλύτερου εκ των δύο συλληφθέντων αδελφών ήταν απενεργοποιημένο το μεσημέρι της δολοφονίας.

Πριν από μερικές ημέρες, ωστόσο, οι δύο συλληφθέντες για τη δολοφονία Καραϊβάζ κρίθηκαν αθώοι λόγω αμφιβολιών και αφέθηκαν ελεύθεροι. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ουδέποτε θεωρήθηκαν ως ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας και παραμένει άγνωστο το αν οι Αρχές έχουν κάνει οποιαδήποτε πρόοδο σε αυτό το κρίσιμο μέτωπο.

Αλλωστε, οι τελευταίες αποκαλύψεις που συνδέουν τη δολοφονία Καραϊβάζ με το σκάνδαλο των υποκλοπών μπερδεύουν έτι περαιτέρω την υπόθεση. Η προϊσταμένη των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων της ΕΛ.ΑΣ. Πηνελόπη Μηνιάτη φέρεται στη διάρκεια των ερευνών της να παρακολουθούνταν τόσο από την ΕΥΠ, όσο και από το παράνομο λογισμικό Predator. Εξάλλου, σύμφωνα με όσα έχει πει η δικηγόρος της οικογένειας Καραϊβάζ, το τηλέφωνο του δημοσιογράφου τελούσε επίσης υπό παρακολούθηση.

Δεδομένων των παραπάνω, η εξιχνίαση της υπόθεσης εξακολουθεί να παραμένει ένα άλυτο αίνιγμα που αποτελεί μια ανοιχτή πληγή για τη Δικαιοσύνη και την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα.