Ανθεί στην Αθήναο γαστροτουρισμός

Αν υπάρχει κάποιο ισχυρό ατού για τον ελληνικό τουρισμό, αυτό, εκτός φυσικά από την πλούσια ιστορία, είναι η διατροφή (διάσημη σε όλο τον κόσμο) και η κουζίνα μας. Εξάλλου, τη σημασία του εμπειρικού τουρισμού (ανάμεσά του και ο γαστρονομικός) έχει καταγράψει η εταιρεία ερευνών Mabrian, η οποία μελέτησε τις συμπεριφορές και τις προτιμήσεις των ταξιδιωτών, χρησιμοποιώντας τα κοινωνικά δίκτυα, με συμπέρασμα ότι οι δραστηριότητες αυτές σταδιακά τείνουν να επικρατήσουν από τα συμβατικά τουριστικά κίνητρα. Το καταλαβαίνει κανείς όταν σε βόλτα στη Βαρβάκειο Αγορά και τα πέριξ σκοντάφτει συνεχώς σε γκρουπ τουριστών με τον «οδηγό» τους. Συχνά, μάλιστα, οι ξένοι είναι περισσότεροι από τους έλληνες καταναλωτές και δοκιμάζουν ελιές, γεύονται σουβλάκια, μυρίζουν αρωματικά βότανα και εντυπωσιάζονται από τα… ψάρια.

«Αν δεν έχεις δει ποτέ ολόκληρο ψάρι, το θέαμα σου φαίνεται εξωπραγματικό» λέει η Πηνελόπη Καραΐσκου, που ξεναγεί τουρίστες στην ελληνική γαστρονομία για περισσότερα από 10 χρόνια. «Αυτό που τους εντυπωσιάζει ιδιαίτερα είναι το γιαούρτι και η ποικιλία τυριών που διαθέτουμε. Γιατί πιστεύουν ότι έχουμε μόνο ένα τυρί, τη φέτα, κι ότι πίνουμε μόνο ρετσίνα» επισημαίνει.

Γι’ αυτό και είναι ουσιαστικό ο «οδηγός» να είναι γνώστης του αντικειμένου. Το κόστος μιας τέτοιας ξενάγησης (διάρκειας περίπου τεσσάρων ωρών) κυμαίνεται από 50 έως 150 ευρώ. Οι πελάτες είναι κυρίως Αμερικανοί. «Υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντα άνθρωποι που δεν έχουν μάθει να ταξιδεύουν μόνοι τους, που χρειάζονται κάτι οργανωμένο. Αρα υπάρχει και πάντα θα υπάρχει κοινό» λέει η ίδια. Συνεπώς, πολλοί αναλαμβάνουν αυτό τον ρόλο.

Ενδεικτικά, σε δημοφιλή ταξιδιωτική πλατφόρμα εντοπίσαμε περισσότερους από 40. Παλαιότερα στις ξεναγήσεις συμμετείχαν επίσης ξένοι δημοσιογράφοι γεύσης και μάγειρες. Σήμερα είναι κυρίως γενικοί τουρίστες που πιστεύουν – και σωστά – πως για να γνωρίσεις έναν τόπο πρέπει να… εξερευνήσεις και το πιάτο του.

Οικογένειες με παιδιά

Αμερικανοί είναι κυρίως και εκείνοι που παρακολουθούν τα μαθήματα μαγειρικής της παραδοσιακής μας κουζίνας – κυρίως γιατί έχουν οικονομική άνεση. Και σε αυτό τον τομέα υπάρχει μεγάλη προσφορά: 57 καταχωρίσεις εντοπίσαμε στην ίδια τουριστική πλατφόρμα από σεφ και απλές μαγείρισσες. Τα μαθήματα διαρκούν συνήθως περίπου τρεις – τέσσερις ώρες και γίνονται είτε ιδιαίτερα είτε σε γκρουπ.  Οπως παρατηρεί η Ιωάννα Χατζηιωάννου, που διδάσκει τα μυστικά της ελληνικής κουζίνας: «Τον τελευταίο καιρό, έρχονται οικογένειες με τα παιδιά τους αλλά και νεότεροι, ηλικίας 20 με 40 ετών». Διηγείται, μάλιστα, την ιστορία ενός 80χρονου Ελληνοαμερικανού που ήρθε μαζί με τις δύο εγγονές του. Και τι μαθαίνουν; Από το άνοιγμα του φύλλου για σπανακόπιτα, μέχρι να τυλίγουν λαχανοντολμάδες και άλλα παραδοσιακά πιάτα και γλυκά.

Στη συνέχεια όλοι μαζί γύρω από το τραπέζι γεύονται όσα έφτιαξαν. «Ενθουσιάζονται» εξηγεί «πρώτον, γιατί αγαπούν το ελληνικό φαγητό, όπως το έχουν μάθει από τα εστιατόρια (και δικαίως γιατί είναι ένα από τα καλύτερα, αν όχι το καλύτερο) και, δεύτερον, γιατί γεύονται σπιτικές γεύσεις που έχουν φτιάξει οι ίδιοι». Η ώρα του φαγητού είναι ιδιαίτερα ουσιαστική – τόσο για την ίδια όσο και για εκείνους: «Η εμπειρία ειδικά για τις οικογένειες είναι σημαντική γιατί δημιουργούν παρέα και γεύονται μαζί ό,τι ετοίμασαν. Παράλληλα, είναι και μια στιγμή ανταλλαγής και συζήτησης μεταξύ μας, μεταξύ ανθρώπων με διαφορετικές κουλτούρες».