Ασκηση, υποχρέωση, ανάγκη, απόλαυση, ή βιοπορισμός, το γράψιμο επί καθημερινής ή εβδομαδιαίας βάσεως ενός κειμένου σε εφημερίδα, θα έλεγες πως γεγονότα που θα περνούσαν απαρατήρητα, αν δεν υπήρχε η σχετική δέσμευση, τώρα έρχονται και μπαίνουν κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη σου. Σε μια μικροαστική παραθεριστική μονάδα, στη γοητευτικότατη παραλία ενός νησιού, στο βορειανατολικό Αιγαίο, «στήνεται» κάθε απόγευμα γύρω στις 6.30 ένα ανεπανάληπτο σκηνικό.
Ενας μέσης ηλικίας άνδρας, ψήστης στο επάγγελμα, μεταφέρει στον προαύλιο χώρο του ξενοδοχείου, του εστιατορίου του για την ακρίβεια, όλα τα συμπράγκαλα ώστε τρία τέταρτα αργότερα, ο σχεδόν στις διαστάσεις ενός μικρού βαρελιού τροφαντός γύρος να έχει ψηθεί και να αρχίσει να διανέμεται στους ενοίκους του ξενοδοχείου, που έχει ορίσει την ώρα του βραδινού φαγητού 7.30 -10.00.
Το απόγευμα της περασμένης Τετάρτης, πριν ακόμη ο ψήστης στήσει την όρθια ψηστιέρα και τοποθετήσει τον γύρο, δυο ηλικιωμένοι άνδρες, γύρω στα εβδομήντα, με δύο πλαστικές καρέκλες και τα πιάτα στα χέρια είχαν πάρει θέση απέναντι στο «θέαμα» του γύρου που ψήνεται, ενώ στα μάτια τους έλαμπε προκαταβολικά η απόλαυση που τους επιφυλασσόταν. Η σκηνή θα μπορούσε να είναι και συμπαθής, αν δεν είχε παρατηρήσει κανείς τους δυο ηλικιωμένους αυτούς άνδρες και τις γυναίκες τους, στις ώρες του πρωινού και του μεσημεριανού φαγητού, να τρώνε με έναν τρόπο σάμπως και τα έξοδα που τους στοίχιζε η διαμονή τους στο ξενοδοχείο, με τον πλουσιοπάροχο είναι αλήθεια μπουφέ, να γίνονταν πολύ λιγότερα επειδή ακριβώς θα κατανάλωναν ποσότητες πολύ μεγαλύτερες, σε σχέση με τις ποσότητες που θα είχε υπολογίσει η διεύθυνση του ξενοδοχείου όταν ρύθμιζε τις τιμές για την επερχόμενη καλοκαιρινή περίοδο.
Τώρα όμως η σκηνή ερχόταν να προστεθεί στην αναπόφευκτη επιφύλαξη – για πολλούς ενδεχομένως και αποστροφή – που προκαλεί πάντα το «θέαμα», η φύση (η θάλασσα, τα δέντρα, ένας μικρός λοφίσκος) να μεταβάλλεται απλά σε ένα πλαίσιο ώστε να παύει η φύση να παραμένει η ίδια το ζητούμενο, και ο «γύρος» ενώ ψηνόταν και κυρίως ενώ τρωγόταν, να είναι το κυρίαρχο μέλημα μιας απόδρασης που σχεδόν μοιάζει να καθαγιάζεται επειδή έχει ταυτιστεί με μια κοινότοπη και χωρίς κανένα ουσιαστικό αντίκρισμα έκφραση όπως το «γεμίζω τις μπαταρίες μου».
Χωρίς αμφιβολία το καλοκαίρι τείνει να εξελιχθεί σε μια περίοδο που προκαλεί τα περισσότερα ερωτηματικά για την ανθρώπινη κατάσταση – χωρίς να σημαίνει πως τα ερωτηματικά αυτά κοιμούνται τις άλλες εποχές του χρόνου. Καθώς χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια από πλευράς, αν όχι όλων μας, των περισσότερων τουλάχιστον, να μπορεί να αναστέλλεται το ενδιαφέρον και η έγνοια για όσα δραματικά μπορεί να συμβαίνουν όχι μόνον μακριά μας αλλά και δίπλα μας.
Κάτι πολύ καθοριστικό ώστε, αν δεν συκοφαντούνται όχι μόνο το ενδιαφέρον και η έγνοια για τους άλλους όπως εκδηλώνονται σε εποχές που η έκφρασή τους, αντί να ανακουφίζει τους άλλους, κάνει εμάς τους ίδιους πιο ενδιαφέροντες ακόμη και στα ίδια μας τα μάτια. Αλλά να υπονομεύονται σε τέτοιον βαθμό γενικότερα το ενδιαφέρον και η έγνοια για τους άλλους ώστε ακόμη και στην ειλικρινέστερη διατύπωσή τους να ηχούν ως διακοσμητικές και χωρίς κανένα απολύτως αντίκρισμα.