Κριτικό νυστέρι και λογοκριτικό ψαλίδι

Τα έργα λογοτεχνίας, τέχνης, ούτως ή άλλως, «διορθώνονται», αναθεωρούνται μέσα από τις αναγνώσεις τους, μέσα από τις νέες θεάσεις τους. Αυτή η εκ των πραγμάτων κριτική λειτουργία διαχωρίζει τις περιττογραφίες, τους φιλολογικούς ή τεχνοκριτικούς ναρκισσισμούς, τα νωπά και διαρκή. Κάθε γενιά, κάθε ηλικία, «συγγράφει» εκ νέου το κειμενικό έργο (ανασυγκροτεί το κειμενικό γεγονός), ανασυνθέτει το έργο ζωγραφικής. Αλλά και ο ίδιος ο αναγνώστης ξανασυστήνεται ως αναγνωστικό υποκείμενο μέσα στο έργο, κατά τις διαφορετικές διανοητικές φάσεις της βιολογικής ηλικίας του.

Μια λογοκριτική «διόρθωση» όπως αυτή που ανθίζει κυρίως σε αμερικανικά και βρετανικά πανεπιστήμια ουσιαστικά συστήνει έναν «woke» πολιτιστικό τραμπουκισμό και είτε οφείλεται σε ακαδημαϊκό δογματισμό (μια τυπολατρική πρόσληψη του έργου μόνο ως προς τα δηλωτικά του στοιχεία) είτε πρόκειται για μια διασκορπισμένη ιστορική εμπάθεια, που συνδέεται με επείγοντα ταυτοτικά ερωτήματα. Ενίοτε είναι απλώς η καιροσκοπική εκμετάλλευση του κύματος: «Ποιος είμαι;». «Ο αποκαθηλωτής». Αντί να είσαι ο ταπεινός, σχεδόν ανώνυμος ή πάντως διακριτικός και περιορισμένης επιδραστικότητας αναγνώστης-ερμηνευτής, αναβιβάζεσαι σε κάτι διαφώτιστο και προβεβλημένο: έναν ατιμώρητο δολοφόνο. Γιατί η εικονοκλαστική παράδοση, ιδίως με την παρεμβολή του μοντέρνου κινήματος, είναι εδώ και σχεδόν δύο αιώνες η πλέον εμπορική στάση. Γιατί αποκαθηλώνω, λογοκρίνω, «κόβω» περιοχές του έργου που βρίσκονται έξω από τον νέο «δεκάλογο του καλού μαθητή», έξω από τον «εσωτερικό κανονισμό», που ορίζει τις νέες νομιμότητες, σημαίνει ότι υφαρπάζω όλη τη συμβολική ύλη που έχει συμπυκνώσει ο αποκαθηλούμενος. Αν π.χ. θεωρήσεις τη Γενιά του Τριάντα ως μνησίκακη, πατριαρχική και υπογείως εθνικιστική, πέρα από την αναγνωστική απλούστευση, σφετερίζεσαι όλη τη διανοητική ύλη (πανεπιστημίων, διανοητών, μελετητών, λημματογράφων κ.λπ.), εκτός βέβαια από τον κλονισμό των αναγνωστικών αποταμιευμάτων, που εμπρόθετα και σχεδιασμένα προκαλείς.

Ολα αυτά τα «περικειμενικά» αγαθά, με την επιλογή της διαταραχής, της ανατροπής, της κατάργησης κ.λπ., ουσιαστικά τα ενθυλακώνεις μέσα σε έναν απλό (και άκρως ιδιωφελή) φόνο. Εξυπνο από άποψη μάρκετινγκ, απλοϊκό από πνευματική, σκοταδιστικό από πολιτική άποψη. Η «διόρθωση» της ιστορίας συμβαίνει από την κυτταρική της λειτουργία. Την κριτική, ενεστωτική αναπροσαρμογή. Το λογοκριτικό ψαλίδι όμως είναι κάτι άλλο. Πολύ περισσότερο όταν καταλήγει σε μια ακαδημαϊκή και εν τέλει πολιτική διαπραγμάτευση: βγάζω π.χ. τον Καραγάτση, κρατάω τον Θεοτικά, εκπαραθυρώνω τον Ρίτσο, διατηρώ τον Ελύτη, ή πετάω τον Παππά, αλλά ας σωθεί ο Καπράλος. Είναι πλεονασμός, αφού η ιστορία «διορθώνεται» από τις ερμηνευτικές επιστρώσεις, αλλά και από τον συνεχή ενεστωτικό φωτισμό της. Θέλω να πω ότι ο Τσαρούχης δοκιμάζεται (και μάλλον αντέχει) όχι μόνο από την αφηγηματική τάξη που εισηγήθηκε, αλλά και από την πλαστική του δικαιοπραξία. Αναλύεται και από τον ομοερωτικό υπαινιγμό των έργων του, αλλά και από τις σχεδιαστικές του αβεβαιότητες (σε αντίθεση με τον Μόραλη που, επειδή το λεξιλόγιό του θεμελιώνεται σε ένα στρωματοποιημένο, βαθύτατο σχέδιο, αγγίζει περισσότερο μια ορθολογική δικαιοσύνη, σε σχέση με μια στιγμιαία συναισθηματική έκρηξη που είναι συχνή στον Τσαρούχη, ιδίως στις τέμπερες).

Παίρνω αφορμή για αυτές τις σκέψεις από τα μοντέλα πολιτικής ορθότητας που προσπαθούν να «φορεθούν» σε κάτι τόσο αμετάκλητα ξεχειλωμένο, όπως οι συμπεριφορές (πολλών) πολιτικών προσώπων. Τι να διορθώσει δηλαδή ο πολιτικός μακιγέρ, αφού το «μέσα» φέρει και το «έξω»; Αφού η (συχνά ευτελής) μορφή είναι η περιεχόμενη ουσία. ΄Η, όπως γράφει ο Jeremy Hawthorn, μορφή και περιεχόμενο «δηλώνουν πλευρές του έργου που είναι αμοιβαία εξαρτημένες και ανίκανες να υπάρξουν χωριστά». (Με αυτό ως πρόλογο, θα μιλήσω στο επόμενο κείμενο για την αυτανάφλεξη του ΣΥΡΙΖΑ.)

Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι καθηγητής

στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ