Με τα μάτια του τουρίστα

Ας μου επιτραπεί σήμερα να αναφερθώ στην ιδιαίτερη πατρίδα μου. Εχω τη μεγάλη τύχη να είμαι αναντάμ παπαντάμ νησιώτισσα, Κυκλαδίτισσα. Η μητέρα από Σύρο, ο πατέρας από Πάρο. Με την Πάρο δεν ανέπτυξα ποτέ ιδιαίτερους δεσμούς. Οταν ήμουν παιδί, στη δεκαετία του 1960 μέχρι και τις αρχές του 1970, η Σύρος ήταν ένας κοσμοπολίτικος τόπος, με τέσσερις θερινούς κινηματογράφους, κατάφωτα ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια, βεγγέρες και χοροεσπερίδες, ενώ στην Πάρο δεν είχε καν ολοκληρωθεί η ηλεκτροδότηση του νησιού. Ετσι, οι λίγες μέρες που πηγαίναμε εκεί έμοιαζαν με «διαβολοβδομάδα», μια διακοπή από τον συριανό καλοκαιρινό μου παράδεισο.

Η Σύρος μέχρι πριν από λίγα χρόνια δεν είχε ιδιαίτερη τουριστική ανάπτυξη. Δεν την είχε και τόσο ανάγκη ο τόπος. Πρωτεύουσα των Κυκλάδων με πολλούς δημοσίους υπαλλήλους και εμπόρους, δεν περίμενε ποτέ να ζήσει από τον τουρισμό. Τελευταία όμως την «ανακάλυψαν» κυρίως έλληνες παραθεριστές. Και την επιλέγουν σταθερά καλλιτέχνες, διανοούμενοι, εναλλακτικοί. Που, κατά τα δημοσιογραφικά ειωθότα, κάθε καλοκαίρι γράφουν σε έντυπα για τον αγαπημένο προορισμό τους. Την έχουν ερωτευτεί, λένε, και κάθε τόσο διαβάζω για τη «Σύρο της τάδε», τη «Σύρο του δείνα», την «αρχόντισσα των Κυκλάδων» και μπλα, μπλα, μπλα. Μόνο που αυτήν τη Σύρο που περιγράφουν, εγώ η ντόπια ούτε την ξέρω ούτε την ήξερα ποτέ.

Και κάπως έτσι συνειδητοποίησα πώς μπορεί να «αλλάξει» έναν τόπο η τουριστική ματιά, ακόμη και αν ανήκει σε ανθρώπους που έρχονται και ξανάρχονται χρόνια ή έχουν σπίτι στο νησί. Πώς γίνεται ο «πρόσφατος Συριανός» και αυτός που μεγάλωσε εδώ, ενώ κοιτάζουν το ίδιο πράγμα, να βλέπουν κάτι εντελώς διαφορετικό. Διότι ο «ξένος» έρχεται αποφασισμένος να βρει κάτι, έτσι όπως το φαντάστηκε ή του το περιέγραψαν. Που σημαίνει ότι θα το βρει οπωσδήποτε. Τον ενδιαφέρει η δική του θέση μέσα στο «τοπίο». Δεν μπορεί να «διαβάσει» το «τοπίο» αυτό καθαυτό. Διότι για να συμβεί το δεύτερο χρειάζονται μνήμες όχι μόνο προσωπικές. Είναι οι διηγήσεις που έφτασαν μέχρι τον ίδιο και του δίνουν τη δυνατότητα να αφουγκραστεί το νησί, όχι να το περιγράψει.

Πρώτα απ’ όλα ο βεριτάμπλ Συριανός δεν λέει «Σύρος» αλλά «Σύρα». Αυτή η μικρή κατάληξη αλλάζει εντελώς την ατμόσφαιρα, προσωπικά το νιώθω σαν να με προσγειώνει στη συριανή πραγματικότητα. Που δεν έχει σχέση με κάτι αμπελοφιλοσοφίες περί συριανής αύρας. Η Σύρος είναι πρωτίστως λιμάνι που σημαίνει μια πιο αλανιάρικη, πιο σαρκική σχέση με τη ζωή. Τα περίφημα νεοκλασικά της, η πλατεία της, το δημαρχείο με την υπογραφή του Τσίλλερ είναι μόνο το σκηνικό. Οπου όμως δεν παίζεται κάποιο μπουλβάρ αλλά μία συνεχώς ανατροφοδοτούμενη κωμωδία του Τσιφόρου. Που δύσκολα μπορείς να την αντιληφθείς αν δεν είσαι ντόπιος.

Με την τουριστική ανάπτυξη του νησιού εμφανίστηκαν «τοπικά» προϊόντα που δεν υπήρχαν σε προηγούμενες δεκαετίες, καινούργιες παραλίες που παλιά τις θεωρούσαμε χωματερές, εφευρεμένα εκ του μηδενός τοπόσημα. Αποκτήσαμε ακόμη και πανηγύρια, κάτι εντελώς ξένο με την αστική συριανή κουλτούρα. Δεν πειράζει. Ετσι μπορούμε εμείς οι ντόπιοι να συμβιώνουμε αρμονικά με τους επισκέπτες στο ίδιο νησί, ζώντας ο καθένας, στην πραγματικότητα, σε έναν άλλον τόπο.