Τα δίδυμα με τα κόκκινα μαλλιά

Η κυρα-Χρυσή συνήθιζε να λέει την ευχή όποτε ανέβαινε για να μαζέψει χόρτα προς τον Υμηττό. Την αγιορείτικη «Κύριε ελέησον» ρυθμίζοντας την αναπνοή. Κάθε χρόνο με το που άρχιζε το καλοκαίρι γέμιζε ρισέλια ο κάμπος και το βουνό, έτσι κι αυτή με το ταγάρι ανέβαινε κι έκοβε, έκοβε κι έλεγε την ευχή. Αλλά μέχρι το ρέμα δεν είχε ξαναφτάσει ποτέ. Παρασύρθηκε είπε από τα χόρτα, το καλοκαίρι, την όμορφη μέρα, την ευχή. Ετσι το πρώτο που είδε είναι τα κόκκινα μαλλιά του κοριτσιού, απλωμένα στα βράχια σα φλογισμένα σεντόνια. Υστερα πρόσεξε το διαλυμένο κεφάλι, τα κουρελιασμένα ρούχα, τα λουλούδια που κρατούσε ακόμα στα χέρια. Το αγόρι ήταν μπρούμυτα μέσα στο αίμα κι αυτό. Μαλλιά κόκκινα, παντελονάκι μέχρι τα γόνατα, σκισμένο με μένος.

Στην αρχή δεν τ’ αναγνώρισε. Ηταν τα δίδυμα της Φρόσως που τα ζηλεύανε όλοι οι χωριανοί. Για τα παράξενα κυματιστά τους μαλλιά, τη στητή τους κορμοστασιά, για την ευγένεια, για το ότι ήταν πάντα μαζί. Δέκα χρόνια η Φρόσω δεν σταύρωνε παιδί, και ξαφνικά σα να άνοιξαν οι ουρανοί, έμεινε έγκυος στα δίδυμα, κι όλο το χωριό ψιθύριζε «είδες η Σάρα;».

Δεν είχε ξαναδεί σκοτωμένο παιδί, αλλά ούτε και σκοτωμένο σκυλί ή γατί η Χρυσή, το πρώτο που σκέφτηκε είναι να φύγει μακριά, να το βάλει στα πόδια. Το δεύτερο ήταν η μάνα τους. Γι’ αυτό κάθισε και καθάρισε τα προσωπάκια τους με στοργή κι ύστερα άρχισε να φωνάζει, λίγο πιο μακριά ήταν ο μπαρμπα-Φίλιππος βόσκοντας το κοπάδι. Κι έκτοτε έχασε και το βηματισμό και την ευχή.

Για πότε ειδοποιήθηκε η χωροφυλακή, η μάνα τους, το χωριό, πάγωσαν όλοι, ήταν το πρώτο τους φονικό, η Χρυσή ούτε το πήρε χαμπάρι. Σαν υπνοβάτης γύρισε σπίτι χωρίς τα ρισέλια, κανείς δε νοιαζότανε πια για τα χόρτα στη γειτονιά, όλοι ρωτούσανε τί έγινε και πώς βρήκε τα παιδιά, ήταν κι ο φόβος τους, όλα τους ρέμπελα όπου θέλανε γύριζαν στον κάμπο και στο βουνό, αδέσποτα και λεύτερα, τα μεσημέρια. Αντε να τους φοβίσουν με τον αράπη, τον γύφτο ή τον εβραίο όταν δεν έτρωγαν οι μανάδες. Νεράιδες και λάμιες εξάλλου κυριαρχούσαν μονάχα στο φαντασιακό, στην αληθινή τους ζωή κοιμόντουσαν έξω στις αυλές κι ούτε κλείδωναν, τι να φοβηθούν τον γείτονα; τον κοντοχωριανό; Oλοι τους σχεδόν συγγενείς, γνωστοί και φίλοι από παιδιά, μαζί στα γεννητούρια, στους γάμους, μαζί στις κηδείες, στα γλέντια. Θα ‘ρθει και η αστυνομία απ’ την πόλη, ακούστηκε. Ο φονιάς μπορεί να βρίσκεται ακόμα στο χωριό, κι αν του καλάρεσε το αίμα;

***

«Μπαμπά, κρύψου! Πρέπει να κρυφτείς! Σε ψάχνουν οι χωροφύλακες!»

Την είδηση την έφερε η μάνα σου, η κόρη μου πανικόβλητη δηλαδή, γύρισε απ’ το σχολείο, πέταξε σάκα, ζακέτα και χώθηκε στην αποθήκη που έβαφε ο παππούς. Ο,τι είχα βγει απ’ τον αργαλειό και διάβαζα τη θεία Χριστίνα. Τι διάβαζα, δηλαδή, ό,τι και να της έδειχνα «λίγο αν αργούσε η Ρήνα, το καράβι θα βούλιαζε» έλεγε κι όταν τη μάλωνα αμέσως το γύριζε: «σς σς Βελή ένα φίδι». Ετσι ξεκίνησε κι ακόμα χειρότερα:

«Αυτή η γράμμα που είναι σι θρονί βλάχουτ’ είναι πι».

«Αυτή η γράμμα που είναι σι γκλίτσα βλάχουτ’ είναι ι».

«Αυτή η γράμμα που είναι σι ξούλια βλάχουτ’ είναι λ».

Ετσι μιλάγαμε τότε, τσάτρα Πάτρα, μικροί μεγάλοι. Αντε μετά να μάθεις στα παιδιά που πηγαίνουν σχολείο μόνο τα ελληνικά.

Η μάνα σου, βέβαια, από μικρό παιδάκι μόνο ελληνικά μιλούσε. Καθαρά. Κι έτσι το άκουσε, καθαρά, αναζητούσαν έναν τύπο ψηλό με μουστάκια και φρύδια πυκνά, «τ’ ακούς που σου λέω», ούρλιαζε η μάνα σου, μικρό κοριτσάκι, «να κόψεις τα μουστάκια» του έλεγε, «αναζητούν τον φονιά». Μαρμαρώσαμε βέβαια, γνωρίζαμε τα δυο αδέλφια από παιδιά, ήταν τα δίδυμα με τα παράξενα κόκκινα μαλλιά, το μόνο που βρήκε ο παππούς σου για να την παρηγορήσει ήταν «ε μα δεν έχει ένας και δυο μόνο μουστάκια μεγάλα, Λεφτεριά», η μάνα σου το μισούσε τ’ όνομά της, μονάχα τον Βενιζέλο ήξερε για Ελευθέριο, τώρα βέβαια γελά και λέει στ’ αστεία ότι από μικρή ήταν βασιλικιά, αλλά τότε κόντεψε να πεθάνει από την αγωνία της, λίγο ακόμα και θα σπούσε η καρδιά, «δεν βρίσκει τον μπελά του μόνο ο ένοχος», δικαιολογείται ως τώρα, «βρίσκει τον διάολό του κι εκείνος που βρέθηκε στο λάθος σημείο στο λάθος χρόνο, αλλά και ο παρόμοιος».

***

Κάθε φορά που την άκουγα ήταν σα να την άκουγα πρώτη φορά. Κατάφερνε πάντοτε να μου κόβει και το αίμα και τη μιλιά. Σήμερα, σκέφτομαι, έχουμε όλοι μας τόσο πολύ συνηθίσει τα φονικά, ακόμα και στο χωριό πια διαθέτουμε τη δική μας φόνισσα και το φονιά, εκείνη που τον έκαψε ζωντανό και τον άλλον τον βίαιο και τον τρελό που άργησε να γυρίσει στο σπίτι και της έλιωσε το κεφάλι, αλλά τώρα γνωρίζουμε, έχει γίνει κανόνας πια το κακό, τότε όμως οι άνθρωποι ήταν ή τουλάχιστον έμοιαζαν πιο ήσυχοι, μονοσήμαντοι, κάπως αθώοι.

Βέβαια πάντοτε σύνθετοι ήταν οι άνθρωποι κι όσο πιο μεγάλες οι μάντρες, τόσο λιγότερο αθώοι. Κι εμείς τους είχαμε ψηλούς τους μαντρότοιχους από παλιά, κι όσο κι αν μοιραζόμαστε σπίρτα κι αβγά και ζάχαρη με τη γειτόνισσα, όσο κι αν κοιμόμασταν στρωματσάδα τα βράδια έξω στην αυλή, τα μυστικά μας τα είχαμε και συνηθίζαμε να τα παίρνουμε στον τάφο, οι ένοχοι πρόβαραν το πιο αθώο τους ύφος, η υποκρισία ήταν στο αίμα μας, για «τα μάτια του κόσμου» πιστεύαμε στον εύρυθμο κόσμο.

Ωστόσο μας ένωσε όλους μας τούτο το φονικό. Αφού για εκείνο το καλοκαίρι σταμάτησαν όλα. Λιτανείες, πανηγύρια, έκλεισαν τα ξωκκλήσια, πάψαμε να ανεβοκατεβαίνουμε στο βουνό, ο Υμηττός για όλους μας έγινε «όνομα και πράγμα» (Τρελός).

***

Τις πρώτες μέρες όλοι μαζεύονταν νωρίς. Κι ούτε παιδιά να παίζουν στις αλάνες, ούτε παρέες να παίρνουν τα μονοπάτια στα βουνά. Λες κι ήταν όλοι συνεννοημένοι, μόνο ο Κώτσ’ Σταμαντρές ξεθαρρεμένος απ’ το μεθύσι του δεν έλεγε να γυρίσει στο σπίτι, πηγαινοερχόταν από το καφενείο του Παργαίου στο καπηλειό του Φάνη και φτου κι απ’ την αρχή. Εξαλλος όπως πάντα, βίαιος, κλωτσούσε σκυλί, γατί, έβαζε μπροστά τα παιδιά κι έδερνε την κυρά στην επιστροφή, κι ήταν κι ο πρώτος που σκέφτηκαν εκεί στη χωροφυλακή.

Ολοι τους εν δυνάμει ένοχοι, αλλ’ αυτός και ο Στάμος της Μουγκής ήταν πιο ένοχοι απ’ τους ένοχους, όπως σε όλες τις μικρές κοινωνίες όλοι οι παραβατικοί. Αλλά όσο κι αν τους ανάκριναν, άκρη δεν έβγαλαν.

Στην αρχή έδειξαν να αγνοούν ακόμα και το φονικό, αλλά χαζός θα είναι ο ένοχος να πει ότι το ξέρει; Κι έτσι πως γύριζαν σα χασαπόσκυλα αριστερά δεξιά, κανείς δεν τους είχε δει την επίμαχη ώρα, όσο κι αν ρώτησαν στο καφενείο, στην ταβέρνα, στους οικείους και στη γειτονιά.

Στους μικρούς τόπους μπορεί όλοι να βλέπουν τους πάντες, αλλά το στόμα, ακόμα και σήμερα, το κρατάνε ραμμένο.

Ραμμένο το κράτησε και η γειτόνισσα Παρασκευή ή Τσεβή, παρότι τον είδε τον φονιά το ίδιο εκείνο μεσημέρι, ματωμένο, ταραγμένο.

Αλλά η χωροφυλακή αποφάσισε πως ή ο Κώτσ’ Σταμαντρές ή ο Στάμος της Μουγκής ήταν οι ένοχοι, μπορεί και οι δυο μαζί, πράγμα απίθανο, γιατί ούτε βλέμμα δεν χαλάλιζε ο ένας στον άλλον. Κι όσο κι αν τους κράτησαν στο κρατητήριο, όσο κι αν τους απείλησαν, άκρη δεν βγήκε. Ως και η γυναίκα του πρώτου που μονίμως την ξυλοφόρτωνε, αποδείχτηκε υποστηρικτή. Η μάνα του άλλου, έκλαψε, προσπάθησε κάτι να πει, γνωστός ηδονοβλεψίας ο Στάμος, δεν είχε κανέναν υποστηρικτή. Αλλά και πάλι, αρκετοί αναρωτιούνταν, τα δίδυμα, γιατί; Δεν ήταν ζευγαράκι τα δίδυμα.

***

Μας γράψαν κι οι εφημερίδες. Πρωτοσέλιδο. Μέρες, βδομάδες! Μπαινόβγαιναν στο χωριό ανώτεροι αστυνόμοι και κατώτεροι χωροφύλακες, έπαψαν να κάθονται οι κυράδες στα πεζούλια, σταμάτησαν τα γέλια και τα παιχνίδια των παιδιών στις αλάνες, μαυροφορέθηκε η Φρόσω, η μάνα των διδύμων, κι έκανε σπίτι τον διπλό τάφο. Γλάστρες, κουκλάκια, ένα αυτοκινητάκι που είχε κρατήσει απ’ όταν ο γιος της ήταν μικρό παιδί. Νύφη την έντυσε στην κηδεία την κόρη της κι ήταν σαν άγγελος. Ενας άγγελος που δεν ήταν τελικά γι’ αυτήν εδώ τη ζωή. «Ατυχη» ψιθύριζαν οι συγχωριανές πίσω της και τι ήταν προτιμότερο, να είχε παραμείνει άκληρη ή να χάσει τα υπέροχα παιδιά της έτσι βάναυσα, δεν ήξερε κανείς να πει.

Βόλευε λίγο η δοξασία των περισσοτέρων «όλα είναι γραμμένα», αλλά αν δεν είχαν πάρει τα δίδυμα εκείνο το μονοπάτι το μοιραίο αυτό πρωί; Αφησε γένια ο πατέρας τους, μαύρα ρούχα, μαύρη κατάμαυρη από τον πόνο ψυχή.

Μονάχα ο παππούς μου επέμενε να μένει ίδιος κι απαράλλαχτος. Κι ας του ‘μοιαζε το σκίτσο στην εφημερίδα, ας φώναζε κι ας έκλαιγε η μάνα μου εκλιπαρώντας βράδυ – πρωί. Συνέχισε να βάφει με εκείνο το υπέροχο μπλε του, χράμια, ρούχα, κατσούλες, με ευλάβεια και αφοσίωση, ξεκινώντας από τα άγρια χαράματα το πρωί.

Κι όσο για τα πειστήρια, η θεία Μηλιά τα βρήκε, όχι η χωροφυλακή.

Ενα κουμπί στολής με μια κόκκινη τούφα, κι αυτό τον άλλο μήνα. Ποιος να τολμήσει τον πρώτο καιρό να ανέβει ως εκεί.

Το βρήκε και το πήγε στο Βαγγέλη το χωροφύλακα. Εκείνος άσπρισε μόλις το είδε, και βιάστηκε να πει ότι μπορεί και να έπεσε όταν τους βρήκαν από κάποιον της χωροφυλακής. Ακρη δε θα βρίσκανε, αν δε φρόντιζε ο ίδιος ο φονιάς να προδοθεί.

***

Υπάρχουν τόποι που ευνοούν το κακό, σα να το τραβούν τα βουνά κι οι χαράδρες, λες και κρύβουν το πνεύμα του οι γύρω σπηλιές, επέμεναν οι παλιότεροι. Κι είχαν να λένε για τα γνωστά πηγάδια με τις νεράιδες αλλά και γι’ αυτόν το νερόλακκο που έκαναν μάγια στον αγαπημένο τους οι προδομένες τις πανσελήνους και τις γιορτές.

Μεγαλώνοντας θα μάθω ότι αυτό είχε πει και ο Ταρκόφσκι για το σημείο όπου δολοφονήθηκε ο Ούλωφ Πάλμε. Το ‘χε ήδη γυρίσει σαν όνειρο στη «Θυσία» του, ένα όνειρο – όραμα που απέδειξε ο χρόνος γι’ αληθινό. Αλλά κι εδώ σ’ αυτόν το νερόλακκο τριάντα χρόνια μετά θα κάνουν κι οι σατανιστές τις ανθρωποθυσίες τους.

Για την ώρα ένα κουμπί κι ο ένοχος που ανεβοκατέβαινε στον καταραμένο τόπο έλυσε το αίνιγμα αποδεικνύοντας ότι μπορεί και ο φταίχτης να γυρεύει να πιαστεί. Επιστρέφοντας πάλι και πάλι στον τόπο του εγκλήματος.

Ο δραγάτης πιάστηκε και αναγνώρισε ότι ήταν εκείνος που είχε κάνει το κακό και στα δυο παιδιά. Δικαιολογία δεν είχε. Τριγυρνούσε εκεί με την γκρίζα στολή, το πηλήκιο με εθνόσημο, εκείνο που του έπεσε, και τη σφυρίχτρα με το αλυσιδάκι για να φυλάει τα χτήματα και το βιος των συγχωριανών. Μέχρι τότε, δηλαδή, γιατί δεν θέλησαν ποτέ άλλο δραγάτη στο χωριό. Κι από τότε έτσι συνήθιζαν να ψιθυρίζουνε στα κρυφά, πως «πάντα ο λύκος φυλάει τα πρόβατα σ’ αυτή τη ζωή».

Γι’ αυτό και ο καθένας ας μάθει να φυλάγεται μοναχός.

Τελευταίο βιβλίο της Ελένης Γκίκα είναι το μυθιστόρημα «Ο τελευταίος Αλυπος», εκδόσεις Αρμός, 2023