Υπάρχουν απαγορευμένες λέξεις;

Τα φώτα της δημοσιότητας έστρεψε πάνω του ο βουλευτής της ΝΔ Θάνος Πλεύρης την περασμένη εβδομάδα, προτείνοντας να ποινικοποιηθεί η χρήση της λέξης «μπάτσος», μετά την αντιπαράθεση που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ με αφορμή τα προσβλητικά μηνύματα που έχει στείλει ο ευρωβουλευτής του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε αστυνομικό υπάλληλο.

Ο βουλευτής Α’ Αθηνών της ΝΔ προχώρησε στην εξής δήλωση στο πλατό τηλεοπτικής εκπομπής: «Η χρησιμοποίηση πια του όρου “μπάτσος” έχει ξεφύγει. Και να σας πω κάτι; Εγώ, με το άνοιγμα της Βουλής, θα αναλάβω μια πρωτοβουλία και με άλλους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, και από άλλα κόμματα εάν το επιθυμούν, ώστε πλέον ο όρος “μπάτσος” απευθείας να κινεί αυτόφωρο ποινικό αδίκημα, να μη χρειάζεται κανένας να κάνει καμία μηνυτήρια αναφορά».

Απαντώντας στην αντίδραση του δημοσιογράφου, που αναρωτήθηκε μήπως κάτι τέτοιο θα ήταν υπερβολικό, ο Θάνος Πλεύρης είπε: «Οχι, δεν είναι καθόλου υπερβολικό. Οπως προστατέψαμε τους αστυνομικούς (σ.σ. εννοεί τους υγειονομικούς) όταν υβρίζονται και δέχονται επιθέσεις στα νοσοκομεία, έτσι θα πρέπει να προστατεύεται όποιος εργάζεται. Πηγαίνει ο αστυνομικός και δεν μπορεί να ακούει τον κάθε κομπλεξικό να τον βρίζει και ο ίδιος να κάθεται και να λέει θα ακούω να με βρίζουν».

Εδώ να διευκρινίσουμε ότι ο βουλευτής της ΝΔ, παρότι νομικός ο ίδιος, φέρεται να μπέρδεψε τον όρο «αυτόφωρο» με τον όρο «αυτεπάγγελτο». Κι αυτό, γιατί το «αυτόφωρο» αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο γίνεται η δίωξη/σύλληψη του ατόμου, όχι στο αδίκημα. Δηλαδή, στο Αυτόφωρο πηγαίνει το άτομο που συλλαμβάνεται την ώρα της τέλεσης του αδικήματος, αυτός που «πιάνεται στα πράσα» κατά το λαϊκώς λεγόμενο.

Αντιθέτως, η αυτεπάγγελτη δίωξη διαφοροποιείται από την κατ’ έγκληση δίωξη και αφορά το αν απαιτείται η υποβολή μήνυσης εκ μέρους του προσβαλλόμενου μέρους προκειμένου να κινηθεί η ποινική διαδικασία. Στα αδικήματα που διώκονται αυτεπάγγελτα δεν περιλαμβάνεται αυτό της εξύβρισης, με το οποίο θα μπορούσε δυνητικώς να διωχθεί κάποιος που χρησιμοποιεί τον όρο «μπάτσος».

Οπως εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο δικηγόρος Βασίλης Σωτηρόπουλος, «στη δημοκρατία, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να νομοθετηθεί μόνο στο πλαίσιο του αδικήματος της εξύβρισης, και συγκεκριμένα της απρόκλητης έμπρακτης εξύβρισης. Ωστόσο, αυτό κρίνεται ad hoc, δηλαδή κατά περίπτωση, γιατί δεν είναι η λέξη ως λέξη, αλλά το πλαίσιο στο οποίο μπαίνει, που την καθιστά εξυβριστική. Ο Θάνος Πλεύρης προτείνει αυτό το αδίκημα να διώκεται αυτεπάγγελτα, να μη χρειάζεται μήνυση δηλαδή».

Ωστόσο, στην ελληνική νομική ιστορία δεν καταγράφονται περιπτώσεις απαγόρευσης λέξεων. «Το πιο κοντινό σε αυτό ήταν η Υπηρεσία Λογοκρισίας που υπήρχε κατά τη διάρκεια της χούντας και η οποία έκρινε τα έργα ad hoc. Ποτέ δεν υπήρχαν κατάλογοι με απαγορευμένες λέξεις», σημειώνει ο Βασίλης Σωτηρόπουλος. Αυτό ισχύει τουλάχιστον για τις συνολικές απαγορεύσεις. Σε συγκεκριμένα πλαίσια, είχαν τεθεί απαγορεύσεις, όπως ήταν για παράδειγμα η λέξη «κόκκινο» για τους εκπαιδευτικούς, καθότι θεωρούνταν ότι προωθεί τον κομμουνισμό.

Στις μέρες μας, ένας τρόπος να επιβληθεί μία εκδοχή ποινικοποίησης της λέξης «μπάτσος» θα ήταν η διεύρυνση του αντιρατσιστικού νόμου (ν. 4285/2014) ώστε να προσθέτει το επάγγελμα στους όρους: φυλή, χρώμα, θρησκεία, γενεαλογικές καταβολές, εθνική ή εθνοτική καταγωγή, σεξουαλικός προσανατολισμός, ταυτότητα φύλου και αναπηρία.

Απεύθυνση σε συγκεκριμένα ακροατήρια

«Η ιδέα Πλεύρη περί απαγόρευσης της λέξης “μπάτσος” μου θύμισε τον “Κυνόδοντα” του Γιώργου Λάνθιμου, όπου ο αυταρχικός πατέρας άλλοτε απαγορεύει λέξεις και άλλοτε αλλάζει το νόημά τους, στον βωμό, δήθεν, της προστασίας των παιδιών» λέει στα «ΝΕΑ» ο Ηλίας Τσαουσάκης, πολιτικός επιστήμονας και σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας.

Η πρόταση του βουλευτή, πάντως, δεν φάνηκε να βρίσκει πολλά ευήκοα ώτα, ούτε στην πολιτική, ούτε και στην κοινωνία. Ωστόσο, «μπορεί οι περισσότεροι να το βλέπουν ως ένα κάτι γελοίο ή αστείο, όμως αν αθροιστούν αυτά τα γελοία και μπουν σε μια σειρά, δημιουργούν έναν σοβαρό κίνδυνο» λέει ο ίδιος και υπογραμμίζει πως «αν αρχίσουμε την απαγόρευση λέξεων και εκφράσεων μπαίνουμε σε μια λογική που δεν έχει αρχή, μέση και τέλος».

«Εχω την εντύπωση πως ήταν ένα πυροτέχνημα του καλοκαιριού που ακούστηκε μόνο σε ένα συγκεκριμένο κοινό» εκτιμά ο πολιτικός επιστήμονας και προσθέτει: «Αλλωστε, ο Θάνος Πλεύρης έχει κάνει αντίστοιχες κινήσεις και στο παρελθόν, π.χ. όταν πριν από τις εκλογές του 2019 είχε γυρίσει βίντεο στην Πλατεία Εξαρχείων λέγοντας πως “στις 8 Ιουλίου παραδίδουμε την πλατεία στους κατοίκους, τελειώνει η ανομία, τελειώνουνε τα άβατα”».

Οπως λέει, «η στόχευση της δήλωσης είναι καθαρά πολιτική και με αυτήν βρίσκει την ευκαιρία να συνομιλήσει με το ακροδεξιό κοινό. Αλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Θάνος Πλεύρης εκλέγεται στην Α’ Αθηνών, μια περιφέρεια με συγκεκριμένα κοινωνιολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά».

Σε αυτό το πλαίσιο, υπενθυμίζει το υψηλό ποσοστό αποχής στον β’ γύρο των δημοτικών εκλογών της Αθήνας, το οποίο άγγιξε το 75%. «Δεν κέρδισε ο Χάρης Δούκας, έχασε ο Κώστας Μπακογιάννης γιατί δεν πήγαν να ψηφίσουν οι νεοδημοκράτες. Μάλιστα, καθώς στις ευρωεκλογές παρατηρήθηκαν διαρροές από τη ΝΔ προς κόμματα της Ακροδεξιάς, είναι λογικό κάποιοι να ανησυχούν για τις βουλευτικές τους έδρες».

Από τη μεριά του, ο Βασίλης Σωτηρόπουλος υπογραμμίζει: «Ο Πλεύρης, εκτός από βουλευτής, είναι και ο κατεξοχήν δικηγόρος των αστυνομικών. Με αυτήν τη δήλωση κερδίζει δημοσιότητα ως υπέρμαχος των αστυνομικών».

Πολιτική ορθότητα εκ δεξιών

Ενδιαφέρον, πάντως, προκαλεί το γεγονός ότι ο Θάνος Πλεύρης με τη δήλωσή του ουσιαστικά προτείνει περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης, την ώρα που ο ίδιος εμφανίζεται ως ένας από τους βασικούς εχθρούς της υποτιθέμενης «woke» ατζέντας, η οποία καταγγέλλεται ότι περιορίζει την ελευθερία της έκφρασης στον βωμό της πολιτικής ορθότητας.

«Οι απολύτως δικαιολογημένες μαζικές αντιδράσεις για συγκεκριμένες σκηνές που προκάλεσαν από την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι αποδεικνύουν ότι η woke ατζέντα δεν είναι επιλογή των Ευρωπαίων αλλά μια προσπάθεια επιβολής της. Σε αυτήν την ατζέντα αντιστεκόμαστε» είχε γράψει στο Χ (πρώην Τουίτερ) του επίσης «αντιστασιακού» Ιλον Μασκ, στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης που ξέσπασε μετά την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων.

Οι νέγροι, οι κάφερς και οι 62 «κομμένες» λέξεις από το Σκραμπλ

Η συζήτηση για το αν είναι δόκιμο να απαγορεύονται προκλητικές εκφράσεις και λέξεις στον δημόσιο λόγο έχει ανάψει τα τελευταία χρόνια. Το ζήτημα απασχολεί πολλούς επιστήμονες και απλούς πολίτες, ειδικά στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, με συνέπεια να έχει αναχθεί στον μεγάλο «πολιτισμικό πόλεμο» της εποχής.

Η απαγόρευση λέξεων, πάντως, δεν υπάρχει στον νομικό χάρτη της Δύσης. Στις περισσότερες δημοκρατικές χώρες, οι μόνοι περιορισμοί που τίθενται στην ελευθερία της έκφρασης αφορούν έντονους χαρακτηρισμούς (ρητορική μίσους) που οδηγούν σε πράξεις και επομένως προκαλούν – έστω και εμμέσως – κάποια εγκληματική δράση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ποινικοποιημένης έκφρασης αποτελεί η δημόσια άρνηση του Ολοκαυτώματος, που θεωρείται αδίκημα στις περισσότερες χώρες της Δύσης (π.χ. Γερμανία, Γαλλία).

Ενας όρος που έχει προκαλέσει ουκ ολίγες φορές αντιδράσεις και εκκλήσεις για απαγόρευση είναι ο όρος «νέγρος» (nigger στα Αγγλικά), όταν χρησιμοποιείται μειωτικά από λευκούς στις ΗΠΑ. Κι αυτό γιατί έτσι αποκαλούσαν τους σκλάβους τους οι λευκοί γαιοκτήμονες στον αμερικανικό Νότο, με αποτέλεσμα την πρακτική τους εξίσωση με μια βρισιά και με την αναπαραγωγή ενός συστήματος εξουσίας.

Ωστόσο, το να απαγορευθεί η λέξη βάσει νόμου θα πήγαινε ενάντια στην Πρώτη Τροποποίηση του Συντάγματος των ΗΠΑ, που εξασφαλίζει την ελευθερία της έκφρασης, του θρησκεύματος κ.λπ. «Στις ΗΠΑ η ελευθερία του λόγου είναι πιο διευρυμένη, καθώς η πρώτη τροποποίηση του Συντάγματος, που ορίζει την ελευθερία του λόγου, του θρησκεύματος κ.λπ. είναι πολύ ισχυρή» επισημαίνει ο Βασίλης Σωτηρόπουλος. Ετσι ο όρος παραμένει νόμιμος, αν και θεωρείται συνολικά κατακριτέος, με αποτέλεσμα να μη χρησιμοποιείται.

Στη Νότια Αφρική, η λέξη που χρησιμοποιούνταν τον καιρό του Απαρτχάιντ από λευκούς που αναφέρονταν προς τους μαύρους είναι η λέξη «κάφερ». Η συγκεκριμένη λέξη, που προέρχεται από τα αραβικά και σημαίνει κυριολεκτικά «άπιστος» (αυτός που δεν πιστεύει στον Θεό) έχει την ακριβώς ίδια σημειολογία με το «νέγρος» στις ΗΠΑ. Το 2016, η κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής υιοθέτησε αντιρατσιστικό νόμο, μετά τον σάλο που προκλήθηκε όταν μια γυναίκα εκστόμισε τον προσβλητικό χαρακτηρισμό κατά μαύρου συμπολίτη της.

Παράνομα τα ναζιστικά συνθήματα

Οι πιο αυστηροί σχετικοί νόμοι είναι σε ισχύ στη Γερμανία, όπου είναι παράνομη η χρήση συμβόλων και συνθημάτων της ναζιστικής περιόδου. Για παράδειγμα, όταν πριν από μόλις δύο μήνες ο Μπιορν Χέκε, ηγέτης της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) χρησιμοποίησε το ναζιστικό σύνθημα «Τα πάντα για τη Γερμανία», του επιβλήθηκε πρόστιμο. Επιπλέον, ορισμένα γερμανικά κρατίδια απαγόρευσαν το 2022 τη χρήση του γράμματος Ζ σε δημόσιες συναθροίσεις, καθώς είναι το σύμβολο που χρησιμοποιείται από τη Ρωσία στο πλαίσιο της εισβολής της στην Ουκρανία.

Αντίστοιχα, ήταν στη Γερμανία που διαδηλώτρια καταδικάστηκε για χρήση του συνθήματος «Από το ποτάμι ως τη θάλασσα, η Παλαιστίνη θα απελευθερωθεί», που χρησιμοποιείται συστηματικά από υποστηρικτές των Παλαιστινίων στο πλαίσιο του πολέμου που εκτυλίσσεται στη Μέση Ανατολή. Το σύνθημα κρίθηκε από δικαστήριο ως αντισημιτικό καθώς θεωρήθηκε ότι εκφράζει πρόθεση για την καταστροφή του Ισραήλ ως κράτους. Ωστόσο, η εν λόγω δικαστική απόφαση έχει δεχθεί έντονες επικρίσεις, με αρκετούς να θεωρούν ότι είναι υπερβολική και περιοριστική για την ελευθερία της έκφρασης.

Στο πλαίσιο του βρετανικού νόμου κατά της ρητορικής μίσους, δύο νεαροί άνδρες συνελήφθησαν στο Ηνωμένο Βασίλειο στις αρχές Αυγούστου και οδηγήθηκαν στη φυλακή, καθώς θεωρήθηκε από τις Αρχές ότι υποκίνησαν επιθέσεις και ταραχές, μέσω αναρτήσεών τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Στη Γαλλία, αν και δεν υπάρχουν απαγορευμένες λέξεις, η άρνηση του Ολοκαυτώματος θεωρείται αδίκημα – για το οποίο μάλιστα έχει κριθεί ένοχος και ο Ζαν-Μαρί Λεπέν, ηγετική μορφή της γαλλικής Ακροδεξιάς και πατέρας της Μαρίν Λεπέν που πρωταγωνιστεί στη γαλλική πολιτική σκηνή σήμερα.

Στον κύκλο των απαγορεύσεων έχει μπει και το κλασικό παιχνίδι λέξεων «Σκραμπλ» στη Γαλλία, με τη Διεθνή Ομοσπονδία Γαλλόφωνου Σκραμπλ (FISF) να απαγορεύει 62 λέξεις από το παιχνίδι το 2023 για «λόγους ηθικής». Μεταξύ των λέξεων που απαγορεύθηκαν από την FISF είναι αρκετοί ρατσιστικοί («νέγρος» και υποκοριστικά), ομοφοβικοί («αδερφή») και τρανσφοβικοί («τραβέλι») χαρακτηρισμοί. Πάντως, δεν απαγορεύτηκε η λέξη «flic», που σημαίνει «μπάτσος».