Φέτος το ΠΑΣΟΚ κλείνει μισό αιώνα ύπαρξης, με καταλυτική παρουσία στη διαμόρφωση του δημόσιου βίου μετά τη Μεταπολίτευση. Η επέτειος δίνει το έναυσμα για γόνιμο προβληματισμό αναφορικά με τη φυσιογνωμία, την προσφορά, τα λάθη και τις προοπτικές της παράταξης που άλλαξε την Ελλάδα.
Μετά τη σημαντική εκλογική αποδυνάμωση έως και κατάρρευση τα τελευταία 12 χρόνια, το κυρίαρχο ερώτημα για το ΠΑΣΟΚ σήμερα είναι: Τι κάνεις με ένα ποσοστό που δεν σου επιτρέπει να κυβερνήσεις αλλά σε καθηλώνει σε ρόλο ασθμαίνοντος τρίτου ή αναιμικού δεύτερου;
Κάποιοι εφησυχάζουν λέγοντας ότι το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ αντανακλά το πρόβλημα της σοσιαλδημοκρατίας πανευρωπαϊκά. Διαφωνώ. Κάθε χώρα έχεις τις δικές της ιδιαιτερότητες. Οι Εργατικοί στο Ηνωμένο Βασίλειο λ.χ. πήγαν πολύ καλά και οι Γάλλοι Σοσιαλιστές βαθμιαία ανακάμπτουν. Για να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα με πειστικότητα, πρέπει να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας. Να μην εθελοτυφλούμε, να μην αποφεύγουμε την αναδοχή των ευθυνών μας.
Για ένα κόμμα με τη δική μας ιστορία, η απάντηση είναι μονόδρομος. Γίνεσαι παράδειγμα για τους πολίτες. Χωρίς την καθημερινή πίεση της διακυβέρνησης, έχεις την ευχέρεια να το κάνεις. Αρκεί να το θέλεις. Συχνά λέγεται ότι η πολιτική οφείλει να έχει περιεχόμενο και αυτό πρέπει να αναφέρεται στις ανάγκες της κοινωνίας. Πολύ σωστά. Δεν αρκεί, όμως, να λέγεται, πρέπει και να υποστηρίζεται από τις ενέργειες και τις επιλογές μας.
Σήμερα η ρευστοποίηση του πολιτικού σκηνικού φαίνεται να δίνει στο ΠΑΣΟΚ μια σημαντική ευκαιρία να γίνει η εναλλακτική κυβερνητική πρόταση για τη χώρα. Ο κόσμος, όμως, θέλει να ξέρει, ψηφίζοντας ΠΑΣΟΚ, πού θα βρίσκεται η χώρα σε 3, σε 5 χρόνια. Ποιες είναι οι θέσεις μας. Τι θα κάνουμε για τα συγκεκριμένα καθημερινά αδιέξοδα του πολίτη. Οι σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές που θα προταθούν οφείλουν να είναι τολμηρές, ρεαλιστικές και υλοποιήσιμες για να κυβερνηθεί καλά η χώρα. Το ΠΑΣΟΚ δεν είναι ακτιβιστικός όμιλος ούτε ομάδα διαμαρτυρίας, αλλά κόμμα με κυβερνητική παράδοση. Ετσι μας προσλαμβάνουν οι πολίτες και έτσι πρέπει να αντιλαμβανόμαστε και εμείς τον εαυτό μας. Οφείλουμε να προτείνουμε αξιόπιστες εναλλακτικές πολιτικές διακυβέρνησης.
Η διακυβέρνηση, φυσικά, απαιτεί κυβερνήτες. Η κυβερνητική προοπτική του ΠΑΣΟΚ περνά υποχρεωτικά από στιβαρές υποψηφιότητες που εμπνέουν εμπιστοσύνη. Να μπορεί ο πολίτης, δηλαδή, όταν βλέπει έναν υποψήφιο να τον φαντάζεται ως πρωθυπουργό: «Ναι, μπορώ να εμπιστευθώ στον τάδε ή στη δείνα τα ηνία της χώρας». Δεν μας λείπουν οι αρχηγοί. Μας λείπει ο εν δυνάμει πρωθυπουργός ενός κόμματος που είναι και προγραμματικά ανανεωμένο και αποφασισμένο να κυβερνήσει.
Το ΠΑΣΟΚ χρειάζεται πρόεδρο που θα διαθέτει κυβερνητική εμπειρία, μεταρρυθμιστικό έργο και διεθνές εκτόπισμα. Ενας τέτοιος πρόεδρος θα είναι σε θέση να απευθυνθεί σε δεξαμενές ψηφοφόρων εκτός του στενού κομματικού πυρήνα, πείθοντας με το συνολικό προφίλ του ότι είναι σε θέση να κυβερνήσει τη χώρα, και μάλιστα σε καιρό γεωπολιτικών καταιγίδων, τεράστιων οικονομικών πιέσεων και πολλαπλασιαζόμενων κοινωνικών προβλημάτων.
Ενας πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ που δεν θα μπορούν να τον δουν οι πολίτες ως αυριανό πρωθυπουργό θα είναι ένας αδιάφορος πρόεδρος. Αυτό είναι το διακύβευμα αυτών των εκλογών. Ελλειψη υποψηφιοτήτων ικανών στελεχών για τη θέση του προέδρου δεν υπάρχει. Η υποψηφιότητα, όμως, με χαρακτηριστικά αυριανού πρωθυπουργού είναι μόνο μία: η Αννα Διαμαντοπούλου.
Η Χαρά Κεφαλίδου είναι μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου
του ΠΑΣΟΚ και πρ. βουλευτής Δράμας