Πλέι μέικερ

Αναμφίλεκτα η συμμετοχή του τούρκου υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν στο άτυπο συμβούλιο των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ (29/8/2024) καταδεικνύει το γεωπολιτικό βάρος της Αγκυρας στη διεθνή και ευρωπαϊκή πολιτική. Μπορεί ο ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ Ζοζέπ Μπορέλ να καλωσόρισε τον επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας, εστιάζοντας στις αμοιβαίες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα δύο μέρη και στην πολιτικοστρατηγική αναγκαιότητα για σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο – με έμφαση το Κυπριακό – εκφράζοντας τον ευσεβή του πόθο ότι «όλα μπορούν να λυθούν με διάλογο και καλή θέληση». Ωστόσο ο Φιντάν, εκμεταλλευόμενος την παγίδα επενδύσεως της ΕΕ, απότοκη του μεταναστευτικού ζητήματος και των άμεσων ξένων επενδύσεων στην τουρκική οικονομία, θα καταστήσει εναργή την πάγια πολιτική θέση της χώρας του για την αποδέσμευση του Κυπριακού από την εξελικτική πορεία των ευρωτουρκικών.

Το ότι η ελληνική διπλωματία επιχειρεί εναγωνίως να εμπλέξει την αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας σε Αιγαίο – Κύπρο εντός του θεσμικού πλαισίου της ΕΕ δεν είναι νεοφανής πολιτική. Είναι καταλυτική η στρατηγική της κοινοτικοποίησης που επέλεξε να ακολουθήσει η Αθήνα στη διάσκεψη του Συμβουλίου της ΕΕ στο Ελσίνκι το 1999. Εγκιβωτίζοντας την ενταξιακή προοπτική της Αγκυρας σε έναν οδικό χάρτη, καταγράφοντας τις υποχρεώσεις της εντός ενός οριοθετημένου χρονοδιαγράμματος με την ανάληψη της διεθνούς της υποχρέωσης να επιλύσει διμερώς και με ειρηνικά μέσα τις συνοριακές της διαφορές πριν από την ένταξή της στην ΕΕ. Αν αυτό δεν καθίστατο εφικτό, η Τουρκία δεσμευόταν να παραπέμψει τις συνοριακές της διαφορές άνευ όρων και προϋποθέσεων στην υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου (ΔΔ) της Χάγης. Ωστόσο στη συγκαιρινή περίπτωση αυτό που προδήλως καταδεικνύεται είναι η πολιτική γοήτρου – κύρους της Αγκυρας. Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή της πολυδιαυλικής και ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατά την ομιλία του στο 14ο φόρουμ των τούρκων διπλωματών (Αύγουστος 2023), επαληθεύοντας την ιδιότητα της χώρας του ως γεωπολιτικού άξονα – απόρροια της χωρογεωγραφικής θέσης της Τουρκίας και της ικανότητας στρατηγικού ελέγχου σε διαφορετικά περιφερειακά υποσυστήματα – και γεωστρατηγικού δρώντος – δυνατότητα προβολής στρατιωτικής ισχύος σε περιφερειακό επίπεδο.

«Η Τουρκία έχει γίνει μια χώρα πλέι μέικερ της οποίας επιδιώκεται η συμμετοχή και η συμβολή και της οποίας η στάση ακολουθείται σε πολλά κρίσιμα ζητήματα που έχουν αφήσει πρόσφατα τα σημάδια τους στις διεθνείς σχέσεις».

Η πολιτική του κύρους – γοήτρου αποκρυσταλλώνεται στην εικόνα που το σύνολο των κρατών-μελών της διεθνούς κοινότητας διαμορφώνει για την Τουρκία, χωρίς αναγκαία να αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα. Αντικειμενικός στόχος του Ερντογάν είναι να εντυπωσιάσει τα ευρωπαϊκά κράτη με την εθνική ισχύ της χώρας του, ώστε τα ίδια να την αναγνωρίσουν ως υπολογίσιμη περιφερειακή δύναμη και να πράξουν τα δέοντα. Αλλωστε δεν δύναται να παροραθούν οι προβολές οικονομικοστρατιωτικής και πολιτικοδιπλωματικής ισχύος της Τουρκίας από «την Κύπρο έως τη Λιβύη, από τα νησιά του Αιγαίου έως τη Συρία, από το Ιράκ έως τον Λίβανο, από τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη έως τις μακρινές ακτές της Ερυθράς θάλασσας» και την Ουκρανία.

Ο Διονύσης Τσιριγώτης είναι επίκουρος καθηγητής

Πανεπιστημίου Πειραιώς