Στις 14 Ιουνίου 2017, η καταστροφική πυρκαγιά στο 24ώροφο κτίριο Γκρένφελ, στις παρυφές κάποιων από τις πιο πλούσιες και αριστοκρατικές γειτονιές του Λονδίνου, προκάλεσε τον βίαιο θάνατο 72 ανθρώπων, μεταναστών στην πλειονότητά τους, από την Καραϊβική, την Αίγυπτο, το Σουδάν… Οι ζωές τους χάθηκαν άδικα· το κτίριο είχε πρόσφατα επενδυθεί εξωτερικά, αποκλειστικά για λόγους αισθητικής, με μονωτικό υλικό που αποτέλεσε παρανάλωμα του πυρός, επιταχύνοντας τη φωτιά και προκαλώντας όλεθρο που σε διαφορετική περίπτωση θα είχε περιοριστεί ή ολοκληρωτικά αποφευχθεί. Στις 4 Σεπτεμβρίου του 2024, εφτά ολόκληρα χρόνια αργότερα, η ανεξάρτητη επιτροπή η οποία διεξήγαγε τη δημόσια έρευνα ως προς τα αίτια, υπό τη διεύθυνση του πρώην δικαστή σερ Μάρτιν Μουρ Μπικ, δημοσίευσε τη βαρυσήμαντη έκθεσή της, έκτασης 1.700 σελίδων, στις οποίες με σαφήνεια και θάρρος κατονομάζει τους υπαίτιους, αρμόδιες κρατικές αρχές και τοπική αυτοδιοίκηση, όπως και ιδιωτικές, πολυεθνικές, εταιρείες που παρήγαγαν, προμήθευσαν ή εγκατέστησαν το, όπως τραγικά αποδείχθηκε, πολύ εύφλεκτο υλικό. Η αρμόδια κυβερνητική αρχή ήδη «από το 2016 γνώριζε καλά τους σχετικούς κινδύνους, αλλά απέτυχε να ενεργήσει».
Οι εταιρείες που κατασκεύασαν και προμήθευσαν το εύφλεκτο υλικό είχαν επιδείξει «με τρόπο συστηματικό ανέντιμη και παραπλανητική συμπεριφορά (ως συστατικό στοιχείο του εγκλήματος της απάτης)», «με πρόθεση και κατά συρροή χειραγωγώντας τους ελέγχους ασφάλειας, διαστρεβλώνοντας τα αποτελέσματα αυτών και παραπλανώντας την αγορά». Ο οργανισμός που διαχειρίζονταν το κτίριο επέδειξε σοβαρή αμέλεια ως προς την πυρασφάλειά του ενώ επιδεικτικά αγνοούσε τις επανειλημμένες κλήσεις των ενοίκων ως προς την ασφάλεια του κτιρίου. Οι εταιρείες που είχαν την ευθύνη της εξωτερικής επένδυσης του κτιρίου «έκαναν σειρά λαθών λόγω ανικανότητας», «αγνοώντας ή αμελώντας πλήρως το σχετικό ρυθμιστικό πλαίσιο». Ανώτατα στελέχη στο πυροσβεστικό σώμα του Λονδίνου επέδειξαν για χρόνια συμπεριφορά που παραπέμπει σε «αναποτελεσματική ηγεσία», αποτυγχάνοντας να εισάγουν συστήματα εκπαίδευσης αντιμετώπισης πυρκαγιών σε πολύ ψηλά κτίρια. Η έκθεση αποτελεί κόλαφο για όλους τους υπευθύνους.
Εχοντας βιώσει στη χώρα μας την ακόμη μεγαλύτερη τραγωδία στο Μάτι, είναι σημαντικό να σταθούμε στα πορίσματα της επιτροπής στη Βρετανία και να εξετάσουμε γενικότερα με τρόπο συγκριτικό την ευρύτερη προσέγγιση αυτής· η λεπτομερής ανάλυση του πώς εκτυλίχθηκε η φωτιά, η εξήγηση των παραγόντων που την προκάλεσαν, αλλά φυσικά και η απόδοση ευθυνών και επιστημονική διατύπωση συγκεκριμένων προτάσεων για άμεση υιοθέτηση μέτρων ώστε να μη «θρηνήσουμε πάλι θύματα», αποτελούν μηχανισμούς επούλωσης, στον βαθμό που αυτό είναι δυνατό, του τραύματος που φέρει συνολικά από την καταστροφική μνήμη του Γκρένφελ η κοινωνία, και ταυτόχρονα προπομπό απονομής (ποινικής) δικαιοσύνης, ώστε να τιμωρηθούν όλοι αυτοί των οποίων οι ενέργειες αποτέλεσαν μέρος της αλυσίδας των παραλείψεων, αλλά και ενεργητικά παραπλανητικών πράξεων, που εν τέλει οδήγησαν στον θάνατο τόσους αθώους ανθρώπους.
Αυτό άλλωστε δεν είναι που κρίνεται και στη δίκη στο Εφετείο για το Μάτι αυτή τη στιγμή, το κοινό περί δικαίου αίσθημα δηλαδή, αλλά περισσότερο ακόμη η ανάγκη των συγγενών των θυμάτων να καταλάβουν το γιατί συνέβη ό,τι συνέβη, να περιγραφούν με ακρίβεια οι συνθήκες μέσα στις οποίες χάθηκαν οι άνθρωποί τους, να απαντηθεί το πώς θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί η φρίκη που τους στοιχειώνει, ποιος έφταιξε, σε ποιο βαθμό, τι έκανε λάθος, τι δεν έπραξε (ενώ έπρεπε να έχει τη δυνατότητα να ενεργήσει άμεσα και αποτελεσματικά). Τέτοιες απαντήσεις δίνει, με τρόπο ενδελεχή, η έκθεση της επιτροπής για το Γκρένφελ. Αλλη λειτουργία έχει η ποινική δίκη βέβαια (τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Βρετανία), άλλη μια δημόσια έρευνα ανεξάρτητης αρχής. Αλλο το βάρος απόδειξης στη μία και άλλο στην άλλη. Από την οπτική γωνία της ανάγκης για απαντήσεις, τις οποίες τόσο έντονα επιζητούν οι συγγενείς των θυμάτων στο Μάτι, η ποινική δίκη δεν είναι απαραίτητα ο ιδανικός μηχανισμός που θα επιτρέψει μια συνολική, συστημική θεώρηση των πραγμάτων, καθώς κατ’ ανάγκη επικεντρώνεται στην ατομική ευθύνη συγκεκριμένων προσώπων. Βέβαια και η προσέγγιση στην περίπτωση της Βρετανίας, από την άλλη πλευρά, παρουσιάζει το εγγενές ελάττωμα του ότι οδήγησε σε εκ των πραγμάτων καθυστέρηση, για 7 ολόκληρα χρόνια, ως προς την απόδοση ποινικών ευθυνών.
Μόλις τώρα θα εκκινήσει η διαδικασία αυτή, με τις εισαγγελικές αρχές να εξηγούν ότι θα χρειαστούν ένα με ενάμιση χρόνο προτού πλήρως αξιολογήσουν τα πορίσματα της επιτροπής και ασκήσουν ποινικές διώξεις, στους σχεδόν 60 ανθρώπους και 20 εταιρείες και οργανισμούς για τους οποίους θεωρείται ότι μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο, ενώ λόγω και των βεβαρημένων πινακίων αυτή τη στιγμή, είναι πιθανό για τις πρώτες ποινικές δίκες στην υπόθεση Γκρένφελ να περάσουν ακόμη τρία χρόνια. Απαντήσεις πρέπει να δοθούν, τόσο στη Βρετανία όσο και στην Ελλάδα, ακόμη και αν η διαδικασία είναι βασανιστικά χρονοβόρα.
Ο Δημήτρης Γιαννουλόπουλος είναι καθηγητής Ποινικού Δικαίου και πρόεδρος του νομικού τμήματος στο Πανεπιστήμιο Goldsmiths University of London και επισκέπτης καθηγητής στο Πάντειο
Πανεπιστήμιο