Παρά το γεγονός πως επί της παρούσης η ελληνική κυβέρνηση κινείται σε ρυθμούς ΔΕΘ, με την επιστροφή του από τη Θεσσαλονίκη, ο Πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών θα χαράξουν από κοινού τις κατευθυντήριες γραμμές για την ατζέντα της συζήτησης κατά τη συνάντηση κορυφής Ελλάδας και Τουρκίας στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ μεταξύ 23 και 27 Σεπτεμβρίου. Προσώρας δεν έχουν μπει οι τελικές πινελιές από καμία από τις δύο αντιπροσωπείες, αν και στην άτυπη σύνοδο των ΥΠΕΞ της ΕΕ, όπου φέτος προσεκλήθη και ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν, ο επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας είχε την ευκαιρία για μια κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον τούρκο ομόλογό του, κατά τη διάρκεια της οποίας έγινε γνωστό πως συζητήθηκε διεξοδικά η επικείμενη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στη Νέα Υόρκη αναφορικά με το χρονοδιάγραμμα και τα επόμενα βήματα διαλόγου.
Ολα τα θέματα. Ο ίδιος ο έλληνας ΥΠΕΞ, μάλιστα, έθεσε στον τούρκο ΥΠΕΞ όλα τα θέματα που κατά το προηγούμενο διάστημα δημιούργησαν εντάσεις εκ μέρους της Τουρκίας, επισημαίνοντας την ανάγκη ύπαρξης καλού κλίματος, αποφυγής εντάσεων και σεβασμού του διεθνούς δικαίου. Στην κορυφή αυτών των θεμάτων που ετέθησαν από την Αθήνα στην Αγκυρα βρέθηκε το θέμα της Κάσου και των ερευνών για την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου, το οποίο εντός του καλοκαιριού δημιούργησε εντυπώσεις προστριβών επί του πεδίου και το οποίο προκύπτει από τη μία διαφορά που αναγνωρίζει η ελληνική διπλωματία ότι χρήζει επίλυσης με τη γείτονα χώρα, την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. «Χτίζουμε βήμα-βήμα. Φροντίζουμε έτσι ώστε το πρώτο βήμα να είναι να πάμε σε ήρεμα νερά. Εάν ωριμάσουν οι συνθήκες, θα μπούμε και στα πιο σύνθετα ζητήματα, τα οποία θα μας διασφαλίσουν πιο μακρά ειρήνη», τόνισε μετά τη συνάντηση με τον Φιντάν ο Γιώργος Γεραπετρίτης, αναδεικνύοντας εκ νέου, με φόντο και τις έρευνες στην Κάσο (που αναμένεται να συνεχιστούν προκαλώντας πιθανόν τις συνήθεις αξιώσεις από πλευράς Τουρκίας που απορρέουν από τη μη οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών), τη σημασία της βουτιάς στα «βαθιά» νερά του ελληνοτουρκικού διαλόγου, προκειμένου να εμπεδωθεί στην περιοχή μια βιώσιμη ειρήνη, στη βάση του διεθνούς δικαίου.
Το παράθυρο ευκαιρίας του Σεπτέμβρη είναι σημαντικό ακριβώς για αυτόν τον λόγο. Διότι μέσα από το τετ α τετ των δύο ηγετών υπάρχει ζωντανή η προσδοκία να διερευνηθεί η πιθανότητα εντοπισμού κοινού εδάφους ώστε πέραν της συζήτησης για τα χαμηλής πολιτικής ζητήματα (Μεταναστευτικό, Πολιτική Προστασία) και το χρονοδιάγραμμα για τα επόμενα βήματα διαλόγου (Θετική Ατζέντα, ΜΟΕ, Πολιτικός Διάλογος, διεξαγωγή Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας τον Δεκέμβριο στην Αγκυρα), να διερευνηθεί και το κατά πόσο μπορεί να δοθεί εντολή στους δύο ΥΠΕΞ να βάλουν στις «ράγες» τον διάλογο για τις θαλάσσιες ζώνες που θα τρέχει παράλληλα από τα άλλα επίπεδα προσέγγισης και ο οποίος προϋποθέτει ένα κομμάτι πολιτικό-διαδικαστικό και ένα κομμάτι νομικοτεχνικό. Εφόσον οι δύο ηγέτες εξουσιοδοτήσουν την έναρξη μιας τέτοιας – ιστορικής – προσέγγισης, θα πρέπει ακολούθως να προσδιοριστούν μια σειρά από θέματα όπως το πλαίσιο του διαλόγου, τα πρόσωπα, το χρονοδιάγραμμα και οι γενικές αρχές της συζήτησης, ενώ στο τεχνικό κομμάτι θα επιστρατευόταν και ειδική ομάδα από εξειδικευμένους νομικούς, εμπειρογνώμονες και χαρτογράφους.
Δύσκολα θα υπάρξει κάτι. Από την Αθήνα, η αίσθηση που υπάρχει, χωρίς να αποκλείεται τίποτα ακόμη και στο ραντεβού της Νέας Υόρκης, είναι πως δύσκολα θα υπάρξει κάτι απτό έως το τέλος του χρόνου και τη νέα συνάντηση κορυφής στην Αγκυρα. Οπως επισημαίνει διπλωματική πηγή, «για να μπορέσεις να ξεκινήσεις μια τέτοια συζήτηση, πέρα από την εμπέδωση ειλικρίνειας και καλής συνεργασίας, χρειάζεται και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα να είναι σχετικώς κατάλληλη. Είναι θέμα χρονισμού και συγχρονισμού». Εντούτοις, η συζήτηση για τις θαλάσσιες ζώνες προκύπτει πάντα στις ελληνοτουρκικές επαφές κορυφής και αυτό θα συμβεί και στη Νέα Υόρκη, με την ελληνική πλευρά να παραμένει προσηλωμένη στην προσπάθεια για εποικοδομητική προσέγγιση, παρότι είναι προφανές ότι το Κυπριακό ενδέχεται να επισκιάσει τα πάντα, λόγω των πρωτοβουλιών του ΟΗΕ για επανέναρξη των συνομιλιών.