Η Κέλυφος

Το απόβραδο έπεφτε απαλό σαν φύσημα καλοκαιρινής αύρας στις βάρκες που λικνίζονταν ήρεμα στα νερά της παραλίας του τουριστικού χωριού. Εσυρε τον «ΚΑΝΑΡΗ» στην άμμο και πήρε να μπαλώνει ένα παλιό δίχτυ. Μπλε κεφαλαία γράμματα με το όνομα του πυρπολητή πάνω στην ξεθυμασμένη απ’ την αρμύρα κόκκινη μπογιά της βάρκας του. Της βάρκας με την κουπαστή ακόμη φαγωμένη από την παλιά έκρηξη που είχε στοιχίσει τη ζωή στον πατέρα του, της βάρκας με τον διπλό πάτο και την παράνομη εκρηκτική ύλη στα σπλάγχνα της. Στο βάθος άσπριζαν οι τεράστιοι όγκοι των δύο μεγάλων ξενοδοχείων της περιοχής, χτισμένα σε κλιμακωτούς ορόφους που στένευαν στην κορυφή, σαν αλλεπάλληλα καταστρώματα δύο μεγάλων κρουαζιερόπλοιων ελλιμενισμένων στην πυκνή βλάστηση του Πόρτο Καράς· κρουαζιερόπλοια που αντί για ύφαλα είχαν τεράστιες τσιμεντοκολόνες βυθισμένες σε μια θάλασσα θολή, που γλιστρούσε μαργιόλικα ανάμεσά τους. Απέναντι, μέσα στη μαβιά θάλασσα του δειλινού της Σιθωνίας, πόντιζε σκοτεινιασμένη η Κέλυφος, το καταπράσινο ακατοίκητο νησάκι που είχε αράξει, χιλιάδες γεωλογικά χρόνια πριν, πλάι στο δεύτερο πόδι της Χαλκιδικής.

Εμοιαζε, αλήθεια, τούτο το νησάκι με τεράστια, προϊστορική θαλάσσια χελώνα που πάνω στο καύκαλό της είχε φυτρώσει πυκνή βλάστηση, θεόρατα δέντρα που θεριεύανε ρουφώντας με τις ρίζες τους θαλασσινό νερό. Προσωπική ιδιοκτησία ενός φαρμακοποιού, τουριστικά αναξιοποίητη, σχεδόν απάτητη αν εξαιρέσεις μερικά κατσίκια που ένας βοσκός τα φόρτωσε, πριν χρόνια, σε μια βάρκα και τα άφησε στο νησί για να αλμυρέψει το κρέας τους, η Κέλυφος δεν έπαιζε ιδιαίτερο ρόλο στη ζωή των κατοίκων του χωριού. Καθώς, όμως, το βλέμμα τους είχε συνηθίσει ν’ αράζει λίγο στο βαθυπράσινο περίγραμμά της πριν ξεθαρρέψει ελεύθερο στο πέλαγος, η Κέλυφος ασκούσε πάνω τους μια γλυκιά χαλαρωτική επίδραση, μια βεβαιότητα καθησυχαστική πως και το άλλο πρωί θα είναι εκεί, αγκυροβολημένη απέναντι απ’ το χωριό τους, πλοίο αβύθιστο και ασαλπάριστο που δεν πρόκειται να πάρει μαζί του καμία ανεκπλήρωτη υπόσχεση επιστροφής, καμία προσμονή· και που τα χωμάτινα αμπάρια του είναι γεμάτα με ανεξάντλητους πρωινούς γυρισμούς, με ατελείωτες σιγουριές που ανέτειλαν κάθε πρωί όταν το νησί αναδυότανε, σαν τεράστιο νούφαρο, απ’ το σκοτάδι της νύχτας, με το πρώτο φως της ανατολής.

Ισως γι’ αυτό στο χωριό τους δεν υπήρχανε πολλοί ναυτικοί και ψαράδες, ή ίσως επειδή η περιοχή είχε γνωρίσει αλματώδη τουριστική ανάπτυξη και όλοι προτιμούσανε τον τουρισμό από τις αβέβαιες θαλασσινές ενασχολήσεις. Ολοι προτιμούσανε να νοικιάζουνε μικρά δωμάτια το καλοκαίρι και να τα ξενοικιάζουν τον χειμώνα, να σερβίρουνε στα βραδινά μπαράκια ή στο beach bar που απλωνόταν δίπλα στα ξενοδοχεία και να δουλεύουν στον «Καρά» (έτσι αναφέρονταν οι ντόπιοι γενικά στο ξενοδοχειακό συγκρότημα). Ισως γι’ αυτό και ν’ αγαπούσανε, όλοι, την Κέλυφο. Ητανε η υπερμεγέθης, πρασινωπή θαλάσσια «χελωνίτσα» τους που στη βαθυγάλαζη γυάλα της περίμενε καλοκάγαθα τους τουρίστες να τη θαυμάσουν.

Ολοι εκτός από εκείνον που τώρα είχε τρυπήσει το δάχτυλό του με τη μεγάλη ψαράδική σακοράφα και ρουφούσε άπληστα το αίμα, λες και ήτανε η σκουριασμένη βελόνα το δηλητηριασμένο αγκάθι κάποιου τροπικού ψαριού που το φαρμάκι του έπρεπε να απομακρυνθεί απ’ την πληγή. Εκείνος δεν αγαπούσε την Κέλυφο. Κοιτάζοντάς την να καιροφυλακτεί στα ανοιχτά έμοιαζε στα μάτια του σαν θαλάσσιο τέρας έτοιμο να τον καταπιεί μαζί με τη βάρκα του. Τέρας που στη ράχη του είχανε φυτρώσει σιχαμερά σαπρόφυτα, σαν αποκρουστικές πρασινωπές φολίδες. Ητανε η τεράστια ανθρωποφάγος χελώνα του Σκίρωνα που παραμόνευε κάτω απ’ την Κακιά Σκάλα για να καταβροχθίσει τους δυστυχείς περαστικούς που γκρέμιζε απ’ τα βράχια ο ληστής, μέχρι που τον εξόντωσε ο Θησέας.

Ας μην παραξενεύουν οι ιστορικές γνώσεις ενός ψαρά, γιατί ο Χάρης – αυτό ήτανε το όνομά του – ήτανε διαβασμένο παιδί. Ηξερε απ’ έξω την ελληνική (και αρκετή από την ξένη) μυθολογία καθώς και όλη τη ναυτική ιστορία της επανάστασης του ’21 και μπορούσε να κάνει ακόμη εντυπωσιακότερους συνειρμούς και παρομοιώσεις, όπως θα μπορούσε ακόμα – ακόμα και να έχει σπουδάσει, όλοι το παραδέχονταν στο χωριό, αν δεν είχε χάσει πρόωρα τον πατέρα του και αν δεν είχε αυτές τις περίεργες εναλλαγές στη διάθεση και στη συμπεριφορά που τον έκαναν να φαίνεται αλλόκοτος και για τις οποίες ο γιατρός τού είχε δώσει κάτι χρωματιστά χαπάκια, τα οποία τον τελευταίο καιρό σταμάτησε να παίρνει.

Οταν ξανοιγότανε με τη βάρκα του στον κόλπο της Σιθωνίας, νύχτα προχωρημένη με το πυροφάνι αναμμένο, λαμπερό δόλωμα για τα ανυποψίαστα ψάρια που σαν υδρόβιες πεταλούδες μαζεύονταν γύρω από τη βυθισμένη του αντανάκλαση, ένιωθε σαν πυρπολητής, σαν μπουρλοτιέρης του ’21, που με τη βάρκα του γεμάτη εκρηκτικό μπαρούτι ορμούσε ενάντια στον τουρκικό στόλο. Και δεν ήτανε μόνο οι ταραγμένοι συνειρμοί του που έκαναν το βαρκάκι του να μοιάζει με πυρπολικό· μες στην καρίνα του ο «ΚΑΝΑΡΗΣ», αντί για παλιοσίδερα, ήταν ερματισμένος με φυσίγγια δυναμίτη, με εκρηκτικές δεσμίδες που έμεναν κρυμμένες στην κοιλιά της βάρκας μέχρι τη στιγμή που εκείνος θα τις εκσφεντόνιζε στη θάλασσα αναμμένες, ψαρεύοντας παράνομα με δυναμίτη.

Τα νερά ήταν φτωχά σε ψάρια και έτσι, από παλιά, κυκλοφορούσανε οι δυναμίτες ανάμεσα στους ψαράδες του χωριού. Θυμότανε, σαν ήτανε πολύ μικρός, πριν την τουριστική ανάπτυξη, τον έπαιρνε ο πατέρας του μαζί στις βάρκες, στην ίδια αμμουδιά που καθότανε και τώρα, εκεί όπου οι ψαράδες τραβούσανε τα σκαριά τους, ξεψάριζαν τα δίχτυα τους και πουλούσαν τη λιγοστή ψαριά τους στους ακόμη πιο λιγοστούς παραθεριστές, ανάμεσα στους ηλιοψημένους άντρες έβλεπε κορμιά δίχως μέλη, φριχτά ακρωτηριασμένα από προδοτικά φιτίλια, από ύπουλη εκρηκτική ύλη που έσκασε σε λάθος χρόνο κόβοντας εδώ ένα χέρι, εκεί ένα πόδι, άλλου τον καρπό και αλλουνού τα δάχτυλα. Θυμάται ακόμη την εντύπωση που του είχε προκαλέσει ένας ψαράς με το δεξί του χέρι κομμένο απ’ τον αγκώνα. Πάλευε να μαζέψει τα δίχτυα του με το ζερβό, ξέμαθο στην πρωτοβουλία των κινήσεων, αρτσούμπαλο και αργό, ενώ το κολόβωμα του δεξιού κουνιότανε και αυτό μηχανικά, γυρεύοντας να βοηθήσει με την ασώματη προέκτασή του στη δουλειά. Ολη αυτή η ακολουθία των ακρωτηριασμένων κινήσεων του θύμισε έναν κάβουρα που του είχε πιάσει ο πατέρας του. Εκοψε τη μία δαγκάνα απ’ το αρθρόποδο και κρατώντας προσεκτικά κλειστή την άλλη, έβαλε το καβούρι στο χέρι του Χάρη. «Πιάσε εδώ», του είπε «και κράτα γερά μη σε τσιμπήσει» πρόσθεσε, δείχνοντάς του πώς να κρατήσει το εναπομείναν όπλο του κάβουρα. Είδε τον κάβουρα να κουνάει απελπισμένα το υπόλειμμα της δαγκάνας του, σαν να όριζε ακόμη την απειλητική προέκτασή της. Πιο ‘κει, στην ανάμνησή του, στέκεται ένας άλλος ψαράς. Το δέρμα του έχει το χρώμα του αστακού, το ένα πόδι του λείπει. Ανίκανος πια να βγει με τη βάρκα του, μα αρκετά επίμονος ώστε να γυροφέρνει καθημερινά τις βάρκες των άλλων, να γεμίζει το αταξίδευτο στήθος του με ιώδιο και να τσακώνεται με τους υπόλοιπους ψαράδες σηκώνοντας απειλητικά το ένα δεκανίκι του, σαν κεραία επιτιθέμενου αστακού. «Ας είχα κι εγώ το πόδι μου και θα σας έδειχνα πώς να βγάλετε καμιά ψαριά της προκοπής» φιλονικούσε με έναν νεαρό, απείραχτο – προς το παρόν – απ’ τα φιτίλια και με έναν μεστωμένο μαυριδερό που, με μια πειρατική μαντίλα κατεβασμένη απ’ τη μια μεριά για να καλύπτει το μάτι που του πήρε ο δυναμίτης, έμοιαζε με κουρσάρο.

Ολοι αυτοί οι ξεσουλούπωτοι ψαράδες, αυτά τα αλιευτικά λείψανα που τριγυρνούσανε ανάμεσα σε βάρκες και δίχτυα, μοιάζανε στα παιδικά του μάτια σαν ένα τσούρμο πειρατικό που μετά από αλλεπάλληλα ρεσάλτα στον αγώνα της παράνομης επιβίωσης, αποτραβήχτηκε μακελεμένο στο λημέρι του. Μια περίεργη συνομοταξία ακρωτηριασμένων αρθροπόδων, κολοβά πλάσματα μιας παράξενης θαλάσσιας μυθολογίας, κουτσουρεμένοι Τρίτωνες ή πολλαπλές – ημιτελείς – μεταμορφώσεις του Πρωτέα, αρχαία αγάλματα στο χρώμα του ηλιοψημένου μπρούντζου που ο ζηλόφθονος καιρός τα είχε ανασύρει κομματιασμένα απ’ τον βυθό της λήθης και της θάλασσας. Της θάλασσας που οι ίδιοι τόσο άσπλαγχνα συγκλόνιζαν με τις υποβρύχιες εκρήξεις των φυσιγγιών τους. Της λήθης του Χάρη που τώρα ο βυθός της συγκλονιζότανε από τις εκρήξεις της θύμησης, φέρνοντας στην επιφάνεια αξεδιάλεχτα συναισθήματα πόνου.

Το σούρουπο που ο δυναμίτης έσκασε στα χέρια του πατέρα του, οι ψαράδες έφεραν το κομματιασμένο σώμα του στο σπίτι, κουβαλώντας το μέσα σ’ ένα ματωμένο δίχτυ. Μια θλιβερή ανθρώπινη ψαριά, κυριολεξία του ευαγγελικού ρηθέντος: «Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων…». Από τότε η ζωή του δεκαπεντάχρονου Χάρη άλλαξε. Παράτησε το σχολείο και έπιασε το ψάρεμα. Για να συμπληρώσουν το λιγοστό εισόδημα νοικιάζανε, τους καλοκαιρινούς μήνες, το ένα από τα δύο δωμάτια του σπιτιού τους. Φτωχοί τουρίστες και παράνομα ζευγάρια που ανέχονταν αυτή τη συγκατοίκηση για να γλιτώσουν τα υψηλά ενοίκια ή την αδιάκριτη πολυκοσμία των ξενοδοχείων και των πανσιόν που ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια στην τουριστικώς αναπτυσσόμενη περιοχή. Οι νυχτερινοί ήχοι των καλοκαιρινών εραστών, από το διπλανό δωμάτιο, πυρπολούσαν τη λαγνεία της εφηβείας του που ξαγρυπνούσε μουσκεύοντας, ανικανοποίητα, τα σκεπάσματα. Κάθε πρωί η μάνα του μάζευε τα βρώμικα σεντόνια των παραθεριστών, τα λερωμένα από τους θερινούς αδένες του εφήμερου πάθους, από τις εκκρίσεις ερώτων που ενοικίασαν προσωρινά λίγες καλοκαιρινές ημέρες. Ηξερε πως αυτό ήταν κακό παράδειγμα για τον μοναχογιό της, «Εχω και μικρό παιδί» έλεγε μέσα της, όμως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.

Σαν τον «δεκαπενταετή πλοίαρχο», που είχε διαβάσει την ιστορία του στο βιβλίο του Ιουλίου Βερν, ξανοιγότανε κρατώντας το τιμόνι του «ΚΑΝΑΡΗ». Αφήνοντας ανοιχτή την ξύλινη λαβωματιά της κουπαστής, να του θυμίζει τη μοιραία έκρηξη, αφήνοντας ανεπούλωτη την πληγή της θύμησής του, ψάρευε. Ομως εκείνη η θάλασσα που τόσο αγαπούσανε οι τουρίστες, η από πράσινο κρύσταλλο, το πρωί, κι από αμέθυστο, το σούρουπο, θάλασσα της Κελύφου, θα πρέπει να ήτανε η θάλασσα του «δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαμεν και ουδέν ελάβομεν…», γιατί τα δίχτυα του δεν ήτανε ποτέ γεμάτα, λες και η τεράστια χωματένια χελώνα που παραφυλούσε στα ανοιχτά είχε καταβροχθίσει όλα τα ψάρια εκείνων των νερών. Ετσι, ξεκίνησε κι αυτός να ψαρεύει με δυναμίτη. Ητανε η βιοποριστική ανάγκη. Ηταν και η ασυνείδητη ψυχολογική ανάγκη που μας ωθεί να ακολουθήσουμε τα βήματα των εκλιπόντων, να τριγυρίσουμε στα ίδια μέρη, στους ίδιους κινδύνους, να πατήσουμε πάνω στα χνάρια τους, ακόμα και να επαναλάβουμε τα λάθη τους.

Εφευγε με τη βάρκα του κατά το σούρουπο, ανοιγότανε προς τις ερημικές παραλίες, όπου δεν υπήρχε πρόσβαση από τον δρόμο, ούτε τουρίστες και λιμενικές περιπολίες. Αναβε έναν δυναμίτη. Η μυρωδιά απ’ το βραδύκαυστο φιτίλι τρυπούσε τα ρουθούνια του. Εβλεπε την ασημένια φλόγα να πλησιάζει απειλητικά στην εκρηκτική ύλη, την έκρηξη να ζυγώνει… Σπατάλησε πολλά φυσίγγια μέχρι να μάθει να πετά σωστά. Εκεί ήτανε όλη η μαστοριά, ο δυναμίτης δεν έπρεπε να πεταχτεί ούτε φοβητσιάρικα νωρίς, για να μη σβήσει το φιτίλι και νοτίσει η μπαρούτη πριν την έκρηξη, ούτε απερίσκεπτα αργά, για να μην έχει και αυτός την τύχη του πατέρα του. Δεν μπορούσε να ξεχάσει την πρώτη φορά που πέταξε σωστά τον δυναμίτη του. Μια υπόκωφη έκρηξη, ένας αλμυρός πίδακας και οι ομόκεντροι κύκλοι στην επιφάνεια του νερού πριν η θάλασσα γεμίσει με κουφάρια ψαριών που με κατεστραμμένους απ’ το ωστικό κύμα τους νηκτικούς τους σάκους επέπλεαν νεκρά και αβύθιστα. Οπως δεν μπορούσε να ξεχάσει και την πρώτη φορά που έκανε έρωτα, σε κάποια ερημική παραλία, με τη Λιάνα. Τη μυρωδιά του γυμνού της κορμιού, φλόγα που διέτρεχε το φιτίλι του οσφρητικού του νεύρου ως τον εγκέφαλο. Την πρώτη υγρή έκρηξη του πάθους του στον βυθό της, την αλμύρα του ιδρώτα της και τις ομόκεντρες ρυτιδώσεις των σπασμών που – στάσιμο κύμα – διέτρεχαν τη θάλασσα του κορμιού της. Τα νεκρά ψάρια αναδύθηκαν αργότερα, λίγο καιρό μετά από τις παλιρροιακές κινήσεις των κορμιών τους, όταν είδε τη Λιάνα να φεύγει από το ξενοδοχείο όπου δούλευε, μέσα στο λευκό κουπέ ενός παραθεριστή.

Aπό τότε άνοιξε λογαριασμούς με την παλίρροια. Αλλοτε ένιωθε τη μανιακή πλημμύρα μιας ακατάσχετης ευφορίας και δραστηριότητας. Μια διαστολή της ύπαρξης· λίμνη το σώμα του και δε χωρούσε τη θάλασσα του νου του. Ξανοιγότανε με τη βάρκα του βαθιά μέσα στο πέλαγος, άναβε και εκσφενδόνιζε αλλεπάλληλα τους δυναμίτες· έτσι, χωρίς σκοπό, χωρίς να θέλει να βγάλει ψάρια, απλά για να ακούσει τις απανωτές εκρήξεις – όπως κάνανε παλιά οι ψαράδες στην Ανάσταση, που αντί για βαρελότα ανάβανε δυναμίτες – λες και γύρευε να αναστήσει τη στιγμή της μεγάλης έκρηξης που είχε πάρει τον πατέρα του. Λες και ήθελε να αναπαραστήσει τη μεγάλη έκρηξη που σήμανε την αστρονομική απαρχή του Σύμπαντος, τους προϊστορικούς υποθαλάσσιους σεισμούς που συντάραξαν, με τους σπασμούς του πάθους της δημιουργίας, τους κόλπους της Χαλκιδικής αποκαλύπτοντας την Κέλυφο. Λες και ήθελε να αναπαραστήσει, μ’ αυτό το εκρηκτικό υποκατάστατο, τους ερωτικούς σπασμούς του πάνω απ’ τη Λιάνα. Ηταν κουρσάρος, πυρπολητής και η βάρκα του δρόμωνας βυζαντινός με τα σιφώνια του έτοιμα να εξαπολύσουνε υγρό πυρ ενάντια στους Αγαρηνούς.

Αλλοτε, πάλι, η άμπωτη μιας αλύτρωτης θλίψης μάζευε τα νερά κι άφηνε, άνυδρες ξέρες τις ακτές των αισθημάτων του. Κλεινότανε στο δωμάτιό του μέρες ολόκληρες και δεν έβγαινε να δει ούτε τη μάνα του, πήγαινε μόνο καμιά βόλτα με τον «ΚΑΝΑΡΗ». Σταματούσε μεσοπέλαγα να λάμνει, άναβε έναν δυναμίτη, έβλεπε με απάθεια να σώνεται το φιτίλι και λίγο πριν η φλόγα φιλήσει την πυρίτιδα, φυσούσε και το έσβηνε. Τότε, μες στο μυαλό του, η βάρκα του γινόταν το φλεγόμενο ταφικό πλοίο κάποιου άρχοντα των Βίκινγκς, το μυθικό πλεούμενο που οδήγησε το σώμα του βασιλιά Αρθούρου στο Αβαλον, τον μεταθανάτιο τόπο ανάπαυσης των Κελτών.

Σήκωσε τα μάτια του κατά την Κέλυφο. Είδε το τελευταίο θαλάσσιο ταξί που συνέδεε το λιμάνι με το ξενοδοχείο να ρυτιδώνει τη θάλασσα. Στην πλώρη του, μαργιόλικη φλογίτσα στο μούχρωμα του δειλινού διέκρινε τη σιλουέτα της Λιάνας μ’ ένα κόκκινο φόρεμα που ανέμιζε απαλά. «Τώρα θα σχόλασε απ’ τη βάρδια της και πάει για το χωριό, μα πότε πρόλαβε ν’ αλλάξει;» Αναρωτήθηκε ασυναίσθητα λες και ήτανε ακόμη ο καιρός που τον απασχολούσε το πρόγραμμά της, που ρύθμιζε την καθημερινότητά του ανάλογα με τις βάρδιες της. «Γιατί να πάρει το καραβάκι και να μην πάει στο σπίτι της με το πουλμανάκι του Καρά; Μάλλον θα θέλει να ψωνίσει τίποτε απ’ την αγορά», καθησύχασε τον εαυτό του, «αλλά, πότε άλλαξε τα ρούχα της δουλειάς;» Ξυπόλυτος και με τα ρούχα της δικής του δουλειάς που μύριζαν ψάρι ξεκίνησε τρέχοντας για το λιμάνι.

Ο Χρίστος Χ. Λιάπης MD, MSc, PhD είναι ψυχίατρος – διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών. Τον Δεκέμβριο του 2022 κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του, από τις εκδόσεις Ιωλκός, υπό τον τίτλο «Λαβωμένος Ιαμβος».