Ο βιώσιμος σχεδιασμός και η κλίμακα των έργων

Ο άνθρωπος σχεδιάζει με φυσική τάση έργα βιώσιμα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, όταν ακόμη η έννοια της βιωσιμότητας δεν ήταν προσδιορισμένη λεκτικά. Η επιστήμη των κατασκευών και κάθε χωρικού σχεδιασμού, περιλαμβάνει μέσα στον φιλοσοφικό της πυρήνα τρία κριτήρια – το κόστος, την κοινωνική ανταπόδοση, την αρμονία με τη φύση. Η απώλεια άλλωστε αυτής της αρμονίας, της περιβαλλοντικής συνοχής δηλαδή, οδηγεί σταδιακά στο οικουμενικό πρόβλημα της κλιματικής κρίσης. Υπήρξαν μεγάλες ιστορικές φάσεις που η περιβαλλοντική παράμετρος ήταν απούσα στα έργα υποδομής και άλλες στιγμές που ιδεολογικές μεγαλομανίες οδήγησαν σε φαραωνικά έργα, επιζήμια για το φυσικό περιβάλλον. Στη σύγχρονη ευρωπαϊκή εκδοχή η οικονομία της κλίμακας, η υψηλή κοινωνική ανταποδοτικότητα και η ύψιστη περιβαλλοντική συνοχή συγκροτούν αυτό που ονομάζουμε πια βιώσιμη ανάπτυξη. Το μαζικό ένστικτο, αλλά και οι εκ του πονηρού προσεγγίσεις οδηγούνται πολλές φορές σε υπερβάλλοντα αιτήματα ως προς τις κλίμακες και το μέγεθος των έργων. Ετσι, για παράδειγμα, απέναντι στο κυκλοφοριακό πρόβλημα των πόλεων η απαίτηση για νέους δρόμους θεωρείται λύση ενώ η βιώσιμη επιλογή είναι μόνο η ανάπτυξη των δημόσιων συγκοινωνιών. Στα νησιά τα πρόσκαιρα αλλά μικρά αναλογικά έσοδα της κρουαζιέρας, δημιούργησαν φαινόμενα κορεσμού και υπερτουρισμού και η υποτίμηση της σημαντικότητας του δημόσιου χώρου και του πρασίνου στα αστικά κέντρα, δημιούργησαν πόλεις με υψηλά επίπεδα ρύπανσης και φαινόμενα υπερθέρμανσης το καλοκαίρι.

Θα κλείσω με ένα επίκαιρο παράδειγμα που αναδεικνύεται πάντα μετά τις φωτιές του καλοκαιριού και απασχολεί τον δημόσιο διάλογο. Αναπτύσσεται μία απλοϊκή άποψη ότι ολόκληρο το ηλεκτρικό δίκτυο της χώρας θα έπρεπε να υπογειοποιηθεί, αφού έτσι θα εκλείψει υποτίθεται κάθε πιθανότητα πρόκλησης πυρκαγιάς απο τα ηλεκτρικά καλώδια και τους υποσταθμούς. Αν όμως δούμε το θέμα αυτό με τους όρους και τα κριτήρια της βιωσιμότητας οφείλουμε να επισημάνουμε τα εξής: Πρώτον, είναι ελάχιστες οι φωτιές που ξεσπούν από την υπαιτιότητα των καλωδίων. Δεύτερον, ενώ στις αστικές περιοχές η υπογειοποίηση νοηματοδοτείται κυρίως για λόγους αισθητικής, στις περιαστικές περιοχές και κυρίως στα δάση κοντά σε αστικές περιοχές πρέπει να γίνονται στοχευμένες υπογειοποιήσεις, όπως και γίνονται σήμερα από τη ΔΕΔΔΗΕ κατά το πρότυπο των καλών πρακτικών όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών χωρών. Τρίτον και τελευταίο, πιθανή υπογειοποίηση ολοκλήρου του δικτύου της χώρας απαιτεί έναν προϋπολογισμό μεγαλύτερο των 20 δισ., για το σύνολο των 242.000 χλμ., κόστος απαγορευτικό σε επίπεδο κρατικού προϋπολογισμού και σε σχέση πάντα με την κοινωνική ανταποδοτικότητα. Ενα τέτοιο άλλωστε υποθετικό έργο, δημιουργεί μία σειρά τεχνικών, ιδιοκτησιακών, περιβαλλοντικών προβλημάτων, αδυναμίες έναντι άλλων φυσικών καταστροφών (πλημμύρες, σεισμοί κ.λπ.) αλλά και ζητημάτων ευχερούς και ταχείας συντήρησης.

Η εξασφάλιση της βιώσιμης ανάπτυξης των έργων υποδομής είναι πάντα μία περίπλοκη εξίσωση, που δεν εξαντλείται με ευκολία στον εμπειρικό διάλογο. Είναι η επιστήμη, υπό το νέο πρίσμα της κλιματικότητας, της πράσινης ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής, που έχει τον πρώτο λόγο.

Ο Σταύρος Κωνσταντινίδης είναι πολιτικός μηχανικός – συγκοινωνιολόγος – περιβαλλοντολόγος.