«Η πρώτη επαφή είναι δύσκολη»

Στους μαθητές με σοβαρά – βραχυχρόνια ή χρόνια – προβλήματα υγείας αλλά και με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, εξαιτίας των οποίων καθίσταται αδύνατη η φυσική παρουσία τους στο τυπικό σχολείο, το εκπαιδευτικό σύστημα παρέχει τη δυνατότητα της κατ’ οίκον διδασκαλίας. Κατόπιν απόφασης των αρμόδιων εκπαιδευτικών διευθύνσεων που προκύπτει από πρόσφατη ιατρική γνωμάτευση (η οποία παρέχεται από δημόσια δομή), προκηρύσσονται εκπαιδευτικές θέσεις, η κάλυψη των οποίων διασφαλίζει ότι δεν θα αποκοπούν από την εκπαιδευτική διαδικασία.

«Ασχολούμαι με την κατ’ οίκον διδασκαλία περίπου οκτώ χρόνια. Η πρώτη τηλεφωνική επαφή με την οικογένεια αλλά και η πρώτη επίσκεψη στο σπίτι είναι πολύ δύσκολες, καθώς απαιτείται ειδικός χειρισμός για το πώς θα πλησιάσεις ώστε να αναπτυχθεί μία σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα σε δάσκαλο και παιδί», περιγράφει η Καλλιρρόη Παναγουλοπούλου, διευθύντρια δημοτικού σχολείου και κατ’ οίκον διδάσκουσα. Σταδιακά, όμως, οικοδομείται η πολυπόθητη εγγύτητα και τα παιδιά περιμένουν πώς και πώς το επόμενο μάθημα. Σε κάθε παιδί παρέχονται πέντε διδακτικές ώρες την εβδομάδα, οι οποίες κατανέμονται ανάλογα με την κατάσταση της υγείας του αλλά και του προγράμματος των γονέων του.

Η ιερή σχέση

Στην κατ’ οίκον διδασκαλία το παιδικό δωμάτιο ή μέρος του σπιτιού μεταμορφώνεται σε αυτοσχέδια σχολική τάξη. «Διαμορφώνουμε το δωμάτιο του σπιτιού ή κάποια γωνιά του. Εκεί έχουμε τα τετράδιά μας, τα βιβλία μας, τις εργασίες, τις φωτοτυπίες και τις ζωγραφιές μας ακολουθώντας κανονικά το διδακτικό πρόγραμμα», περιγράφει η εκπαιδευτικός. Πέρα, όμως, από το μάθημα, σημαίνουσα είναι και η ιερή σχέση που οικοδομείται μεταξύ του μαθητή και του εκπαιδευτικού, ο οποίος κρατά ζωντανή τη σχέση του με τους συμμαθητές του. «Προσπαθούμε να διατηρούμε επικοινωνία με το σχολείο όπου ανήκει το παιδί αλλά και με τη δασκάλα του ώστε οι συμμαθητές να μαθαίνουν τα νέα του ή να του στέλνουν ζωγραφιές. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα παιδιά δεν επιστρέφουν στο σχολείο τους εντός της πρώτης χρονιάς, όμως την επόμενη τους επιτρέπεται να κάνουν ορισμένες επισκέψεις και τα περισσότερα έπειτα από έναν – ενάμιση χρόνο επιστρέφουν και ενσωματώνονται».

Η Καλλιρρόη Παναγουλοπούλου, που διδάσκει κυρίως σε μικρούς ογκολογικούς ασθενείς, θεωρεί ότι η αγάπη που δέχεται «αποτελεί και το μεγαλύτερο κέρδος», αφού οι μαθητές της εκλαμβάνουν την παρουσία της ως ένδειξη ότι δεν τους έχουν ξεχάσει, ότι «κάποιος ήταν εκεί στα δύσκολά τους». Καταλήγοντας, βέβαια, δεν παραλείπει να αναφερθεί και στις δύσκολες στιγμές του ιδιαίτερου επαγγέλματός της: «Λίγοι εκπαιδευτικοί διδάσκουν κατ’ οίκον. Κάποια παιδιά έχουν σωληνάκια, σε άλλα αλλάζει η όψη τους με τις χημειοθεραπείες και απαιτείται μεγάλο ψυχικό απόθεμα για να συνεχιστεί η διαδικασία. Υπάρχουν, όμως, και εκείνα τα παιδιά που δεν κέρδισαν τη μάχη. Και αυτό είναι κάτι που δεν το αντέχουν οι δάσκαλοι».