Συνελήφθη Έλληνας για το διπλό φονικό που συγκλόνισε την Αυστραλία

ENA άτομο ελληνικής καταγωγής συνελήφθη στην Ιταλία κατηγορούμενο για ένα διπλό φονικό που έγινε το 1977 και συγκλόνισε την Αυστραλία.

Έως τώρα ο δολοφόνος της Suzanne Armstrong και της Susan Bartlett παραμένει ασύλληπτος.

Τώρα η αστυνομία πιστεύει πως το άτομο που μαχαίρωσε πολλές φορές, μέχρι θανάτου, τις δυο γυναίκες-και βίασε την μία-μπορεί να είναι στα χέρια της.

Η διπλή δολοφονία έγινε στο Easey Street του Collingwood (στη Μελβούρνη), μια περιοχή που τότε ζούσαν πολλοί Έλληνες και είχε συγκλονίσει την ευρύτερη αυστραλιανή κοινωνία αλλά και την παροικία μας.

Ο φερόμενος ως δράστης, το 2017, όταν κατάλαβε ότι η αστυνομία ήτα στα ίχνη του, διέφυγε στην Ελλάδα.

Εκεί δεν μπορούσε να συλληφθεί και να εκδοθεί (λόγω της ελληνικής νομοθεσίας) γιατί είχαν παρέλθει 15 χρόνια από την τέλεση του εγκλήματος. Ακόμα και οι σχετικές διπλωματικές ενέργειες, στο παρασκήνιο, δεν είχαν αποτέλεσμα.

Η αστυνομία παρακολουθούσε πάντως τις ενέργειες του κατηγορουμένου και όταν αυτός (σήμερα είναι 65 ετών και πολίτης της Ελλάδας και της Αυστραλίας) έκανε το λάθος να πάει στην Ιταλία, κινητοποίησε την Ίντερπολ και το πρωί της Παρασκευής συνελήφθη στο αεροδρόμιο της Ρώμης.

Τώρα αναμένεται να εκδοθεί στην Μελβούρνη για να του απαγγελθούν οι σχετικές κατηγορίες.

Οι οικογένειες των δυο γυναικών ευχαρίστησαν τους αστυνομικούς για τις πολύχρονες και άοκνες προσπάθειές τους, προκειμένου να αποδοθεί δικαιοσύνη.

Οι δυο γυναίκες σφαγιάστηκαν μέσα στο σπίτι τους, τον Ιανουάριο του 1977 στο Easey Street, Collingwood.

Ο ύποπτος, έφηβος τότε, είχε ελεγχθεί από την αστυνομία, εκείνη την εποχή, κοντά στην Easey Street και καταγράφηκε ότι κρατούσε μαχαίρι.

Δεν του ασκήθηκε δίωξη όμως τότε.

Σε μια έρευνα που ξεκίνησε εκ νέου αργότερα, συμφώνησε να παράσχει DNA, αλλά διέφυγε από την Αυστραλία. Με δείγμα DNA από συγγενή του διαπιστώθηκε η ταύτιση του με τον δράστη του φονικού.

Οι προσπάθειες μέσω της διπλωματικής οδού να εκδοθεί ο άνδρας στη Μελβούρνη απέτυχαν και τέθηκε σε διεθνή κατάλογο παρακολούθησης που οδήγησε στη σύλληψή του στη Ρώμη.

«Οι δολοφονίες της οδού Easey, όπως έγιναν γνωστές, αποτελούσαν πάντα προτεραιότητα για την αστυνομία της Βικτώριας και έχει γίνει τεράστιο έργο από πολλούς, πολλούς ανθρώπους για να φτάσουμε στη θέση που βρισκόμαστε σήμερα», δήλωσε το Σάββατο ο επικεφαλής της αστυνομίας, Shane Patton.

«Εκτός από την ομάδα ανθρωποκτονιών, αυτό περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό αστυνομικών και προσωπικού από διάφορους εξειδικευμένους τομείς σε ολόκληρο τον οργανισμό. Όλοι έχουν δεσμευτεί πλήρως για την εξεύρεση απαντήσεων και την απόδοση ευθυνών στους υπεύθυνους για αυτούς τους θανάτους.

«Πρόκειται για ένα έγκλημα που έπληξε την καρδιά της κοινότητάς μας – δύο γυναίκες στο ίδιο τους το σπίτι, όπου θα έπρεπε να αισθάνονται πιο ασφαλείς. Αν και έχουμε ακόμη δρόμο μπροστά μας, η σύλληψη αυτή αποτελεί σημαντική πρόοδο».

Η 27χρονη Armstrong μαχαιρώθηκε 29 φορές και βιάστηκε. Η συγκάτοικός της, Bartlett, 28 ετών, μαχαιρώθηκε περισσότερες από 50 φορές, με το ίδιο μαχαίρι, το οποίο δεν βρέθηκε ποτέ. Είχε πάει να βοηθήσει τη φίλη της.

Ο 16 μηνών γιος της Armstrong, βρέθηκε σώος στην κούνια του.

Στην ανακοίνωση, οι οικογένειες των γυναικών δήλωσαν ότι είναι «για πάντα ευγνώμονες» για την υποστήριξη των αγαπημένων τους προσώπων και της αστυνομίας τα τελευταία 47 χρόνια.

«Για δύο ήσυχες οικογένειες από την επαρχία της Βικτώριας, ήταν πάντα αδύνατο να κατανοήσουν τον άσκοπο και βίαιο τρόπο με τον οποίο πέθαναν η Suzanne και η Susan», αναφέρεται στην ανακοίνωση.

«Η επιμονή και η αφοσίωση που απαιτήθηκε για να επιτευχθεί το σημερινό αποτέλεσμα είναι κάτι που πρέπει πραγματικά να δει κανείς. Επειδή πάντα μας δίνατε ελπίδα και ποτέ δεν το βάλατε κάτω, απλά σας λέμε, σας ευχαριστούμε».

Ο ύποπτος της Easey Street ταυτοποιήθηκε μέσω τεστ DNA όταν η αστυνομία ανέλαβε να ελέγξει τα 131 άτομα που αναφέρονταν στον αρχικό αστυνομικό φάκελο για τις δολοφονίες των συγκατοίκων Suzanne Armstrong και Susan Bartlett.

Το 2017, όταν ο ύποπτος έμαθε ότι ερευνάται για τη διπλή δολοφονία, διέφυγε στην Αθήνα (έχει διπλή υπηκοότητα, ελληνική και αυστραλιανή) και αυτό καθιστούσε αδύνατη την έκδοσή του σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία.

Ο αρχικός φάκελος έδειχνε ότι τη νύχτα των δολοφονιών – 10 Ιανουαρίου 1977 – ένα έφηβο αγόρι σταμάτησε και ερευνήθηκε από μια τοπική αστυνομική περίπολο και διαπιστώθηκε ότι κρατούσε ένα μεγάλο μαχαίρι. Καθώς όμως το έγκλημα δεν είχε ανακαλυφθεί (αυτό έγινε τρεις μέρες αργότερα) φαίνεται ότι δεν είχε καταγραφεί ως ύποπτος εκείνη τη στιγμή.

Εξυπακούεται ότι το αγόρι δεν ανακρίθηκε ποτέ, καθώς η αστυνομία επικεντρώθηκε σε βασικούς υπόπτους – άνδρες που γνώριζαν τα θύματα και μπορεί να είχαν πάει στο παρελθόν στο σπίτι της οδού Easey.

Τον Ιανουάριο του 2017, η αστυνομία ανακοίνωσε ότι θα εξέταζε 90 ζωντανούς και 41 νεκρούς που συνδέονται με τον φάκελο.

Κατά τη διαδικασία, το αγόρι που βρέθηκε με το μαχαίρι – ένας 57χρονος τότε άνδρας – ήρθε σε επαφή με την αστυνομία και συμφώνησε να υποβληθεί σε εξέταση DNA, αλλά δεν προσήλθε σε συνάντηση για να δώσει δείγμα.

Ο άνδρας, ελληνικής καταγωγής, πέταξε για την Αθήνα πριν από περίπου επτά χρόνια και αρνήθηκε να επιστρέψει, παρόλο που είπε ότι πήγαινε για ολιγοήμερες διακοπές.

Δείγμα DNA που ελήφθη από στενό συγγενή ταυτίστηκε με δείγμα σπέρματος που βρέθηκε κάτω από το σώμα της 27χρονης Armstrong.

Τρεις ημέρες μετά το φονικό οι γείτονες βρήκαν τα πτώματα.

Η Άρμστρονγκ βρισκόταν στο πάτωμα της κρεβατοκάμαράς της. Είχε μαχαιρωθεί 27 φορές, με τρεις πληγές να διαπερνούν την καρδιά της. Είχε επίσης βιαστεί.

Η αστυνομία πιστεύει ότι η Bartlett, 28 ετών, μπορεί να προσπάθησε να βοηθήσει τη φίλη της πριν δεχτεί κι αυτή επίθεση. Η έλλειψη ενδείξεων παραβίασης οδήγησε την αστυνομία να σκεφτεί ότι μία ή και οι δύο γυναίκες μπορεί να γνώριζαν τον δολοφόνο.

Οι δύο φίλες από την Benalla είχαν νοικιάσει το μικρό σπίτι για περίπου 10 εβδομάδες πριν από την επίθεση.

Η Armstrong είχε επιστρέψει από την Ελλάδα μόλις λίγους μήνες νωρίτερα. Είχε αποκτήσει ένα μικρό γιο από έναν ψαρά στα ελληνικά νησιά.

Το μωρό, ο Gregory , βρέθηκε σοβαρά αφυδατωμένο όταν ανακαλύφθηκαν τα πτώματα στις 13 Ιανουαρίου 1977.

Ο τότε επικεφαλής του τμήματος ανθρωποκτονιών, ντετέκτιβ Noel Jubb, περιέγραψε το έγκλημα ως «έναν από τους πιο βάρβαρους και σαδιστικούς σεξουαλικούς φόνους στην ιστορία της Βικτώριας».

Οι αρχικοί ερευνητές βρήκαν αίμα σε όλο το σπίτι και στο μπάνιο, γεγονός που δείχνει ότι ο δολοφόνος έμενε για αρκετή ώρα στο σπίτι για να πλυθεί. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να καθαρίσει τον τόπο του εγκλήματος.

Η αστυνομία είχε έναν κατάλογο οκτώ υπόπτων από την αρχική έρευνα, συμπεριλαμβανομένου ενός δημοσιογράφου και ενός αθλητικού παράγοντα. Το 1998, οι ντετέκτιβ έκαναν τεστ DNA σε όλους τους βασικούς υπόπτους, χωρίς να βρεθεί αποτέλεσμα. Το βασικό δείγμα σπέρματος είχε βρεθεί το προηγούμενο έτος σε μια αποθήκη μαζί με άλλα εκθέματα της Easey Street.

Το 2017, η ομάδα ανθρωποκτονιών ανακοίνωσε αμοιβή ενός εκατομμυρίου δολαρίων και θέλησε να εξετάσει το DNA όλων των προσώπων που ενδιαφέρονται: 90 από αυτούς εν ζωή και 41 που είχαν πεθάνει από τότε.

Και έτσι η αστυνομία έφθασε στην σύλληψη του Έλληνα.

The post Συνελήφθη Έλληνας για το διπλό φονικό που συγκλόνισε την Αυστραλία appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.