Τσούκας: Η απόφαση παύσης Οδυσσέα θα περιορίσει την πρωτοβουλία δημόσιων λειτουργών

Η ανάγνωση Τσούκα για την απόφαση παύσης Οδυσσέα Μιχαηλίδη από τη θέση του Γενικού Ελεγκτή – «Θα περιορίσει την πρωτοβουλία δημόσιων λειτουργών» – Έκανε λόγο για επίδειξη δύναμης από πλευράς Γενικού Εισαγγελέα – «Θα αποτυπωθούν με κάποιο τρόπο σε μεταγενέστερες πολιτικές εξελίξεις»

Η Απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην υπόθεση παύσης του πρώην Γενικού ελεγκτή Οδυσσέα Μιχαηλίδη θα περιορίσει κατά πολύ την πρωτοβουλία των δημόσιων λειτουργών και θα τους περιορίσει στα απολύτως στενά όρια του ρόλου τους διότι δεν θα θέλουν πλέον να εκτεθούν, ανέφερε στο ΚΥΠΕ ο Καθηγητής Στρατηγικής Διοίκησης στην Έδρα Columbia Ship Management και Κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών και Διοικητικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου Χαρίδημος Τσούκας.

 Ετοιμότητα εκφράζει η Ελεγκτική να συνεχίσει το έργο της με τον Παπακωνσταντίνου στο «τιμόνι»

Έκανε επίσης λόγο για επίδειξη δύναμης από πλευράς Γενικού Εισαγγελέα, εκφράζοντας παράλληλα την εκτίμηση πως τέτοιου είδους αποφάσεις, οι οποίες, όπως είπε, προσβάλλουν και συγκρούονται με το λαϊκό αίσθημα, θα αποτυπωθούν με κάποιο τρόπο σε μεταγενέστερες πολιτικές εξελίξεις, τις οποίες δεν μπορούμε να προβλέψουμε ακόμη.

Ερωτηθείς κατά πόσο θεωρεί ότι η πρόσφατη Απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου θέτει όρια στην άσκηση των καθηκόντων των δημοσίων λειτουργών, ο κ. Τσούκας είπε ότι αναμφίβολα το Ανώτατο Δικαστήριο υποστήριξε ουσιαστικά με την απόφασή του ότι οι δημόσιοι λειτουργοί, και ειδικά αυτοί που ασκούν ελεγκτική λειτουργία, θα πρέπει να περιορίζονται στα απολύτως στενά όρια του ρόλου τους, κάτι που σημαίνει ότι αν πάρουν στα σοβαρά την απόφαση αυτή δεν θα πρέπει να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, αλλά θα πρέπει να είναι περισσότερο αμυντικοί και λιγότερο πρωτοβουλιακοί στη διεκπεραίωση των καθηκόντων τους.

Συμπλήρωσε ότι κατά τη γνώμη του μια τέτοια εξέλιξη δημιουργεί σοβαρά προβλήματα για έναν αξιωματούχο, ο οποίος θέλει να διεκπεραιώσει με ευσυνειδησία και ακεραιότητα τον ρόλο του και ενίοτε καλείται να υπερβεί τα στενά όρια του ρόλου του, όπως όλοι οι σοβαροί επαγγελματίες.

«Πάντα θα υπάρχουν καταστάσεις που δοκιμάζουν την ευθυκρισία του αξιωματούχου και θα πρέπει να προβληματιστεί για το πώς θα χειριστεί θέματα που είναι οριακής φύσεως. Με βάση την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου αυτού του είδους η πρωτοβουλία των αξιωματούχων πλέον θα περιοριστεί πάρα πολύ διότι δεν θα θέλουν να εκτεθούν», σημείωσε σχετικά.

Σε σχέση με το ερώτημα για το ποιος καθορίζει κατά πόσο ξεπερνά όχι ένας αξιωματούχος τα όρια του λειτουργήματός του, ο κ. Τσούκας είπε ότι για αυτά τα ζητήματα υπάρχουν διαδικασίες, στην περίπτωση δε του Γενικού Ελεγκτή ο τελικός κριτής ήταν το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.

Προσέθεσε ότι βεβαίως χρειάζονται καλύτερα συστήματα διακυβέρνησης και πως η λογοδοσία από μόνη της λειτουργεί ως ένας εξωτερικός περιορισμός, αυτό ωστόσο δεν εξαλείφει το ηθικό ανάστημα που πρέπει να έχει ο αξιωματούχος για να πάρει πρωτοβουλίες που μπορεί να υπερβαίνουν τα στενά όρια του ρόλου του.

Ερωτηθείς αν θεωρεί ότι η κατάληξη της υπόθεση συνιστά εμμέσως ή και άμεσα επίδειξη δύναμης από την πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα, απάντησε θετικά, προσθέτοντας η διαμάχη ξεκίνησε από τότε που διορίστηκε ο τωρινός Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός του.

«Πρόκειται κατά τη γνώμη μου για έναν βαθύτατα προβληματικό διορισμό, διότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν καταρχήν σύγκρουση συμφέροντος, άνθρωποι οι οποίοι μετείχαν σε ένα υπουργικό συμβούλιο, το οποίο έπαιρνε πολιτικές αποφάσεις και όπου με βάση το επίσημο πόρισμα Νικολάτου ένα στα δύο χρυσά διαβατήρια δόθηκε παράνομα. Θεωρώ ότι υπάρχει σύγκρουση συμφέροντος όταν οι επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας μετείχαν με μια πολιτική ιδιότητα στην προγενέστερη φάση της ζωής τους σε αποφάσεις, οι οποίες τελικά κρίθηκαν από ένα επίσημο πόρισμα παράνομες», σημείωσε σχετικά.

«Η αφετηρία του διορισμού είναι προβληματική και αυτό είναι που κατά τη γνώμη μου, ως τρίτος που το ερμηνεύω, δημιούργησε τα θεμέλια της διαμάχης με τον Γενικό Ελεγκτή και τελικά η διαμάχη αυτή εξελίχθηκε σε αγώνα ισχύος. Αυτό που δεν αντιλήφθηκε ο Γενικός Ελεγκτής είναι ακριβώς ότι σε ένα αγώνα κατίσχυσης μεταξύ των δύο δεν υπήρχε περίπτωση στα σημερινά συμφραζόμενα της Κύπρου να κυριαρχήσει ο Γενικός Ελεγκτής, θα κυριαρχούσε ο πανίσχυρος Γενικός Εισαγγελέας», συμπλήρωσε επί του θέματος.

Ερωτηθείς αν θεωρεί ότι οι δύο μεταρρυθμίσεις που έχουν εξαγγελθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αφενός για τον διαχωρισμό των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα, αφετέρου για την μετατροπή του θεσμού του Γενικού Ελεγκτή σε Ελεγκτικό Συμβούλιο, είναι βήματα που θα μπορούσαν να διορθώσουν κάποια κακώς κείμενα και για τους δύο θεσμούς, ο κ. Τσούκας απάντησε αναφορικά με τον Γενικό Εισαγγελέα «αναμφίβολα ναι», προσθέτοντας πως πρόκειται για ένα γενικό αίτημα προς όλο το πολιτικό σύστημα, το οποίο συγκεντρώνει τη γενική συναίνεση και επίσης ακολουθεί τις διεθνείς προτροπές οι οποίες έγιναν στην Κύπρο στις εκθέσεις της ΕΕ για το κράτος δικαίου. «Άρα κατά τούτο ακολουθεί την αναμενόμενη οδό ο Πρόεδρος και πολύ σωστά το κάνει για να μεταρρυθμίσει τη Γενική Εισαγγελία, διαχωρίζοντας τον ρόλο», σημείωσε.

Αναφορικά με την Ελεγκτική Υπηρεσία, η απάντησή μου είναι μάλλον όχι, συνέχισε ο κ. Τσούκας, εξηγώντας ότι στα σημερινά συμφραζόμενα αυτό που προτείνει μάλλον περισσότερο θέλει να αποτρέψει την εμφάνιση ενός «νέου Οδυσσέα», ο οποίος θα είναι «ανεξέλεγκτος, απρόβλεπτος και μη συνεργάσιμος», γιατί αυτά είναι τα στοιχεία του κ. Μιχαηλίδη «τα οποία τον κατέστησαν τιμωρό ανθρώπων, οι οποίοι κακοδιαχειρίστηκαν δημόσιο χρήμα και αυτά τα χαρακτηριστικά φοβάται το πολιτικό σύστημα».

«Στο μέτρο λοιπόν που αυτή η αλλαγή στον τρόπο διακυβέρνησης της Ελεγκτικής Υπηρεσίας υλοποιηθεί, νιώθω ότι θέλει να αποτρέψει την εμφάνιση ενός νέου Οδυσσέα», υπογράμμισε επί του θέματος.

Συμπλήρωσε ότι αν σχεδιαζόταν ορθολογικά το σύστημα από την αρχή, η ανάγκη ενός Συμβουλίου θα ήταν χρήσιμη γενικά μιλώντας, με την έννοια ότι θα υπήρχε ένα μη εκτελεστικό συμβούλιο στην Ελεγκτική Υπηρεσία, το οποίο θα παρείχε αυτή την αναγκαία εξωτερική άποψη στη διοίκηση της υπηρεσίας, σε ένα ορθολογικά οργανωμένο σύστημα, όπου δεν αμφισβητείται ο Γενικός Ελεγκτής και το πολιτικό σύστημα δεν πάσχει από τον ίδιο βαθμό διαφθοράς. «Αν μπορούσαμε να μετακινηθούμε συνολικά προς ένα καλύτερο πολιτικό σύστημα, θα μπορούσα να δω και τον τρόπο διακυβέρνησης διαφορετικό», προσέθεσε.

Σε ερώτηση κατά πόσο το λεγόμενο περί δικαίου αίσθημα έχει κάποιο ρόλο να διαδραματίσει σε τέτοιες υποθέσεις, αλλά και τι αφήνει πίσω της θεσμικά αυτή η μεγάλη υπόθεση, ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου είπε ότι τυπικά και φορμαλιστικά μιλώντας το περί δικαίου αίσθημα δεν έχει ρόλο, ουσιαστικά όμως πάντοτε έχει, αναφέροντας ως παράδειγμα την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1970 για τη συνταγματική προστασία της άμβλωσης ή την αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας στο Ηνωμένο Βασίλειο τη δεκαετία του 1960, αμφότερες εκ των οποίων, όπως είπε, εξέφραζαν το λαϊκό αίσθημα της εποχής.

«Πάντοτε δικαστικές αποφάσεις, ιδανικά μιλώντας, οφείλουν να εναρμονίζονται με ένα γενικότερο αίσθημα δικαίου. Εδώ νιώθω ότι αυτή η απόφαση δεν εναρμονίζεται. Ο κ. Μιχαηλίδης έχει ταυτιστεί στην κοινή συνείδηση ως ο Κύπριος “Ρομπέν των Δασών”, ο οποίος μάχεται τη διαφθορά και με έναν αποδεδειγμένα αξιόπιστο τρόπο. Αυτό που με λυπεί εμένα προσωπικά τόσο πολύ στην απόφαση είναι πως εκφράζεται τόσο καταδικαστικά για τον κ. Μιχαηλίδη, χωρίς να βρει ούτε ένα καλό στοιχείο στη συμπεριφορά του, δεν θα μπορούσε να είναι πιο μεγάλη απόκλιση από την κοινή γνώμη. Η κοινή γνώμη βλέπει έναν άνθρωπο που έδωσε τη ζωή του για 10 χρόνια στην προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος. Θα μπορούσε κανείς να του προσάψει υπερβολές, θα μπορούσε κανείς να του ασκήσει κριτική για επιμέρους πράγματα σε μια σειρά από θέματα, όλα αυτά είναι θεμιτά, και θα μπορούσε να επικριθεί για διάφορα θέματα, αλλά το να μη βρίσκει το Δικαστικό Συμβούλιο, να μην αναγνωρίζει αυτή την μείζονα συμβολή του συγκεκριμένου Γενικού Ελεγκτή στην αντιμετώπιση της διαφθοράς, θεωρώ ότι αυτό είναι μια τεράστια απόκλιση από το λαϊκό αίσθημα και είναι και παντελώς αστήρικτη», τόνισε σχετικά.

Ως προς την θεσμική κληρονομιά της υπόθεσης, ο κ. Τσούκας είπε ότι πολιτικά μιλώντας δεν θα αφήσει πολλά πράγματα βραχυχρόνια, εκτιμώντας ότι σε δύο εβδομάδες θα έχει ξεπεραστεί το θέμα, προσθέτοντας ωστόσο ότι αυτές οι αποφάσεις, στο μέτρο που συγκρούονται με το λαϊκό αίσθημα, αφήνουν ίχνη στο κοινωνικό σώμα και αυτά τα ίχνη θα αποτυπωθούν στις βουλευτικές εκλογές του 2026 και στις προεδρικές εκλογές του 2028.

«Η κοινωνία βράζει στο θέμα αυτό, η κοινωνία είναι αγανακτισμένη όσο μπορώ να καταλάβω, αλλά και όσο μας λένε και οι δημοσκοπήσεις στο θέμα αυτό. Όλα αυτά είναι μεν υπόγεια ρεύματα, αλλά δεν περνάνε απαρατήρητα, σε στιγμές και μάλιστα απρόβλεπτες τα ρεύματα αυτά θα εκβάλλουν στην πολιτική σκηνή με κάποιο τρόπο, όπως στην περίπτωση του Φειδία Παναγιώτου, όπου από το πουθενά ένας εντελώς απολιτίκ υποψήφιος έρχεται στο προσκήνιο. Νομίζω ότι τέτοιου είδους αποφάσεις, οι οποίες ξαναλέω προσβάλλουν και συγκρούονται με το λαϊκό αίσθημα, θα αποτυπωθούν με κάποιο τρόπο σε μεταγενέστερες πολιτικές εξελίξεις, τις οποίες δεν μπορούμε να προβλέψουμε ακόμη», σημείωσε.

Ερωτηθείς τέλος αν βλέπει κάποιο νέο ρόλο για τον ίδιο τον Οδυσσέα Μιχαηλίδη, ο κ. Τσούκας είπε ότι στον βαθμό που μπορεί να αναγνώσει τον πρώην Γενικό Ελεγκτή βλέπει ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο που παθιάζεται με τα κοινά.

«Αυτό που είπε στη δήλωσή του μετά την απόφαση, το ενδιαφέρον για τα κοινά, νομίζω ότι είναι ειλικρινές και παθιάζεται με τα κοινά. Άρα θα ανέμενα μια περαιτέρω ενασχόληση με τα κοινά και η ύψιστη ενασχόληση με τα κοινά είναι βεβαίως η εμπλοκή στην πολιτική. Άρα αν θέλετε να κάνω μία πρόβλεψη, όσο μπορώ να ξέρω, εικάζω ότι με τον άλφα ή βήτα τρόπο ο κ. Μιχαηλίδης θα εμπλακεί στην πολιτική ζωή του τόπου κάποια στιγμή», κατέληξε.

Πηγή: ΚΥΠΕ