Αν η ανησυχία για τη βραχυπρόθεσμη οικονομική προοπτική της ευρωζώνης έφτανε μέχρι ένα σημείο, από χθες Δευτέρα, έχει εκτιναχθεί στα ύψη. Πρακτικά τα στοιχεία από τον δείκτη μεταποίησης έδειξαν ότι η οικονομία στη ζώνη του ευρώ μπαίνει το επόμενο διάστημα σε ύφεση. Η παραγωγή μειώνεται ήδη από το δεύτερο τρίμηνο καθώς η ζήτηση για βασικά βιομηχανικά προϊόντα από χώρες όπως η Κίνα μειώνεται. Την ίδια στιγμή που οι καταναλωτές διστάζουν να ανοίξουν το πορτοφόλι τους, ακόμα και σε χώρες όπου ο πληθωρισμός είναι αρνητικός και οι μισθοί αυξάνονται.
Κάποιοι λένε ότι το πρόβλημα με τα στοιχεία για τις προοπτικές της μεταποίησης έχουν επηρεαστεί από το «ξεφούσκωμα» της γαλλικής οικονομίας, μετά την ολοκλήρωση των Ολυμπιακών Αγώνων του Παρισιού, που είχαν εκτινάξει τους τζίρους. Κάποιοι άλλοι λένε το ακριβώς αντίθετο, ότι η Γαλλία αποτελεί πλέον μαζί με τη Γερμανία το μεγαλύτερο μέρος του προβλήματος.
Στη Γαλλία αυτή την εποχή αναζητείται ένας πολιτικός συμβιβασμός που θα στηρίξει τη νέα κυβέρνηση Μπαρνιέ, επιτρέποντάς της να υλοποιήσει μια κάποιου είδους δημοσιονομική προσαρμογή σε συνεννόηση με την Κομισιόν. Δύσκολα πράγματα και τα δύο. Το θέμα είναι ότι κανείς δεν θέλει να πάθει ό,τι η Liz Truss στη Βρετανία. Για όσους δεν θυμούνται, αυτές τις μέρες συμπληρώνονται δύο χρόνια από τη στιγμή που η τότε βρετανή πρωθυπουργός ανακοίνωσε σαρωτικά μέτρα, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε παραίτηση μέσα σε μόλις 30 μέρες. Το πάθημά της καταγράφεται ήδη στην οικονομική βιβλιογραφία ως «στιγμή Τρας» (Truss Moment).
Προφανώς κανείς δεν θέλει να έχουν στη Γαλλία μια «στιγμή Μπαρνιέ». Αρα μεγάλες κουβέντες δεν αναμένεται να ακουστούν, ούτε μεγαλεπήβολες και αντιδημοφιλείς μεταρρυθμίσεις. Αλλωστε το οικονομικό πρόβλημα της Γαλλίας δεν αναμένεται να λυθεί σύντομα. Θα πάρει χρόνο, καθώς τα προβλήματα έχουν πολλαπλασιαστεί. Για παράδειγμα τα φορολογικά έσοδα έχουν μειωθεί καθώς οι εισπράξεις από τον ΦΠΑ επηρεάστηκαν από την υποτονική ανάπτυξη και τη «στάση αγορών» των γάλλων καταναλωτών, την ίδια στιγμή που οι δαπάνες παραμένουν στα ύψη. Επίσης καταγράφεται αξιοσημείωτη πτώση της παραγωγικότητας και των δεικτών ανταγωνιστικότητας.
Το μεγάλο ωστόσο ερώτημα είναι τι θα γίνει με τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, η οποία προωθούνταν με στόχο την αύξηση των ορίων ηλικίας. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για οικονομία και αγορές, σε περίπτωση υπαναχώρησης ή «παγώματός» της θα μπορούσε να είναι και λόγος για πιθανή υποβάθμιση από τους οίκους αξιολόγησης.
Η Γαλλία βρίσκεται μπροστά σε μια ανάγκη γεφύρωσης των κοινωνικών της προτεραιοτήτων, με τις δημοσιονομικές και αναπτυξιακές της απαιτήσεις. Μπροστά σε όλα αυτά που συμβαίνουν, ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα κρατάει την ανάσα του για τις λύσεις που θα επιλεγούν. Για να γίνει πάντως αντιληπτό πόσο δύσκολες είναι οι διαθέσιμες λύσεις, με συμβατικά μέτρα όπως η αύξηση κάποιου φόρου, αρκεί να αναλογιστεί κάποιος ότι ήδη η Γαλλία εισπράττει τους περισσότερους φόρους ως ποσοστό του ΑΕΠ, έναντι οποιαδήποτε άλλης χώρας του ΟΟΣΑ. Ακόμα και με αυτή τη συνθήκη όμως, δεν μπορεί να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα, πόσω μάλλον να δημιουργήσει προϋποθέσεις για να γυρίσει σε θετικό το αρνητικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα της χώρας. Κι όλα αυτά τα βλέπουν οι αγορές, με τις πρώτες προειδοποιήσεις να έρχονται ήδη από την αγορά ομολόγων.