Κυπριακό: σκέψεις για τη δυνατότητα ομοσπονδιακής λύσης

Πριν από είκοσι χρόνια, το 2004, η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Εκτοτε το Κυπριακό καταποντίστηκε τρεις φορές: 2004 (Σχέδιο Ανάν, με υπαίτιο τον Τάσσο Παπαδόπουλο και τους Ελληνοκύπριους), 2010 (υπαίτιος κυρίως ο Χριστόφιας στις συνομιλίες του με τον Ταλάτ) και 2017 (Κραν Μοντανά, υπαίτιος ο Αναστασιάδης). Κατόπιν αυτών, η διχοτόμηση βρίσκεται προ των πυλών όσο πότε άλλοτε, με κύριους υπαίτιους τους Ελληνοκύπριους και μάλιστα με ευρωπαϊκό και παγκόσμιο ακροατήριο.

Παρά ταύτα τώρα μιλάμε για «νέα ευκαιρία». Γιατί; Για έναν θεμελιώδη λόγο: γιατί η επίλυση διά της λύσης της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας είναι η ιδανική λύση, άλλη καλύτερη λύση δεν υπάρχει για την Κύπρο, για τους Ελληνοκύπριους, για τους Τουρκοκύπριους, για την Ελλάδα και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Μερικά πρόσφατα γεγονότα γεννούν κάποιες ελπίδες για νέα ευκαιρία για επίλυση. Ο γ.γ. του ΟΗΕ Γκουτέρες όρισε, έπειτα από μια επταετία, εκπρόσωπό του για το Κυπριακό, τη Μαριάνχελα Ολγκίν, η οποία άρχισε επαφές με τα τέσσερα εμπλεκόμενα μέρη και με τη Βρετανία. Ενα δεύτερο ευοίωνο στοιχείο είναι η καλυτέρευση των ελληνοτουρκικών σχέσεων από τον Δεκέμβριο του 2023, που αν συνεχιστεί και δεν βαλτώσει θα προκύψουν θετικές επιπτώσεις στο Κυπριακό. Τρίτον, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξέφρασε στην εκπρόσωπο του γ.γ. την αμέριστη ελληνική υποστήριξη για επανεκκίνηση των συνομιλιών για λύση ομοσπονδιακή. Ο Νίκος Χριστοδουλίδης φαίνεται εκ πρώτης όψεως να έχει αφήσει κατά μέρος την προηγούμενη αδιαλλαξία του. Και κάτι ακόμη πιο καίριο ο Ερντογάν: φαίνεται να έχει αποφασίσει την επαναπροσέγγιση της Τουρκίας με τη Δύση, για λόγους οικονομικούς και πολιτικούς.

Υπέρ της ιδανικής ομοσπονδιακής λύσης (το Plan A) συνηγορούν πέντε λόγοι:

(1) Οτι μόνο έτσι θα τεθεί τέλος στην ντε φάκτο διχοτόμηση που επιβλήθηκε με τα τετελεσμένα της τουρκικής εισβολής.

(2) Μόνο έτσι θα αποχωρήσουν τα τουρκικά στρατεύματα, αλλιώς θα παραμείνουν εκεί, με τους Ελληνοκύπριους να ζούνε για πάντα με ανασφάλεια και φόβο.

(3) Η Κύπρος είναι μικρό νησί για να αποτελείται από δύο κρατικές οντότητες, με συνολικό πληθυσμό ένα εκατομμύριο. Ολα τα άλλα διχοτομημένα νησιά (π.χ. Νέα Γουινέα, Τιμόρ, Ισπανιόλα) είναι πολύ μεγαλύτερα και πολυπληθέστερα.

(4) Ολα τα ακανθώδη ζητήματα είχαν λυθεί στις διακοινοτικές συνομιλίες πριν από το Κραν Μοντανά.

(5) Η επανένωση θα επιλύσει με τον πιο προσοδοφόρο τρόπο το θέμα των υδρογονανθράκων.

Αν το Plan A δεν τελεσφορήσει όχι σε δεκαετίες αλλά σε εύλογο χρόνο (ένα με δύο έτη το πολύ), υπάρχει το Plan B, του «βελούδινου διαζυγίου» με επιστροφή εδαφών στους Ελληνοκύπριους. Τέσσερις λόγοι προκρίνουν αυτή τη λύση, όχι βέβαια ως ιδανική, αλλά ίσως πιο ρεαλιστική και πάντως καλύτερη από το Plan C, το ανταγωνιστικό διαζύγιο με την Κυπριακή Δημοκρατία να συνορεύει με μία στην ουσία τουρκική επαρχία:

(1) Πέρα από τη στάση των απορριπτικών εθνικιστών Ελληνοκυπρίων (τους οποίους υπολογίζω στο 50% με 60 %), υπάρχει ένα βασικό πρόβλημα: έπειτα από 60 χρόνια (από τις αρχές του 1964) μονοπώλησης του κυπριακού κράτους από τους Ελληνοκύπριους, δεν φαίνεται να υπάρχει μεγάλη διάθεση από την πλευρά της πλειονότητας των Ελληνοκυπρίων για «μοίρασμα της εξουσίας» με τους Τουρκοκύπριους.

(2) Οι δύο πλευρές, στην πλειονότητά τους, ταυτίζονται περισσότερο με την ελληνικότητα και την Ορθοδοξία και την τουρκικότητα και το Ισλάμ αντιστοίχως, και λιγότερο με την κοινή τους κυπριακή ταυτότητα.

(3) Ο φόβος του αγνώστου με την επανένωση, ενώ η σημερινή κατάσταση, παρά τα μειονεκτήματά της, δεν είναι δυσβάστακτη, τουναντίον είναι «βολική» και για τις δύο πλευρές (για την ακρίβεια για την πλειονότητά τους).

(4) Η μέχρι σήμερα εμπειρία με ομοσπονδίες δείχνει ότι πιο βιώσιμες σε εθνοτικά διχασμένες κοινωνίες δεν είναι οι διζωνικές-δικοινοτικές, αλλά αυτές που αποτελούνται από τρεις ή περισσότερες ομόσπονδες οντότητες στο ομοσπονδιακό κράτος. Ολες οι διζωνικές ομοσπονδίες διαλύθηκαν, το αρχικό Πακιστάν, πιο πρόσφατα η βραχύβια Σερβία-Μαυροβούνιο, ακόμη και η μακροβιότερη Τσεχοσλοβακία. Η μόνη εξαίρεση είναι το Βέλγιο που όμως αποτελείται από τρία και όχι δύο ομόσπονδα κράτη (οι Βρυξέλλες είναι το ένα από αυτά που έχει μεικτό πληθυσμό) και υπάρχουν και οι γερμανόφωνοι Βέλγοι. Επίσης, το Βέλγιο, από τότε που έγινε ανεξάρτητο κράτος το 1830, δεν έχει υποστεί εθνοτική βία, όπως αυτή που σφράγισε την Κύπρο.

Το βέβαιο είναι ότι η ομοσπονδιακή λύση αποτελεί την καλύτερη δυνατή λύση. Αλλη επιλογή «θετικού αθροίσματος», με «τέσσερις κερδισμένους» (τους Ελληνοκύπριους, τους Τουρκοκύπριους, την Ελλάδα και την Τουρκία) δεν υφίσταται, με το κόστος από τη μη επίλυση και την οριστική διχοτόμηση, τεράστιο, τόσο για τους Ελληνοκύπριους όσο και για τους Τουρκοκύπριους.

Διερωτώμαι όμως μήπως η ομοσπονδιακή λύση επιδέχεται λίγο «μαστόρεμα» (tinkering). Πρόσφατα ο νομικός διεθνολόγος Πέτρος Λιάκουρας λάνσαρε την ιδέα τριών ομόσπονδων πολιτειών στην Κύπρο, κατά το πρότυπο των Βρυξελλών στο Βέλγιο, με τη Λευκωσία την τρίτη πολιτεία προφανώς με μεικτό πληθυσμό (βλέπε Π. Λιάκουρας, «Σε τροχιά επανεκκίνησης το Κυπριακό;», «ΤΑ ΝΕΑ», 24 Αυγούστου 2024). Θα μπορούσε ίσως να προστεθεί και μια ξεχωριστή αυτόνομη περιοχή, η χερσόνησος της Καρπασίας με μεικτό πληθυσμό.

Για να μιλήσουμε με όρους ομοσπονδιακής θεωρίας, ίσως αρμόζει μια λύση με τη μορφή «ασύμμετρης ομοσπονδίας», όπως είναι ο Καναδάς (σε σχέση με το γαλλόφωνο Κεμπέκ ή η Τσεχοσλοβακία από το 1945 έως το 1968 σε σχέση με τη Σλοβακία), με κάποιες πολιτείες ή πολιτεία με ιδιαίτερη προστασία και πιο στενή και ειδική σχέση με την κεντρική κυβέρνηση και άλλες λιγότερο. Δηλαδή ένας συνδυασμός χαλαρής ομοσπονδίας και πιο συνεκτικής ομοσπονδίας που θα αποτελείται από τρεις συνιστώσες πολιτείες και μια αυτόνομη περιοχή (στον νου μου έρχεται και η περίπτωση της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, με  την Ομοσπονδία της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης και τη Δημοκρατία της Σέρπσκα).

Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι ομότιμος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.