Στον ερμηνευτή και τραγουδοποιό Γιώργη Χριστοδούλου οφείλουμε μια νέα απενοχοποιημένη ματιά στο λεγόμενο αστικό ελαφρό είδος, αλλά και μια σειρά νέων δημιουργιών του πάνω στο Θέατρο και τη δισκογραφία. Τολμηρός και πολύ μελετημένος με όσα καταπιάνεται, γράφει μια παράλληλη πορεία στη Βαρκελώνη και στον ισπανόφωνο κόσμο με συνεργασίες εκεί, αλλά και επιμένει σε μια δική του αυτόφωτη και λοξή διαδρομή στο ελληνικό τοπίο. Για χρόνια συνεργάτης και κυριολεκτικά πνευματικό παιδί της Αρλέτας, έχει επίσης ασχοληθεί με το παιδικό θέατρο, την επιθεώρηση, αλλά και ο προσεκτικός μελετητής διαβλέπει τις κοινωνικές και πολιτικές αποχρώσεις στο έργο του Γιώργη, που συν τοις άλλοις είναι ένας εξαιρετικός συνομιλητής με βάθος και άποψη για τα πράγματα.
Να ξεκινήσουμε από το μουσικό παραμύθι σας με τίτλο «Μα, πού πήγε το φεγγάρι;», που έχει αυτόν τον νέο υβριδικό τρόπο γραψίματος, μουσικής και με σημαντικές ερμηνεύτριες/τές; Πώς σας ήρθε η ιδέα και τι νέα δεδομένα λάβατε υπόψη για ένα σύγχρονο γράψιμο παραμυθιού;
Μου αρέσει να φτιάχνω θεματικούς δίσκους. Τα τελευταία χρόνια έχω σχεδόν μόνο θεματικά άλμπουμ. Στην ίδια γραμμή συνεχίζω και εδώ, για παιδιά, μιας και θέλω να τους μιλήσω όπως ακριβώς θα έκανα και με τους μεγάλους. Η ιστορία μαζί με τα τραγούδια περιγράφουν τη νύχτα και το φεγγάρι, αλλά στην ουσία είναι μια υπενθύμιση για να μην ξεχνάμε την αξία των αυθεντικών και αληθινών πραγμάτων. Κι εδώ θέλει λίγη προσοχή γιατί άλλο είναι το πραγματικό κι άλλο αυτό που θα μείνει, δηλαδή το αληθινό. Γι’ αυτό και το φεγγάρι και ό,τι αυτό συμβολίζει δεν μπορεί να αντικατασταθεί από μια εικονική πραγματικότητα όσο «εξελιγμένη» κι αν είναι. Ζούμε σε μια εποχή αντιπνευματική, πολλές αξίες αλλά και κάθε τι αυθεντικό, ακόμα και τα συναισθήματα είναι πλέον είδη πρώτης ανάγκης εν ανεπαρκεία. Κι αν το πάμε και λίγο παραπέρα, σε υλικό επίπεδο, σκεφτείτε ότι έχουμε προϊόντα με υπέροχο άρωμα φρούτων, θαλάσσιας αύρας κ.λπ., αλλά πλέον ούτε τα φρούτα μοσχομυρίζουν, ούτε το θαλασσινό αεράκι που σε λίγο θα πωλείται σε κρυστάλλινα βαζάκια, μαζί με τις σεζλόνγκ. Η ιστορία μαζί με τα νανουρίσματα, ένα είδος που αγαπώ πολύ, ήταν για μένα ο «τόπος» στον οποίο νιώθω άνετα ώστε να μιλήσω για όλ’ αυτά στα παιδιά αλλά και στους μεγάλους. Με βοήθησε βέβαια πολύ η Τατιάνα Κοντούλη με τις υπέροχες πολύχρωμες εικόνες της, τα τρία ποιήματα που μου παραχώρησε η αγαπημένη φίλη Παυλίνα Παμπούδη με την οποία συνεργάζομαι για πρώτη φορά και οι καλεσμένοι μου: η Μαργαρίτα Ζορμπαλά, η Μάρθα Φριντζήλα, ο Μανώλης Φάμελλος και η αγαπημένη ηθοποιός Ολια Λαζαρίδου.
Από τα κοινωνικά σας δίκτυα είδα πως έχετε και συμμετοχή στη… χιλιανή μουσική, τραγουδοποιία. Πώς προέκυψε αυτό;
Ο Patricio Anabalón, γνωστός χιλιανός τραγουδοποιός, μου ζήτησε να συμμετάσχω στο νέο του άλμπουμ «la noche que nunca llega» με δύο τραγούδια. Τον δίσκο μοιραζόμαστε με δύο πολύ σπουδαίες μορφές της κουβανικής μουσικής, τον Augusto Blanca και τον Silvio Rodriguez, ιδρυτές του κινήματος Nueva Trova de la canción Cubana – ένα εμβληματικό κίνημα που καθόρισε την πορεία της μουσικής στην Κούβα. Η γνωριμία και φιλία μας με τον Πατρίσιο μετράει πλέον αρκετά χρόνια, τραγουδήσαμε μαζί στον κήπο του Μουσείου λαϊκών οργάνων στην Πλάκα σε μια τιμητική εκδήλωση για τη Δανάη Στρατηγοπούλου. Είχαμε τραγουδήσει η Αρλέτα, ο Πατρίσιο και εγώ. Ο τότε πνευματικός ακόλουθος της πρεσβείας της Χιλής Μαρτίν Δονόσο είχε προβλέψει τη συνεργασία μας, από τότε. Σε λίγες ημέρες κυκλοφορεί και το δεύτερο ντουέτο μας από το ίδιο άλμπουμ.
Για χρόνια ήξερα πως διαμένατε στην Ισπανία και πως είχατε και εκεί μια αξιοσημείωτη μουσική πορεία. «Εγγράφεστε» σε ένα ιδιότυπο ρεύμα μετανάστευσης ή είχατε διαφορετικές εκκινήσεις;
Απλώς ένιωσα πολύ άνετα από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στη συγκεκριμένη πόλη, τη Βαρκελώνη. Δεν έχει καμία σχέση με τις υπόλοιπες πόλεις της Ισπανίας. Θυμάμαι πόσο εντυπωσιάστηκα όταν κάποια στιγμή έμαθα πως στη ρωμαϊκή εποχή υπήρχαν οι «λιμπερτίνος». Αυτοί ήταν πρώην σκλάβοι που είτε εξαγόραζαν την ελευθερία τους είτε τους τη χάριζε ο αφέντης τους. Ηταν παράδοση όλοι οι πρόσφατα ελεύθεροι να διαλέγουν τη Βαρκελώνη για να ξεκινήσουν τη νέα τους ζωή. Κάπως έτσι ένιωσα κι εγώ γύρω στο 2010 που το κλίμα είχε αρχίσει να βαραίνει στην Ελλάδα. Πήγα εκεί χωρίς στηρίγματα, ουσιαστικούς φίλους έκανα, αργότερα, εκεί. Είχα όμως ανάγκη αυτό το μεγάλο διάλειμμα. Θυμάμαι πως τον πρώτο καιρό, όλοι μού έλεγαν “Μα θα είναι πολύ δύσκολα, τι θα κάνεις εκεί που δεν ξέρεις σχεδόν κανέναν;”. Γελούσα όταν αργότερα, στα χρόνια που ακολούθησαν, οι ίδιοι άνθρωποι μου έστελναν μηνύματα με την ευχή να μείνω εκεί κι ότι ήμουν πολύ τυχερός. Δεν ένιωσα ποτέ όμως κάτι τέτοιο. Απλώς είχα ανάγκη να βρίσκομαι σε μια πόλη όμορφη και να ξαναγαπήσω τη μουσική απ’ την αρχή.
Τι συνεργασίες είχατε εκεί;
Στην Ισπανία με βοήθησε πολύ το γεγονός ότι πήγα με τη γλώσσα ήδη μαθημένη. Είναι ένα εργαλείο που ανοίγει πόρτες σε κάποιον που δεν είναι ντόπιος. Μου έλειπαν βέβαια τα καταλανικά που τα έμαθα πρόχειρα στην πορεία και σκέφτομαι πως θα ήταν όλα πολύ διαφορετικά αν τα μιλούσα εξ αρχής. Στην Ισπανία δούλεψα περισσότερο με πολύ καλούς μουσικούς, εξιδεικευμένους στην τζαζ. Ετσι φτιάξαμε τον δίσκο «Barcelonauta», μια δουλειά αφιερωμένη στο βαρκελωνέζικο καμπαρέ και τη μουσική που ακούγονταν εκεί τις δεκαετίες ’20-’40 πριν από τη δικτατορία, σε μια εποχή πιο ελεύθερη και πολύ διαφορετική από τα χρόνια που ακολούθησαν. Κράτησα επαφές με την μπάντα εκείνη, πάντα τους βλέπω και παίζουμε μαζί όταν ταξιδεύω πίσω στο «χωριό μου» όπως λέω τη Βαρκελώνη. Μια πολύ ωραία συγκυρία με μια τηλεοπτική εκπομπή την οποία μοιραστήκαμε κάποια στιγμή με τον Ναπολιτάνο Alessio Arena μάς έφερε κοντά και γίναμε φίλοι, ο ίδιος συμμετείχε και στον δίσκο μου «Ο Αττίκ στο Παρίσι». Πρόκειται για έναν σπουδαίο ιταλό τραγουδοποιό και βραβευμένο λογοτέχνη που ζει στη Βαρκελώνη, τραγουδάει στα ισπανικά και καταλανικά και γράφει μυθιστορήματα στα ιταλικά. Ονειρεύομαι κάποια στιγμή να έρθει στην Ελλάδα και να παρουσιάσουμε μαζί το έργο του.
Αναπόφευκτη η ερώτηση αφού έχετε εικόνα: ποια η διαφορά ενός νέου καλλιτέχνη – στο σκέλος των ευκαιριών – που ξεκινάει ή εργάζεται στην Ισπανία και στην Ελλάδα;
Πάνω-κάτω ισχύουν τα ίδια παντού. Αυτό είναι ένα κομμάτι που δεν το κατανόησα ποτέ καλά. Δεν ξέρω αν υπάρχει συνταγή ή ποια είναι τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσει κάποιος για να κάνει αυτό που λέμε καριέρα. Προσωπικά μού αρέσει περισσότερο η λέξη διαδρομή. Δεν ήμουν ποτέ σε κάποιο «γραφείο» ούτε είχα μάνατζερ. Εκανα μια-δυο απόπειρες, πολύ σύντομες, είδα ότι δεν υπάρχει κοινό σημείο επαφής με τους «εμπόρους» του τραγουδιού και τελικά πορεύτηκα μόνος μου. Η βασική πάντως διαφορά που είδα μεταξύ Ισπανίας και Ελλάδας είναι ότι εκεί, αν η δουλειά σου έχει κάτι να πει, θα βρει έναν τρόπο να περάσει στα κανάλια, τον Τύπο ή τα ραδιόφωνα που θα τη διοχετεύσουν στον κόσμο. Εδώ, αν δεν έχεις κάποιον να σε προτείνει, να είναι γνωστός ή να έχει κάποιο συμφέρον χρειάζεται τεράστια υπομονή. Κάποτε η Αρλέτα διάβασε μια διθυραμβική κριτική για έναν δίσκο της που είχε κυκλοφορήσει οκτώ χρόνια πριν. Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί ή να λυπηθεί. Ας πούμε πως τα τραγούδια που είναι «καταναλώσιμα» αλλά όχι «καταναλωτικά» θα βρουν τον δρόμο τους όσος καιρός κι αν έχει περάσει.
Γράφετε και μουσική για το θέατρο. Πώς είναι αυτός ο τρόπος και τι κάνετε τώρα;
Η πρόταση να ασχοληθώ με τη μουσική για το θέατρο προέκυψε από την ενασχόλησή μου με αυτό. Ο Λάκης Λαζόπουλος με τον Κωνσταντίνο Ρήγο ήταν οι πρώτοι που μου πρότειναν να φτιάξω πρωτότυπα τραγούδια για μία επιθεώρηση και αργότερα ο Θοδωρής Αθερίδης με εμπιστεύτηκε και το αποτέλεσμα μας δικαίωσε. Δεν είναι η βασική μου ασχολία, όταν όμως θεωρώ ότι μπορώ να αντεπεξέλθω η διαδικασία είναι και απολαυστική γιατί ξαναμπαίνω στον χώρο ενός θεάτρου έχοντας άλλου τύπου προσδοκίες και ανησυχία, να υπηρετήσω σωστά το κείμενο και την άποψη του σκηνοθέτη, αλλά πάνω απ’ όλα να φτιάξω κάτι που να βοηθάει και τον ηθοποιό και την παράσταση να πάει ένα σκαλί πιο πάνω.
Σήμερα τι κάνετε;
Αυτόν τον καιρό παίζεται στο θέατρο σε επανάληψη η παράσταση του Αντώνη Μποσκοΐτη «Το ταγκαλάκι» για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Αυτή τη δουλειά την αγαπώ πολύ γιατί φτιάχνοντας με τον σπουδαίο Χάρη Φλέουρα ο οποίος ενσαρκώνει τον ποιητή και τον Αντώνη μια πολύ μικρή ομάδα τριών ατόμων συνεργαστήκαμε και υπήρξαμε όλοι ταυτόχρονα συνδημιουργοί. Εγώ έπρεπε να «πατήσω» στο ηχόχρωμα της φωνής του Χάρη για να ετοιμάσω κάτι ταιριαστό. Ο Φλέουρας είναι ένα υποκριτικό θηρίο και μαζί του είχα τη δυνατότητα να ντύσω μουσικά τις σκηνές έχοντας ως μεγάλο πλεονέκτημα την καθαρότητα των αποχρώσεων του συναισθήματος και τον απόλυτο έλεγχο χρόνου που διαθέτει ο συγκεκριμένος ηθοποιός. Και το μεγαλύτερο πλεονέκτημά του είναι πως δεν φαίνονται οι «ραφές» της δουλειάς. Οπως όταν ένας ράφτης φτιάχνει ένα δύσκολο κοστούμι, που όμως θα ταιριάξει γάντι ώστε να μοιάζει σαν εκείνος που το παρήγγειλε να το φορούσε με άνεση από πάντα.
Βέβαια, το είδα πέρυσι, είναι σπουδαίο έργο.
Ναι. Το ίδιο συμβαίνει και με το κείμενο του Αντώνη, που από μια ψυχρή συνέντευξη έγινε ένας δυνατός θεατρικός μονόλογος. Μέσα στη νέα χρονιά, θα ανεβαστεί ένας νέος θεατρικός μονόλογος με τίτλο «Αριάδνη» σε σκηνοθεσία Αυγουστίνου Ρεμούνδου, τον οποίο επίσης θα ντύσω με μουσική.
Εχει μια αυτοτέλεια η μουσική για παραστάσεις ή απλώς υπάγεται στον σκηνοθετικό στόχο;
Σε έργα πρόζας η μουσική πολλές φορές χρειάζεται απλώς να εξυπηρετήσει μια σκηνή, ένα σκοτάδι, μια εικόνα ή ένα πέρασμα. Είναι πολύ πιθανόν λοιπόν, να μην μπορεί να «σταθεί» μόνη της. Σε αρκετά άλμπουμ με μουσική για το θέατρο που αγαπώ, πολλές φορές οι ηθοποιοί παίζουν έναν μικρό μονόλογο ή μια σκηνή, έτσι ακριβώς όπως ακουγόταν στην παράσταση. Νιώθεις ότι και η μουσική το χρειάζεται. Χωρίς τα λόγια του κειμένου νιώθεις πως κάτι λείπει. Είναι σαν να αφαιρείς τους στίχους από ένα τραγούδι. Αλλες φορές πάλι, η κινηματογραφική ή θεατρική μουσική μπορεί να ακουστεί και εκτός παράστασης. Αν η δουλειά του συνθέτη όμως είναι καλή, με λίγη βοήθεια νομίζω ότι δεν θα είναι δύσκολο να μαντέψεις για ποιο έργο πρόκειται.
Σας ξέρουμε χρόνια και από την αγάπη σας στο λεγόμενο αστικό – ελαφρό είδος. Ποια η παρεξήγηση που έχει γίνει για το είδος αυτό και τι πλούτο έχετε κομίσει ή εντοπίζετε εκεί ώστε να ασχοληθείτε επισταμένα;
Νομίζω ότι έχουμε κρατήσει μια στρεβλή εικόνα στο μυαλό μας για τους δημιουργούς του λεγόμενου ελαφρού τραγουδιού όπως και με τους κλασικούς συνθέτες. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια με τις ταινίες, τα θεατρικά έργα και τις βιογραφίες τους αρχίζει να αλλάζει αυτή η εικόνα, όμως πολύς κόσμος διατηρεί την εντύπωση ότι αυτοί οι παλιοί συνθέτες όπως τους λένε, ήταν κάποιοι ηλικιωμένοι με άσπρα μαλλιά, τις περισσότερες φορές στρυφνοί και αυστηροί, σκυμμένοι πάνω από ένα πιάνο, χωμένοι σε μια παρτιτούρα, όμως δεν ήταν καθόλου έτσι. Οι άνθρωποι αυτοί, παρότι πολλές φορές πολύ καλλιεργημένοι, γλεντούσαν, ερωτεύονταν και έγραφαν μουσική αφιερωμένη πάντα σε κάποιον. Εγραφαν – ακόμα και κατά παραγγελία – όπως θα έγραφαν μια επιστολή. Είχαν την ανάγκη της απεύθυνσης και της αμεσότητας. Εγραφαν λοιπόν ένα «γράμμα» τραγουδιστό ή ορχηστρικό με κάποιον (κρυφό για μας) παραλήπτη και γενικότερο παραλήπτη όλο τον κόσμο, το κοινό τους. Αυτό έκανε πολλά από τα τραγούδια τους να κερδίσουν σε ζωντάνια και αληθινό συναίσθημα, τόσο, που να τραγουδιούνται και σήμερα και, ακόμη, να συγκινούν. Πολλοί ανακάλυψαν ένα άγνωστο τραγούδι του Αττίκ από την ταινία «Αστακός» του Λάνθιμου, ένα παιδί κέρδισε πριν από λίγα χρόνια έναν τηλεοπτικό διαγωνισμό τραγουδιού με το «Ζητάτε να σας πω» του Αττίκ. Γι’ αυτό πιστεύω ότι τα τραγούδια αυτά θα τα ανακαλύπτει και θα τα ξανατραγουδάει κάθε γενιά που έρχεται, όσο υπάρχει ελληνική γλώσσα. Τέλος, κάτι που έχω παρατηρήσει όταν παρουσιάζω τον «Αττίκ στο Παρίσι» ζωντανά, είναι πως αυτά τα τραγούδια προσελκύουν ένα κοινό διαθέσιμο, που δεν νοιάζεται για το θέαμα, ένα κοινό μουσικόφιλο.