Ωφελούν οι δημόσιες συζητήσεις υποψηφίων για την ηγεσία των κομμάτων; Ωφέλησε τελικά τη χώρα η δημόσια συζήτηση η οποία έγινε μεταξύ των υποψηφίων για την ηγεσία του κόμματος ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ; Μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα ήταν η ακόλουθη: ένας πολίτης που δυσκολεύεται να ζήσει καθημερινά με αξιοπρέπεια (γιατί η Ελλάδα είναι η δεύτερη πιο φτωχή χώρα της Ευρώπης από την άποψη της αγοραστικής δύναμης των πολιτών) θα έλεγε το εξής:
«Οταν οι υλικοί όροι της ζωής μου είναι τόσο κακοί και δυσκολεύομαι να φροντίσω την οικογένειά μου, τι με ενδιαφέρει η αλλαγή ηγεσίας σε ένα κόμμα;». Εξάλλου η πολιτική είναι ταυτισμένη στα μυαλά πολλών Ελλήνων με τη «διαφθορά, τις ίντριγκες και την παρακμή των βουλευτών».
Ωστόσο, πιστεύω ότι σήμερα υπάρχει στον τόπο μας ένα δομικό πρόβλημα. Ποιο; Εχουμε περίοπτο ένα οιονεί σοβιετικό μοντέλο, αφού επί χρόνια κυριαρχούν ηγεμονικά ένα κόμμα και ένας πρωθυπουργός (ο κ. Μητσοτάκης) που δεν ελέγχονται από κανέναν (αφού δεν υπάρχει σοβαρή και συγκροτημένη αντιπολίτευση). Επιπλέον, δεν υπάρχουν θεσμικά αντίβαρα ελέγχου της σημερινής κυβερνητικής εξουσίας, αφού με κάκιστες κυβερνητικές παρεμβάσεις αποδυναμώθηκαν νευραλγικά οι συνταγματικά κατοχυρωμένες Ανεξάρτητες Αρχές (όπως η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, όπως «αποκάλυψε» και η σκοτεινή υπόθεση των υποκλοπών).
Επιπρόσθετα έχουν εκδοθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τα τελευταία χρόνια εναντίον της Ελλάδας πολλές καταδικαστικές αποφάσεις για μη διεξοδική ποινική διερεύνηση περιστατικών θανάτου και κακομεταχείρισης με φερόμενους δράστες όργανα των σωμάτων ασφαλείας και του Λιμενικού Σώματος (όπως η απόφαση «Σιδηρόπουλος – Παπακώστας εις βάρος της Ελλάδας», πράγμα που επεσήμανε και ο αντεισαγγελέας του ΑΠ κύριος Σκιαδαρέσης με την εγκύκλιο 19/2023, Ποινικά Χρονικά 2023, 713).
Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό θεσμικό πλαίσιο ήταν σίγουρα θετικό, καταρχήν, ότι έγινε μια ανοικτή δημόσια συζήτηση μεταξύ των υποψηφίων για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, γιατί με την παρακμιακή κατάρρευση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ) υφίσταται η ανάγκη ενός «θεσμικού αναχώματος» που θα ασκεί κριτική στις κυβερνητικές αποφάσεις.
Είναι επίσης ενθαρρυντικό ότι παρακολούθησαν τη συζήτηση αυτή εξακόσιες χιλιάδες πολίτες (αν αληθεύουν τα στατιστικά στοιχεία) και ότι η συζήτηση τούτη έγινε κάτω από τους όρους ενός «ευπρεπούς διαλόγου». Τι έλειπε, κατά τη γνώμη μου; Η ανίχνευση σοβαρών ιδεολογικών ζητημάτων. Λ.χ., ο συνταγματικός χωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος. Και αυτό γιατί η «ιδιωτικοποίηση της πίστης» αποτελεί δομικό στοιχείο της ευρωπαϊκής ταυτότητας, αφού σε αυτά τα γεωγραφικά μήκη είναι αδιανόητο ένας πρωθυπουργός να αρχίζει τις καθημερινές του ασχολίες με δημόσια προσευχή (Χάμπερμας, «Η διάσπαση της Δύσης»).
Επίσης δεν συζητήθηκε το πώς είναι δυνατό να αποδυναμωθούν οι τεράστιες πρωθυπουργικές εξουσίες (που καθιερώθηκαν επί Ανδρέα Παπανδρέου και δεν τις ακύρωσαν ούτε οι επόμενοι πρωθυπουργοί γιατί αυτό τους ευνοούσε). Τέλος, δεν συζητήθηκε διεξοδικά το ζήτημα της φορολόγησης του μεγάλου πλούτου αλλά και των ελεύθερων επαγγελματιών. Η κυβέρνηση, ως γνωστόν, επέβαλε στο επίπεδο αυτό τη φορολόγηση επί ενός τεκμαρτού εισοδήματος, πράγμα που υποδηλώνει την αδυναμία του ελληνικού κράτους να κάνει ταυτοποιημένους και συστηματικούς φορολογικούς ελέγχους.
Από την άλλη πλευρά, περίπου 400.000 ιατροί, δικηγόροι κ.λπ. δήλωσαν μηνιαίο εισόδημα 300 ευρώ (σαν να ήταν άποροι και επαίτες). Για όλα αυτά τα ζητήματα δεν έγινε διεξοδική συζήτηση. Το συμπέρασμα; Παρά τα ελλείμματα τούτα, οι υποψήφιοι έκαναν έναν σοβαρό διάλογο, ούτως ώστε να αναδειχθεί επιτέλους μια «σοβαρή φωνή κριτικής απέναντι στην κυβέρνηση».
Ο Γρηγόρης Καλφέλης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής στο ΑΠΘ